Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: [δjá
65 items total [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντένιος -α -ο [δjamandénos] Ε4 : 1. που είναι κατασκευασμένος και ιδίως στολισμένος με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Διαμαντένιο δαχτυλίδι. Διαμαντένια σκουλαρίκια. 2. (σπάν., μτφ.) αδαμάντινος.

[διαμάντ(ι) -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμάντι το [δjamándi] Ο44 : 1. είδος άνθρακα που λόγω των ιδιοτήτων του (μεγάλη σκληρότητα και στιλπνότητα) ανήκει στους πολύτιμους λίθους. α. το ακατέργαστο διαμάντι: Ορυχείο / εξόρυξη / κατεργασία / είδη διαμαντιών. β. το κατεργασμένο διαμάντι: Γωνίες / επιφάνειες του διαμαντιού. Δαχτυλίδι με ~. Σταυρός / κολιέ με διαμάντια. Tα διαμάντια του στέμματος. || (προφ.) κόσμημα με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Φοράει διαμάντια στο λαιμό / ένα ~ στο δάχτυλο. γ. εργαλείο με αιχμή από διαμάντι: Έκοψε το τζάμι με ~. 2. (μτφ.) για χαρακτηρισμό: α. αντικειμένων που έχουν μία ή περισσότερες ιδιότητες του διαμαντιού: Δύο διαμάντια κύλησαν στα μάγουλά της, για δάκρυα. Tο κρασί είναι ~, πολύ καθαρό. β. προσώπων που έχουν πολύ καλό χαρακτήρα: Άνθρωπος / χαρακτήρας / παιδί ~. Είναι πολύ τυχερός· παίρνει γυναίκα ~. διαμαντάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < ιταλ. diamant(e) < μσνλατ. diamant- (diamas) < αρχ. ἀδάμας, αιτ. ἀδάμαντα (με επίδρ. της λ. διαφανής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντικό το [δjamandikó] Ο38 : (οικ.) κόσμημα στολισμένο με ένα ή περισσότερα διαμάντια: Tης χάρισε ένα ~ για την επέτειο του γάμου τους. Tης έκλεψαν τα διαμαντικά. || (πληθ., ειρ.): Ήταν φορτωμένη με διαμαντικά.

[διαμάντ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντοκόλλητος -η -ο [δjamandokólitos] Ε5 : (λογοτ.) αδαμαντοκόλλητος.

[λόγ. διαμάντ(ι) -ο- + κολλη- (κολλώ) -τος προσαρμ. στη δημοτ. του αδαμαντοκόλλητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμαντόπετρα η [δjamandópetra] Ο27α : (οικ.) διαμάντι κατεργασμένο και προσαρμοσμένο σε κόσμημα καθώς και το ίδιο το κόσμημα.

[διαμάντ(ι) -ο- + πέτρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάνα [δjána] επίρρ. : (προφ.) μόνο στις εκφράσεις βαράω / πετυχαίνω / κάνω / φέρνω ~, για απόλυτη επιτυχία, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, σε ορισμένο στόχο.

[ισπαν. diana `κέντρο στόχου΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάνεμα το [δjánema] Ο49 : (λογοτ.) το νεύμα.

[διανεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανεύω [δjanévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) κάνω νεύμα.

[ελνστ. διανεύω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διάνος ο [δjános] Ο18 : (παρωχ.) η γαλοπούλα. (έκφρ.) φουσκώνει σαν ~, περηφανεύεται, κορδώνεται.

[εθν. Ινδιάνος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επακόλουθη απαλοιφή του [n] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαόλια τα [δjaóla] Ο44α : (προφ.) κακίες, ιδιοτροπίες. ΦΡ με πιάνουν τα ~ μου (και τα τριβόλια μου), εκνευρίζομαι πάρα πολύ, εξοργίζομαι με κπ. ή με κτ.: Tον έπιασαν πάλι τα ~ του. ~ και τριβόλια, κακοποιές δυνάμεις.

[διάολ(ος) υποκορ. ]

< Previous   1... 3 4 [5] 6 7   Next >
Go to page:Go