Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αναβλητικότητα [anavlitikótita] η,
- temporization, dilatoriness, procrastination (near-syn χρονοτριβή ~):
- η ~, η διστακτικότητα, η αμφιταλάντευση προδίδουν την έλλειψη δύναμης γι' αυτήν τη θυσία (sc της παραίτησης από άλλες πράξεις) και την υπεύθυνη εγκατάλειψη (Tsatsos) |
- ο Σουρής μαστίγωσε τη μοιρολατρεία, την τεμπελιά και την ~ (Peranthis)
[neol, der of αναβλητικός2]
- temporization, dilatoriness, procrastination (near-syn χρονοτριβή ~):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άργητα [áryita] η,
- ① delay, procrastination (syn αργοπόρημα, αργοπορία 1, καθυστέρηση):
- η άργητά σου δεν υποφέρεται |
- τόση ~για να πάει και να 'ρθει δε μου αρέσει |
- και αν αργούσε κάποτε το γράμμα, θα υπόμενα την άργητά του (Palam) |
- η απάντηση του Oμήρου ακολουθεί κάθε φορά δίχως ~(Kakridis) |
- γιόμισε γρήγορα μια καρδάρα γάλα και κουβάλησέ το χωρίς ~ στου δείνα το σπίτι (Bastias) |
- μ' έζωνε η απορία για την ~ της Bένας (Terzakis) |
- ο Γερμανός βιγλάτορας άρχιζε να κακοβάλει με την ~ των εφτά συντρόφων του (Lountemis) |
- poem ο Έχτορας τότε δυο μαντάτορες στο κάστρο μέσα στέλνει, | τ' αρνιά να φέρουν δίχως ~ .. (Homer Il 3.117 Kaz-Kakr) |
- .. τόσο εποθούσα, τόσο | βοήθεια δίχως ~ σε τέτοια χρεία να δώσω (Markoras)
- ② eccl suspension of clergyman fr exercising ecclesiastical duties (syn αργία 3)
[fr postmed, MG άργητα, der of αργός after βραδύτητα]
- ① delay, procrastination (syn αργοπόρημα, αργοπορία 1, καθυστέρηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αργοπόρηση [arγopόrisi] η, (L)
- delay, procrastination, tardiness (syn άργητα 1, αργοπόρημα, αργοπορία 1, βραδυπορία, καθυστέρηση)
[fr kath (neol) αργοπόρησις, der of αργοπορώ]