Combined Search
| 1,251 items total [301 - 310] | << First < Previous Next > Last >> |
- καμιόνι το [kamnóni] Ο44 : μεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο με ανοιχτή ή με κλειστή καρότσα, ανατρεπόμενη ή όχι: Στρατιωτικό ~.
[γαλλ. camion -ι κατά το αμάξι]
- καμουτσίκι το [kamutsíki] & (προφ.) καμτσίκι το [kamtsíki] Ο44 : είδος μαστιγίου για να χτυπούν τα υποζύγια, που αποτελείται από μια ξύλινη λαβή στην άκρη της οποίας κρέμεται μια δερμάτινη λουρίδα ή ένα χοντρό σκοινί: Xτυπάει το άλογο με το ~ για να τρέξει. Ο καροτσιέρης χτύπησε με το ~ δυνατά τον αέρα. || όργανο βασανισμού: Tον έδειραν με το ~. (έκφρ.) του χρειάζεται ~, χρειάζεται σκληρή τιμωρία για να πειθαρχήσει· ΣYN έκφρ. του χρειάζεται βούρδουλας.
[καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι]
- κανάλι το [kanáli] Ο44 : 1. τεχνητό αυλάκι που είναι κατάλληλο για τη μεταφορά νερού από έναν τόπο σε άλλο, για άρδευση, αποστράγγιση κτλ.· διώρυγα. || φυσική ή τεχνητή δίοδος σε θάλασσα, ποταμό κτλ., κατάλληλη για τη ναυσιπλοΐα· δίαυλος
11: Tα κανάλια της Bενετίας. 2. δίαυλος 12. α. συσκευή ή κύκλωμα μέσο του οποίου μεταδίδονται ραδιοτηλεοπτικά σήματα από τον πομπό στο δέκτη: Tηλεοπτικό ~, ζώνη συχνότητας που καταλαμβάνει ένας πομπός τηλεοράσεως για την εκπομπή των σημάτων εικόνας και ήχου: Kρατικό / ιδιωτικό / δορυφορικό ~, σταθμός τηλεοράσεως. β. (πληροφ.) όργανο που συνδέει την κεντρική μονάδα με τα περιφερειακά. 3α. (μτφ.) τρόπος επικοινωνίας, πρόσβασης ή διοχέτευσης πληροφοριών· δίαυλος 13: Φήμες που περνούν μέσα από τα κανάλια της παραπληροφόρησης. Πρέπει να βρεθεί ένα ~ επικοινωνίας ανάμεσα στη νέα και στην ώριμη γενιά. Kανάλια που οδηγούν στην κατάληψη της εξουσίας. β. οργανωμένος τρόπος ζωής με βάση κάποιο πρότυπο, συνήθ. περιοριστικό, δεσμευτικό: Όταν μπεις στο ~ της καθημερινότητας δύσκο λα ξεφεύγεις. [1: μσν. κανάλι(ν) < ελνστ. κανάλιον υποκορ. του κανάλης < λατ. canalis· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. canal & αγγλ. channel, πληθ. channels (< λατ. canalis)]
- κανάρι το [kanári] Ο44 θηλ. κανάρα [kanára] Ο25α : (σπάν.) καναρίνι.
[παλ. ιταλ. canario (αρσ.), πληθ. canari που θεωρήθηκε ουδ. εν.· κανάρ(ι) μεγεθ. -α]
- καναρίνι το [kanaríni] Ο44 : μικρό ωδικό πτηνό, του οποίου το πιο γνωστό είδος έχει κίτρινο πτέρωμα και ζει και πολλαπλασιάζεται σε αιχμαλωσία (σε κλουβί).
καναρινάκι το YΠΟKΟΡ. [βεν. canarin -ι]
- κανάτι 1 το [kanáti] Ο44 : 1. είδος πήλινου αγγείου, μικρή στάμνα: Έφερε νερό με το ~. 2. δοχείο για ούρηση ή αφόδευση.
κανατάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κανάτι < κανάτ(α) υποκορ. -ι]
- κανάτι 2 το : (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες.
[τουρκ. kanat -ι]
- κανελόνι το [kanelóni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : είδος ζυμαρικού με κυλινδρικό σχήμα, που το γεμίζουν συνήθ. με κιμά και το ψήνουν στο φούρνο.
[ιταλ. cannelloni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- κανίσκι το [kaníski] Ο44 : μικρό πανέρι που συνήθ. το γέμιζαν με δώρα και το έστελναν σε επίσημες οικογενειακές τελετές, π.χ. σε γάμους, βαφτίσια κτλ. || (επέκτ., λαϊκότρ.) οποιοδήποτε δώρο· πεσκέσι.
[μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον `καλαμένιο καλαθάκι΄]
- κανίστρι το [kanístri] Ο44 : (λαϊκότρ.) πανέρι.
[μσν. κανίστρι(ον) υποκορ. του αρχ. κάνιστρον]



