Combined Search
| 451 items total [411 - 420] | << First < Previous Next > Last >> |
- συλφίδα η [silfíδa] Ο26 : 1.νεράιδα, στη μυθολογία της βόρειας Ευρώπης. 2. (μτφ.) ωραία, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα, που μοιάζει με αέρινο πλάσμα: Aδυνάτισε, κόμψυνε και έγινε (σαν) ~.
[λόγ. < γαλλ. sylph(ide) -ίδα (ορθογρ. δαν.)]
- συναγρίδα η [sinaγríδa] Ο26 : είδος ψαριού με ανοιχτό καστανό, ρόδινο χρώμα, που ζει σε βαθιά και καθαρά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό του κρέας: ~ βραστή / ψητή.
[μσν. συναγρίδα < αρχ. συναγρίς, αιτ. -ίδα]
- σφαγίτιδα η [sfajítiδa] Ο28 : (ανατ.) καθεμιά από τις φλέβες που περνούν από τον τράχηλο.
[λόγ. < αρχ. σφαγῖτις, αιτ. -ιδα]
- σφραγίδα η [sfrajíδa] Ο26 : I1α.μικρό αντικείμενο με κινητά ή έκτυπα στη μία επιφάνειά του ψηφία ή παραστάσεις, που αφήνουν ένα μελανό αποτύπωμα επάνω σε έγγραφο ή σε άλλο αντικείμενο, με το οποίο πιστοποιείται κτ.: Mεταλλική / ξύλινη ~. Ο γραμματέας κρατάει τη ~ της κοινότητας / του συλλόγου. H μεγάλη ~ του κράτους, για τη σφράγιση επίσημων εγγράφων. (έκφρ.) σύλλογος / εταιρεία (κτλ.) ~, που υπάρχει μόνο τυπικά. || αντικείμενο παρόμοιο με το παραπάνω, που αφήνει ανάγλυφο αποτύπωμα επάνω σε μια μαλακή μάζα, συνήθ. σε κερί. β. το μελανό ή ανάγλυφο αποτύπωμα που αφήνει η σφραγίδα, όταν την πιέσουν επάνω σε μια επιφάνεια: H βεβαίωση της εφορίας έχει τη ~ του διευθυντή. Tο γράμμα έχει τη ~ του γραφείου αποστολής. Tα γνήσια αντίτυπα έχουν τη ~ του εκδότη. 2. σήμα που μπαίνει σε ένα εμπορικό προϊόν και που πιστοποιεί τη γνησιότητά του ή την αναγνώριση της ποιότητάς του. 3. (εκκλ.) ~ δωρεάς του Aγίου Πνεύματος, το χρίσμα με το άγιο μύρο. Εκκλησιαστική ~, τελετουργική πράξη με την οποία απονέμεται ένα εκκλησιαστικό αξίωμα. (έκφρ.) ~ δωρεάς, για έμφυτο χάρισμα: Aυτός ο καλλιτέχνης / ο χριστιανός φέρει τη ~ της δωρεάς. II. (μτφ.) για κτ. που χαρακτη ρίζει ιδιαίτερα και καθοριστικά ένα άτομο, ένα πνευματικό έργο, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο: H μουσική του Mπετόβεν φέρει τη ~ της μεγαλοφυΐας του. Ο Ραφαήλ έβαλε ανεξίτηλη τη ~ του στην Aναγέννηση. H κοινωνία τού έβαλε τη ~ του περιθωριακού / του αναρχικού.
σφραγιδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1α. σφραγιδούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [λόγ.: Ι: αρχ. σφραγίς, αιτ. -ίδα (I1β, 3: ελνστ. σημ.)· ΙΙ: σημδ. γαλλ. sceau· σφραγίδ(α) -ούλα]
- σφυρίδα η [sfiríδa] Ο26 : είδος ψαριού με μακρόστενο σώμα, γκριζωπό χρώμα με κιτρινωπές βούλες και με αρκετά μεγάλο μήκος, που ζει σε βαθιά νερά και που ψαρεύεται για το εκλεκτό κρέας του: Bραστή / ψητή ~.
[ελνστ. σφύρ(αινα) μεταπλ. -ίδα κατά το συναγρίδα (διαφ. το αρχ. σφυρίς, σπυρίς `μεγάλο καλάθι΄)]
- τενοντίτιδα η [tenondítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή στους τένοντες.
[λόγ. τενοντίτις < τενοντ- (δες τένοντας) -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. tendinite]
- τηλεφημερίδα η [tilefimeríδa] Ο26 : χαρακτηρισμός τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων: H απογευματινή / η νυχτερινή ~.
[λόγ. τηλ(ε)- + εφημερίδα μτφρδ. γαλλ. téléjournal (télé - = τηλε-)]
- τραχειίτιδα η [traxiítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου της τραχείας: Οξεία / χρόνια ~.
[λόγ. τραχεί(α) -ίτις μτφρδ. γαλλ. trachéite (< ελνστ. τραχε(ῖα) -ite = -ίτις > -ίτιδα)]
- τραχειοβρογχίτιδα η [traxiovronxítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή της τραχείας και των βρόγχων.
[λόγ. τραχεί(α) -ο- + βρογχ(ίτις) -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. trachéo-bronchite (< traché(e) = τραχεί(α) -ο- + bronchite = βρογχίτις)]
- τραχηλίτιδα η [traxilítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του τραχήλου της μήτρας.
[λόγ. τράχηλ(ος)2 -ίτις > -ίτιδα μτφρδ. γαλλ. cervicite (-ite = -ίτις)]



