Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: "δεσπότης 1"
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεσπότης 1 ο [δespótis] Ο10 : 1. (ιστ.) αρχηγός δεσποτάτου: ~ της Hπείρου. 2. άρχοντας, ηγεμόνας με απόλυτη κυριαρχία.

[λόγ. < αρχ. δεσπότης `που έχει απόλυτη εξουσία, αφέντης΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go