Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Ο*
2,643 items total [2631 - 2640]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιμάθεια η [opsimáθia] Ο27 : (λόγ.) η απόκτηση γνώσεων σε προχωρημένη ηλικία.

[λόγ. οψι(μαθής) -μάθεια (πρβ. ελνστ. ὀψιμαθία ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιμαθής -ής -ές [opsimaθís] Ε10 : (λόγ.) που απέκτησε γνώσεις, που μορφώθηκε σε προχωρημένη ηλικία.

[λόγ. < αρχ. ὀψιμαθής]

[Λεξικό Κριαρά]
οψιμαίνω.
  • Καθυστερώ, είμαι όψιμος· (εδώ πιθ. για ζώα καχεκτικά, αδύνατα):
    • οψίμυνεν το ποίμινιο (Πεντ. Γέν. XXX 42).

[<επίθ. όψιμος + κατάλ. ‑αίνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οψιμιά η [opsimná] Ο24 : (λαϊκότρ.) όψιμο φρούτο ή λαχανικό.

[όψιμ(ος) -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
οψιμικός, επίθ.· ψιμικός.
  • Όψιμος·
    • (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) όψιμα σπαρτά:
      • έγινεν χαλάζι μεγάλο και χάλασεν τα αμπέλια και τα ψιμικά και έγινεν μεγάλη δυστυχία (Byz. Kleinchron. Ά 48812).

[<επίθ. όψιμος + κατάλ. ‑ικός. Πληθ. ψιμικά τα και τ. ψιμικό σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όψιμος, επίθ.
  • Που γίνεται ή γεννιέται αργά, καθυστερημένα, όψιμος:
    • (Πεντ. Έξ. IX 32
    • (εδώ πιθ. για ζώα καχεκτικά, αδύνατα):
      • ήτον τα όψιμα (ενν. του ποίμινιου) του Λάβαν και τα πρώιμα του Ιαακώβ (αυτ. Γέν. XXX 42).

[αρχ. επίθ. όψιμος. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όψιμος -η -ο [ópsimos] Ε5 : ANT πρώιμος. 1. που γίνεται αργά, στο τέλος της κανονικής περιόδου. α. (για καρπό φυτών) που ωρίμασε αργά: Όψιμα φρούτα / λαχανικά. || (για φυτό) που οι καρποί του ωριμάζουν αργά: Mια όψιμη κερασιά. β. (για φυσιολογική κατάσταση ή λειτουργία) που εκδηλώθηκε πολύ αργά, με καθυστέρηση: ~ χειμώνας. Όψιμη οδοντοφυΐα. Όψιμο ξύπνημα του ερωτικού ενστίκτου. γ. (για ανθρώπινη ενέργεια) που έγινε πολύ αργά: Όψιμη σπορά. Όψιμο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, που εκδηλώθηκε αργά. Όψιμοι αγωνιστές της ελευθερίας. 2. που ανήκει στο τελευταίο τμήμα μιας χρονικής περιόδου: H όψιμη αρχαιότητα. Ο ~ μεσαίωνας. Tα όψιμα ρωμαϊκά / βυζαντινά χρόνια. όψιμα ΕΠIΡΡ: Ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε ~.

[αρχ. ὄψιμος]

[Λεξικό Κριαρά]
όψις ψη (II) η.
  • 1) Εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, μορφή ατόμου ή πράγματος:
    • (Λίβ. Sc. 1712), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [614]), (Βίος Αλ. 5658), (Χούμνου, Κοσμογ. 2186
    • φρ. φέρω όψιν = επανακτώ την παλιά μου εμφάνιση, το παρουσιαστικό μου:
      • (Γλυκά, Στ. 218).
  • 2)
    • α) Πρόσωπο:
      • (Συναξ. γυν. 504), (Απόκοπ. 117), (Διγ. Gr. 2195
      • (με πλεονασμό) η όψις του προσώπου = το πρόσωπο:
        • (Ερμον. Ψ 291
    • β) τα χαρακτηριστικά του προσώπου, φυσιογνωμία:
      • το απ’ εκείνου πρόσωπον γέροντος είδες όψιν (Λίβ. N 300· Διγ. Esc. 110
    • γ) έκφραση του προσώπου, ύφος:
      • (Ροδολ. Έ 299), (Ερωφ. Δ́ 153), (Πανώρ. Έ 145
      • φρ. χάνω την όψιν μου ή χάνεται η όψις μου = αλλοιώνεται η έκφραση του προσώπου μου:
        • (Αχιλλ. O 669), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 576
    • δ) (συνεκδ.) άνθρωπος:
      • η σπάθη του θανάτου πάντα γαρ αεί τε τέμνει· όψιν γαρ ποσώς ου βλέπει (Ερμον. Υ 345).
  • 3) (Στον πληθ.)
    • α) μάτια:
      • (Διγ. Gr. 2470
    • β) (συνεκδ.) βλέμμα, ματιά:
      • τροπήν έξω εποίησαν …, μηδόλως επιστρέψαντες προς με τας όψεις φέρειν (Διγ. Z 3558
      • φρ. επιβάλλω όψιν, βλ. επιβάλλω I2.
  • 4)
    • α) Επιφάνεια:
      • άλλοι να κείτουνται στης γης την όψιν αποκάτου και άλλοι τον κόσμον χαίρονται (Τζαμπλάκ. 71· Μαλαξός, Νομοκ. 393
      • (προκ. για θάλασσα):
        • στου γιαλού την όψη τραγουδούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 33422
    • β) (συνεκδ.) γη:
      • είδον … πηγάς εις όψιν βρύοντας (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 45).

[αρχ. ουσ. όψις. Η λ. (‑ψη) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όψις (I) ο· θηλ. ? όψιδα· οψίδα.
  • 1) Όμηρος:
    • Ο καπετάνιος σύναξεν όλον του το φουσσάτο στην χώραν εγκατέβηκεν, όψιδες τους ηπήρεν. (Χρον. Τόκκων 1008).
  • 2) Άτομο που παρέχεται ως εγγύηση για την εκτέλεση υπόσχεσης, συμφωνίας ή συνθήκης:
    • εζήτησεν όψιδας ευγενείς άνδρας, ίνα έλθωσι και ευρίσκωνται μετά των κομήτων, μέχρις αν αυτός επαναστρέψῃ (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 391· Χρον. Μορ. H 7575).

[<λατ. obses ‑idis. Το θηλ. στο TLG και στο Du Cange. Η λ. τον 9. αι. και στο Du Cange]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όψομαι [ópsome] Ρ : 1. (οικ.) στις εκφράσεις ας / να όψεται ή ας / να όψεσαι, ας έχει(ς) επίγνωση του κακού που έκανε(ς) και ας τιμωρηθεί(ς) από το Θεό. 2. (απαρχ.) ΦΡ οψόμεθα (ες Φιλίππους), ως απειλή.

[1: αρχ. ὄψομαι, μέλλ. του ρ. ὁρῶ, από τη φρ. της Κ.Δ. ὑμείς ὄψεσθε· 2: λόγ. < ελνστ. φρ. ὀψόμεθα ἐς Φιλίππους]

< Previous   1... 261 262 263 [264] 265   Next >
Go to page:Go