Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Άγρι
437 items total [81 - 90]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αγρινιώτης [aγrinjótis] ο, Aγρινιώτισσα [aγrinjótisa] η,
  • inhab of Agrinio.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγρινιώτικος, -η, -ο [aγrinjótikοs]
  • of Agrinio

[der of Aγρινιώτης; s. Aγρίνιο]

[Λεξικό Κριαρά]
άγριο το,
βλ. άγριο(ν).
[Λεξικό Γεωργακά]
άγριο [áγrio] το,
  • harsh or violent manner (ant ήμερο, καλό):
    • του φέρεται με το ~ (ant με το καλό) |
    • του μίλησες με το ~ |
    • τον παίρνω με το ~ I try to win him over w. threats and rebukes (ant τον παίρνω με το καλό) |
    • φτάνει να τον καλοπιάσουν και να μην του το παραγγέλνουνε με τ' ~, καθώς συνηθάνε μ' άλλους ψυχογιούς (Vlachogiannis) |
    • προσπάθησε να της μάθη γράμματα, δεν το κατάφερε· προσπάθησε ευσυνείδητα με το καλό και με το ~, μα αυτή δεν τα έπαιρνε, το μυαλό της ήταν βαρύ (GSaranti) |
    • "Kαπετάν Kαναβό να με λέη η γιεροσύνη σου". O γούμενος γύρισε και τον κοίταξε στο ήμερο και στο ~ (Prevelakis) |
    • είχε ο αθεόφοβος στο νου του... να φτάση στο ~ και να ματαπάρη με τ' άρματα τη θυγατέρα του σα γιανιτσάρος (Vlami)

[substantiv. n of άγριος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγριο- [aγrio] & αγριό- [aγrió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγρι- [aγri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει: 1. την άγρια, αυτοφυή ποικιλία ενός φυτού ή του καρπού του σε αντίθεση με την καλλιεργημένη μορφή του, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριαγγουριά, ~βιολέτα, ~δαμασκηνιά, ~συκιά. || ~βελάνιδο, ~κέρασο, ~φράουλα. || το φυτό που υπάρχει μόνο ως άγριο, που δεν καλλιεργείται: ~λούλουδο, αγριόχορτο. 2. το μη εξημερωμένο ζώο σε αντίθεση με το ήμερο, που δίνεται από το β' συνθετικό: αγριόγιδα, αγριόπαπια, ~περίστερο. || αυτό που προέρχεται από άγριο ζώο: αγριόμελο. II. (για πρόσ.) 1. χαρακτηρίζει άξεστη, ατίθαση ή επιθετική συμπεριφορά: αγριάνθρωπος, ~γυναίκα, ~κόριτσο. 2. με β' συνθετικό ρήμα ή ρηματικό παράγωγο: ~βλέπω, ~μιλώ, ~παίρνω, με βλοσυρό, θυμωμένο ή άγριο τρόπο βλέπω, μιλώ κτλ.· ~μίλημα. 3. σε κτητικά σύνθετα ονόματα χαρακτηρίζει το πρόσωπο που έχει άγριο, αγριεμένο, βλοσυρό το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάτης, ~μούρης. || αγριόφατσα. III1. προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία απότομος, αφιλόξενος: αγριόρεμα· αγριότοπος· (πρβ. ξερο-). || με τη σημασία τραχύς: αγριόμαλλο. 2. επιτείνει την αρνητική συνήθ. σημασία του β' συνθετικού: ~βόρι, αγριόπονος, πολύ δυνατός και ενοχλητικός βοριάς, πόνος. ~φωνάρα, πολύ δυνατή και ενοχλητική φωνή.

[Ι: αρχ. ἀγρι(ο)- θ. του επιθ. ἄγριο(ς) `που ζει στους αγρούς, άγριος΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀγριό-φωνος `με τραχιά φωνή΄, ελνστ. ἀγριο-μέλισσα `σφήκα΄, μσν. αγριο-γούρουνον· ΙΙ: ελνστ. σημ.: ελνστ. ἀγρι-άνθρωπος, μσν. αγριό-θωρος, αγριο-θωρώ· III: μσν. σημ.: μσν. αγριό-ρεμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριο- [aγrio]
  • 1st me of cpds designating wild, brutal, rude, fierce looking, ferocious, of great quantity or size, e.g. αγριοαχλαδιά, αγριόπαιδο, αγριόχορτο, αγριόπονος etc; in bot άγριος and αγριο- in cpds describe a wild plant or flower bearing some kind of resemblance to some cultivated plant or flower, e.g. αγριογιασεμί, αγριομυρτιά.
[Λεξικό Κριαρά]
άγριο(ν) το.
  • 1) Zώο που ζει στην ύπαιθρο, αγρίμι:
    • να κυνηγήσομεν τίποτε των αγρίων (Διγ. Esc. 427).
  • 2) Φρ. μερώνω/μερώνουν τ’ άγρια = ξεπερνώ τις δυσκολίες/ξεπερνιούνται οι δυσκολίες:
    • (Eρωτόκρ. B´ 430, E´ 230).

[ουδ. του επιθ. άγριος ως ουσ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αγριοαγγουριζοέλαιον το.
  • Tο εκχύλισμα της ρίζας της αγριαγγουριάς:
    • (Iερακοσ. 4896).

[<ουσ. αγριοαγγουρόριζα + έλαιον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοαντράκλα [aγrioandrákla] η, bot
  • purslane, Portulaca oleracea

[cpd of άγρια αντράκλα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγριοαρακάς [aγrioarakás] ο, (& αγριαρακάς) region. & bot
  • a kind of vetch, Vicia dasycarpa (syn αρακάς)

[cpd of άγριος αρακάς]

< Previous   1... 7 8 [9] 10 11 ...44   Next >
Go to page:Go