Combined Search
| 437 items total [371 - 380] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγριότοπος ο [aγriótopos] Ο20 : χαρακτηρισμός περιοχής ιδίως δύσβατης ή άγονης: Πού να ζήσει άνθρωπος σ΄ αυτόν τον αγριότοπο!
[αγριο- + -τοπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριότοπος [aγriótopos] ο,
- ① solitary, lonely, and inhospitable place, wild country, wilderness
- ② stony and wild land, uncultivated place (syn άγριος τόπος):
- σε τούτον τον αγριότοπο δε φυτρώνει ούτε χόρτο |
- κατέβηκε απ' τον αγριότοπό του σ' αυτή εδώ τη γη (Doxas)
- ③ unicivilized, unrefined country:
- εμείς θα εισαγάγουμε νέα φιλολογικά ήθη στον αγριότοπο! (Xenop)
[cpd w. τόπος]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριότραγος ο.
-
- Άγριος τράγος·
- (προκ. για ονειδισμό ανθρώπων ή του διαβόλου):
- (Σπανός A 157, 263).
- (προκ. για ονειδισμό ανθρώπων ή του διαβόλου):
[<επίθ. άγριος + ουσ. τράγος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Άγριος τράγος·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριότραγος [aγriótraγos] ο,
- ① zoo male wild goat (cf αγριόγιδα, αγριοκατσίκα)
- ② untameable, unmanageable he-goat
[fr late MG αγριότραγος, cpd fr άγριος τράγος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτριανταφυλλιά [aγriotriandafiljá] η, bot
- ① the wild rose Rosa sempervirens (syn dial αγριοροδιά)
- ② dog rose, Rosa canina. In lit:
- εδώ κ' εκεί έβλεπες μερικές αγριοτριανταφυλλιές και άλλα δεντράκια και λουλούδια (Theotokas) |
- περνούσα λόγγους από άγριες γαζίες, αγριογιασεμιά κι αγριοτριανταφυλλιές (MLazaridis) |
- poem μύρια μπουμπούκια...| σύσμειχτα σάμπως με σγουρήν ~ (Sikel) |
- σε ποιας αγριοτριανταφυλλιάς τ' αγκάθια χάρισε τα φτερά σου (Themelis)
[cpd w. τριανταφυλλιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτριαντάφυλλο [aγriotriandáfilo] το,
- wild rose
- ① the flower of Rosa sempervirens
- ② dog rose, Rosa canina
[cpd w. τριαντάφυλλο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτριφύλλι [aγriotrifíli] το, (& αγριοτρίφυλλο) bot
- any of various clover-type herbs of the family Leguminosae
- ① the trefoil Trifolium stellatum
- ② Trigonella corniculata (syn άγριο τριφύλλι)
- ③ alfalfa, Medicago sativa
- ④ Psoralea bituminosa (syn βρωμούσα, βρωμόχορτο)
- ⑤ bird's foot trefoil, Lotus corniculatus
- ⑥ white sweet clover, Melilotus alba
[cpd w. τριφύλλι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτσικουδιά [aγriotsiku∂já] η, bot
- self-grown terebinth tree, Pistacia terebinthus
[cpd w. τσικουδιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγριοτσουκνίδα η.
-
- Tο φυτό τσουκνίδα·
- (μεταφ.):
- τις ήτον που την έσμιξε την αγριοτσουκνίδα μ’ αυτείνην την … γλυκοκορασίδα; (Περί γέρ. 119).
- (μεταφ.):
[<επίθ. άγριος + ουσ. τσουκνίδα. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Tο φυτό τσουκνίδα·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριοτσουκνίδα [aγriotsukní∂a] η, bot
- ① hornbeam, Carpinus betulus (syn γάβρος, γράβος)
- ② the self-grown nettle Urtica urens
[fr late MG αγριοτσουκνίδα, cpd w. τσουκνίδα]



