Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άπις
33 items total [31 - 33]
[Λεξικό Γεωργακά]
απισχναντικός, -ή, -ό [apisxnandikós] (L)
  • effecting weight reduction (ant παχυντικός):
    • απισχναντικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα |
    • κάνει μασάζ με απισχναντική κρέμα

[fr kath (neol) απισχναντικός, der of απισχναίνω; cf ἰσχναντικός (AG, K) & AG (Aristotle) ἀπισχναντέον]

[Λεξικό Γεωργακά]
απίσχναση [apísxnansi] η, (L)
  • ① loss of fat or weight, thinning down (syn αδυνάτισμα 1):
    • ~ του σώματος
  • ② fig thinning down, diminution, shrinking (syn αδυνάτισμα 2, ελάττωση):
    • μεγάλη ιδέα μας η ατομική ευεξία, ας είναι και με ~ του δημόσιου ταμείου (Palaiologos)

[fr kath (neol Koumanoudis) απίσχνανσις, der of απισχναίνω; cf ίσχνανση]

[Λεξικό Κριαρά]
απίσω, επίρρ.,
βλ. πίσω.
< Previous   1 2 3 [4]   Next >
Go to page:Go