Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο7 (νικητής, νικητή, νικητές)
642 items total [171 - 180]
εκκινητής ο [ekinitís] Ο7 & εκκινητήρας ο [ekinitíras] Ο2 : (λόγ., τεχν.) ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται για να βάλει σε κίνηση έναν κινητήρα: Ο ~ του αυτοκινήτου, η μίζα.

[λόγ. < αρχ. ρ. ἐκκινη- (ἐκκινῶ δες στο ξεκινώ) -τής, -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. starter]

εκλαϊκευτής ο [eklaikeftís] Ο7 θηλ. εκλαϊκεύτρια [eklaikéftria] Ο27 : (για συγγραφέα κτλ.) που εκλαϊκεύει επιστημονικά θέματα, γνώσεις.

[λόγ. εκλαϊκεύ(ω) -τής· λόγ. εκλαϊκευ(τής) -τρια]

εκλεκτικιστής ο [eklektikistís] Ο7 θηλ. εκλεκτικίστρια [eklektikístria] Ο27 : για πρόσωπο που υιοθετεί, ακολουθεί απόψεις και τάσεις εκλεκτικιστικές. || (ως επίθ.): Εκλεκτικιστές φιλόσοφοι.

[λόγ. εκλεκτικ(ός) -ιστής· λόγ. εκλεκτικισ(τής) -τρια]

εκμαυλιστής ο [ekmavlistís] Ο7 θηλ. εκμαυλίστρια [ekmavlístria] Ο27 : αυτός που ωθεί κπ. ή κτ. σε ηθική κατάπτωση, διαφθορά.

[λόγ. εκμαυλισ- (εκμαυλίζω) -τής· λόγ. εκμαυλισ(τής) -τρια]

εκμεταλλευτής ο [ekmetaleftís] Ο7 θηλ. εκμεταλλεύτρια [ekmetaléftria] Ο27 : αυτός που εκμεταλλεύεται, που χρησιμοποιεί κπ. ή κτ. με τρόπο αθέμιτο ή απαράδεκτο από ηθική άποψη, για ιδιοτελείς σκοπούς: Στυγνοί εκμεταλλευτές του μόχθου των άλλων.

[λόγ. εκμεταλλεύ(ομαι) -τής· λόγ. εκμεταλλευ(τής) -τρια]

εκμισθωτής ο [ekmisθοtís] Ο7 θηλ. εκμισθώτρια [ekmisθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που εκμισθώνει κτ., που παραχωρεί σε κπ. το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος, αντί συμφωνημένου τιμήματος και για ορισμένο χρόνο. ANT μισθωτής, ενοικιαστής: Ο ~ μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, όταν ο μισθωτής αρνείται να καταβάλει το μίσθιο. ~ καλλιεργήσιμης γης, πακτωτής. ~ πλοίου, εκναυλωτής.

[λόγ. εκμισθω- (δες εκμισθώ νω) -τής· λόγ. εκμισθω(τής) -τρια]

εκναυλωτής ο [eknavlotís] Ο7 θηλ. εκναυλώτρια [eknavlótria] Ο27 : εκμισθωτής πλοίου. || (ως επίθ.): H εκναυλώτρια εταιρεία.

[λόγ. εκναυλω- (δες εκναυλώνω) -τής· λόγ. εκναυλω(τής) -τρια]

εκπαιδευτής ο [ekpeδeftís] Ο7 θηλ. εκπαιδεύτρια [ekpeδéftria] Ο27 : αυτός που εκπαιδεύει άλλους σε ειδικό έργο, τέχνη, επάγγελμα κτλ.: ~ οδηγών αυτοκινήτων. ~ στρατιωτών. || ~ αλόγων / σκύλων· (πρβ. εκγυμναστής).

[λόγ. εκπαιδεύ(ω) -τής· λόγ. εκπαιδευ(τής) -τρια]

εκπορθητής ο [ekporθitís] Ο7 : αυτός που εκπόρθησε οχυρωμένο τόπο· (πρβ. πορθητής): Kανείς δε γλίτωσε από την εκδικητική μανία των εκπορθητών.

[λόγ. εκπορθη- (εκπορθώ) -τής]

εκριζωτής ο [ekrizotís] Ο7 : γεωργικό τροχήλατο μηχάνημα εφοδιασμένο με αιχμηρές ράβδους για την εκρίζωση ζιζανίων, υπόγειων βλαστών κτλ.· εκριζωτική μηχανή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκριζωτής `καταστροφέας΄ κατά τη σημ. της λ. εκριζώνω]

< Previous   1... 16 17 [18] 19 20 ...65   Next >
Go to page:Go