Combined Search
| 171 items total [51 - 60] | << First < Previous Next > Last >> |
- κόκορας ο [kókoras] Ο5 πληθ. και κοκόροι στη σημ. I : I1. κατοικίδιο πτη νό, το αρσενικό της κότας, που διακρίνεται εύκολα από το κόκκινο λειρί και το πλούσιο, πολύχρωμο φτέρωμά του· ο πετεινός: Kικιρίκου φωνάζει ο ~ κάθε πρωί. ΦΡ το / τα φορτώνω* στον κόκορα. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει, για τα αρνητικά αποτελέσματα της ασυντόνιστης ομαδικής εργασίας. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου γνώση. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός: α. άνδρα ερωτύλου και καρδιοκατακτητή. β. επιδεικτικού παλικαρά έτοιμου για καβγά: Mη μου κάνεις εμένα τον κόκορα. II. ο επικρουστήρας του μηχανισμού της σκανδάλης στα παλιά πυροβόλα όπλα· ο λύκος 2.
κοκοράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός κόκορας. 2. φουσκωτό προς τα επάνω τσουλούφι στο χτένισμα συνήθ. των αγοριών, σταθεροποιημένο με μπριγιαντίνη ή τζελ. 3. παραφωνία στις υψηλές νότες. [I: ηχομιμ. [ko ko r] -ας· II: σημδ. αγγλ. cock]
- κόρακας ο [kórakas] Ο5 γεν. και κοράκου, λαϊκότρ. πληθ. και κοράκοι : κοράκι1. (έκφρ.) κοράκου χρώμα, το απόλυτο μαύρο. ΦΡ (άι) στον κόρακα!, επιφωνηματικά, προς αποφυγή της έκφρασης άι στο διάβολο! ΠAΡ ~ κοράκου μάτι δε βγάζει, μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα υπάρχει κατανόηση και αλληλεγγύη.
[μσν. κόρακας < αρχ. κόραξ, αιτ. -ακα (ηχομιμ.)]
- κούκος 1 ο [kúkos] Ο18 : 1α. κοινή ονομασία πουλιών που ζουν στα δάση, έχουν φτέρωμα γκρι σκούρο με εγκάρσιες γραμμές στην κοιλιά και χαρακτηριστική φωνή. β. (μτφ.) άνθρωπος μόνος και έρημος: Έφυγαν τα παιδιά και έμειναν δύο κούκοι. Aπόμεινε ~. Zει σαν τον κούκο. || ~ μονός / διπλός, ονομασία παιχνιδιού στην πόκα. ΦΡ τρεις* κι ο ~. (μου) στοίχισε / (μου) κόστισε ο ~ αηδόνι*. ΠAΡ Ένας ~ δε φέρνει την άνοι ξη*. 2. ονομασία εκκρεμούς, που όταν σημαίνει τις ώρες μιμείται τη φωνή του κούκου, ενώ ταυτόχρονα ένας ξύλινος κούκος μπαίνει και βγαίνει μέσα στο ρολόι.
[ελνστ. ή μσν. κοῦκκος ηχομιμ. < κούκου (πρβ. αρχ. κόκκυξ, αρχική προφ. [kókkuks] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
- κούκου [kúku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κούκου. || ~ (τζα), επιφώνημα ιδίως σε κρυφτούλι με μωρά.
[μσν. κούκου ηχομιμ. (πρβ. αρχ. κόκκυ, αρχική προφ. [kókku] )]
- κουκουβάγια η [kukuvája] Ο25 : κοινή ονομασία για πολλά νυκτόβια αρπακτικά πτηνά με μεγάλο κεφάλι, γαμψό ράμφος, μεγάλα στρογγυλά μάτια που κοιτάζουν ακίνητα, μικρή ουρά και δυνατά πόδια με κοφτερά νύχια: Οι κουκουβάγιες φωλιάζουν στις ερημιές και στα ερείπια. Mάτια σαν της κουκουβάγιας, μεγάλα και ανέκφραστα. H ~ είναι σύμβολο της γνώσης και της σοφίας. ΠAΡ Άλλα τα μάτια* του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας.
[μσν. κουκουβάγια ηχομιμ. < κουκουβάου]
- κουκουβάου [kukuváu] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή της κουκουβάγιας.
[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. επίσης ηχομιμ. κικκαβαῦ)]
- κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α : (προφ.) κάθομαι ανακούρκουδα.
[μσν. κουκούβ(η) `είδος κουκουβάγιας΄ (ηχομιμ., σύγκρ. κουκουβάγια) -ίζω]
- κουκουρίκου [kukuríku] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόκορα· κικιρίκου.
[ηχομιμ.]
- κούρκος ο [kúrkos] Ο18 : (λαϊκότρ.) η γαλοπούλα.
[σλαβ. curca (ηχομιμ.) > κούρκα η και αρσ. κούρκ(α) -ος]
- κρα [krá] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του κόρακα. (έκφρ.) κάνω ~ (για κτ.), επιθυμώ υπερβολικά κτ. που στερούμαι ή που δεν μπορώ να το αποκτήσω.
[μσν. κρα, ηχομιμ.]



