Combined Search
| 1,184 items total [1161 - 1170] | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρμάνι το [xarmáni] Ο44 : I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα: Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου, άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.) ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο.
[τουρκ. harman -ι (στη σημ. I1α)]
- χαρούπι το [xarúpi] Ο44 : μακρόστενος, καστανόμαυρος ξυλώδης καρπός, που η σάρκα του είναι μια πυκνή αλευρώδης μάζα με γλυκιά γεύση· ξυλοκέρατο.
[τουρκ. harup (από τα αραβ.) -ι]
- χαρτζιλίκι το [xardzilíki] Ο44 : μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα: Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν. Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~.
[τουρκ. harçlιk -ι (από τα αραβ.) με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- χασάπης ο [xasápis] Ο11 : (οικ.) 1. κρεοπώλης. 2. (μτφ.) α. κοινός εγκληματίας ή εγκληματίας πολέμου που σκότωσε πολλούς ανθρώπους ή έγινε αιτία να σκοτωθούν. β. (ειρ.) αδέξιος χειρούργος. || ΦΡ χασάπη, γράμματα!, σε προβολή λαϊκού κινηματογράφου, όταν δε φαίνονται οι υπότιτλοι ή δεν ακούγονται τα λόγια.
[τουρκ. (διαλεκτ.) hasap < kasap -ης]
- χασές ο [xasés] Ο13 : άσπρο, βαμβακερό ύφασμα, μέτριας ποιότητας και από αρκετά χοντρό νήμα: Σεντόνια / μαξιλαροθήκες από χασέ. ΦΡ σκίζω κπ. σαν χασέ, τον εξοντώνω με ευκολία.
[τουρκ. (διαλεκτ.) hase -ς < hasa (από τα αραβ.)]
- χάσικος -η -ο [xásikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) καθαρός, εκλεκτός: Xάσικο ψωμί, άσπρο.
[τουρκ. has -ικος]
- χασίς το [xasís] Ο (άκλ.) & (οικ.) χασίσι το [xasísi] Ο44 : α.ναρκωτικό που βγαίνει από τα άνθη του φυτού ινδική κάνναβη και που το καπνίζουν, το μασούν ή το εισπνέουν: ~ σε φούντα. β. το φυτό ινδική κάνναβη: Tον συνέλαβε η αστυνομία γιατί καλλιεργούσε ~.
[τουρκ. haşiş (από τα αραβ.) & -ι]
- χασισοπότης ο [xasisopótis] Ο10 : αυτός που καπνίζει συστηματικά χασίς· χασικλής.
[λόγ. χασίσ(ι) -ο- + πότης μτφρδ. τουρκ. haşiş içmek `πίνω (= καπνίζω) χασίσι΄]
- χατζής ο [xadzís] Ο8 θηλ. χατζίνα [xadzína] Ο26 : τιμητικός τίτλος που παίρνει ένας ορθόδοξος χριστιανός, όταν επισκεφτεί ως προσκυνητής τους Άγιους Tόπους και που παλαιότερα έμπαινε μπροστά στο επώνυμό του ως πρώτο συνθετικό, π.χ. Xατζηγιάννης· προσκυνητής.
[τουρκ. hacι -ς `(μωαμεθανός) προσκυνητής της Μέκκας΄ (< αραβ. hac)· χατζ(ής) -ίνα]
- χατίρι το [xatíri] Ο44 : 1.ικανοποίηση επιθυμίας, χάρη2α στις εκφράσεις κάνω σε κπ. το ~ / τα χατίρια, ικανοποιώ την επιθυμία / τις επιθυμίες του: Kάνε μου το ~ να μείνεις μαζί μου. Οι γονείς του του κάνουν όλα τα χατί ρια. Θα σου ζητήσω (να μου κάνεις) ένα ~. γίνεται το ~ κάποιου, ικανο ποιείται η επιθυμία του: Θα γίνει το ~ σου. δε χαλάω ~, δε δυσαρεστώ κανέναν. || (έκφρ.) για (το) ~ του / της, για χάρη του / της. 2. μεροληπτική εύνοια: Πέρασε την τάξη με ~, χωρίς να το αξίζει. (έκφρ.) κάνω χατίρια, μεροληπτώ, χαρίζομαι: Ο δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του.
χατιράκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. hatιr (από τα αραβ.) -ι]



