Combined Search
| 153 items total [41 - 50] | << First < Previous Next > Last >> |
- κλωνί το [kloní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κλωνάρι. 2. η κλωνιά.
[μσν. κλωνίν < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών]
- κολιμπρί το [kolimbrí] Ο43 & κολίμπρι το [kolímbri] Ο44 : κοινή ονομασία για ένα πολύ μικρό στο μέγεθος εξωτικό πουλί, με πολύχρωμο φτέρωμα και μακρύ ράμφος.
[λόγ. < γαλλ. colibri (από γλ. της Καραϊβικής)· λόγ. κολίβριον < γαλλ. colibr(i) -ιον (ορθογρ. δαν.) και προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ. ( [v > b] κατά τον τ. κολιμπρί)]
- κορμί το [kormí] Ο43 : 1. το σώμα του ανθρώπου ως σύνολο, εκτός από το κεφάλι: Έχει ωραίο ~. ~ σαν κυπαρίσσι. (έκφρ.) ~ (σαν) λάστιχο*. ~ (ίσιο σαν) λαμπάδα*. ΦΡ του άργασαν* το ~. || (ειδικότ.) ο κορμόςII1α: Έχει κοντό ~ και μακριά πόδια. 2. (οικ.) σε συνεκδοχή, ο άνθρωπος: Bασανισμένο ~. (έκφρ.) χαμένο* ~. ξερό* ~.
κορμάκι το YΠΟKΟΡ 1α. κορμί μικρού παιδιού. β. συναισθ. 2. εφαρμοστό μονοκόμματο ρούχο που καλύπτει τον κορμό. κορμάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. για ωραίο, μεγαλοπρεπές κορμί: Έχει ~ αυτή η γυναίκα. (ειρ.) Bγάλαμε τα ρούχα μας και απλώσαμε τις κορμάρες μας στον ήλιο. [μσν. κορμί(ν) < ελνστ. κορμίον υποκορ. του αρχ. κορμός· κορμ(ί) -άρα]
- κουκί το [kukí] Ο43 : 1. ο καρπός ποώδους μονοετούς φυτού της οικογένειας των ψυχανθών, που τρώγεται είτε φρέσκος ως λαχανικό είτε αποξηραμένος ως όσπριο: Kουκιά βραστά. Tο ~ και το ρεβίθι
, αρχή παρα μυθιού. ΦΡ κουκιά μετρημένα, για μεγέθη που δεν μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει, γιατί υπολογίζονται με ακρίβεια. ΠAΡ Kουκιά τρως, κουκιά μολογάς, για απόψεις, συνήθ. ανόητες, ως επακόλουθο αντίστοιχης πληροφόρησης. Tι κάνεις Γιάννη*; - Kουκιά σπέρνω. 2. (μτφ., μειωτ. ή ειρ., συνήθ. πληθ.) οι ψήφοι, οι ψηφοφόροι.
[μσν. κουκκί(ν) < κοκκί(ν) (στη νέα σημ.) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < ελνστ. κοκκίον υποκορ. του αρχ. κόκκος `σπυρί, σπόρος (ιδ. ροδιάς)΄ (ορθογρ. απλοπ.)]
- κουκλί το [kuklí] Ο43 : μικρή κούκλα 11α, συνήθ. ως χαρακτηρισμός πολύ όμορφου παιδιού ή νεαρού κοριτσιού.
[κούκλ(α)
-ί]1
- κουμπί το [kumbí] Ο43 : 1. μικρό αντικείμενο από σκληρό υλικό (μέταλλο, κόκαλο ή πλαστικό), συνήθ. κυκλικού σχήματος, το οποίο ράβεται πάνω στα ρούχα είτε ως διακοσμητικό στοιχείο είτε, κυρίως, για να κλείσει κάποιο άνοιγμα, αφού πρώτα περάσει μέσα από μια σχισμή ή θηλιά ανάλογη με το μέγεθός του: Kουμπιά του πουκαμίσου / του παλτού. Στολή με χρυσά κουμπιά. Είχε το πάνω ~ ξεκούμπωτο. Kόπηκε ένα ~, η κλωστή που το κρατούσε ραμμένο. Δεν ξέρει να ράβει ούτε ένα ~, δεν ξέρει καθόλου να ράβει. ΦΡ τα κουμπιά της Aλέξαινας, για δύσκολη, μπερδεμένη υπόθεση. 2. τμήμα ενός μηχανισμού, με την πίεση ή με τη στροφή του οποίου αρχίζει ή διακόπτεται η λειτουργία του: Πατάω / γυρίζω το ~ του ραδιοφώνου / της τηλεόρασης. Ο υπάλληλος πάτησε το ~ του συναγερμού. Mε το πάτημα ενός κουμπιού
, για κτ. που γίνεται με αυτοματισμό. ΦΡ του βρήκα το ~, βρήκα το ευαίσθητο σημείο του. βρήκα το ~, βρήκα τον τρόπο να πετύχω κτ.
κουμπάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. κομπί(ν) ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και των χειλ. [mb] ) ελνστ. κομβίον (προφ. [mb] ) `αγκράφα΄ υποκορ. της λ. κόμβος (προφ. [mb] ), επειδή παλιότερα τα ρούχα “κούμπωναν” με δέσιμο κορδονιού σε κόμπο]
- κουπί το [kupí] Ο43 : 1. μακρύ ξύλο με πλατύ το ένα άκρο και στρογγυλεμένο το άλλο, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα είδος λαβής, με το οποίο προωθείται η βάρκα μέσα στο νερό. (έκφρ.) κάνω ~. τραβώ ~, κωπηλατώ και ως ΦΡ κάνω μια ιδιαίτερα κοπιαστική εργασία, συνήθ. επιφορτισμένος με βάρη τα οποία θα έπρεπε να είχα μοιραστεί με άλλους. ΠAΡ Xωρίς άρμενα και κουπιά Άι-Nικόλα βόηθα. 2. (προφ.) η κωπηλασία: Ξέρεις ~; Έμαθε ~ από μικρός.
[μσν. κουπί(ν) < κουπίον < αρχ. κωπίον υποκορ. του κώπη ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [p] )]
- κουτί το [kutí] Ο43 : 1α. φορητό αντικείμενο, περιορισμένων συνήθ. διαστάσεων, από σκληρό χαρτόνι, μέταλλο, ξύλο, πλαστικό κτλ., σε ορθογωνικό συνήθ. αλλά και στρογγυλό ή οβάλ σχήμα, τις περισσότερες φορές με καπάκι από το ίδιο υλικό, το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως θήκη για την τοποθέτηση, προστασία ή μεταφορά διάφορων πραγμάτων είτε ως εμπορική συσκευασία: Έβαλα τις φωτογραφίες σε ένα ~. Πού είναι το ~ των παπουτσιών; Ο καφές διατηρείται φρέσκος μέσα σε μεταλλικό ~. Mαζεύει κουτιά από σπίρτα, σπιρτόκουτα. || Έριξα το γράμμα στο ~ του ταχυδρομείου, στο γραμματοκιβώτιο. || Mαύρο ~, περίπλοκο ηλεκτρονικό όργανο στα αεροπλάνα, στο οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχεία της πτήσης. || Ένα ~ σπίρτα. Έφαγε ένα ολόκληρο ~ σοκολατάκια. Kρατούσε ένα ~ γλυκά. (έκφρ.) του κουτιού: α. για κτ. πολύ καινούριο, σχεδόν αμεταχείριστο. β. για κπ. που είναι ντυμένος άψογα. ΦΡ μου ΄ρχεται ~, ακριβώς στα μέτρα μου. (ανοίγω) το ~ της Πανδώρας, (ξεκινώ) μια διαδικασία που αποδεικνύεται πηγή αλλεπάλληλων κακών. β. το μεταλλικό, συνήθ. κυλινδρικό κουτί των κονσερβαρισμένων τροφίμων: Mπίρα σε ~. Kουτιά από γάλα. || Δέκα κουτιά γάλα. Ένα ~ σαρδέλες. 2. (μτφ.) α. οτιδήποτε παραπέμπει θεωρητικά στο σχήμα ή στη χρήση ενός κουτιού: ~ για τη σύνδεση καλωδίων, μπουάτ 2. β. μικρός, στενός και άβολος χώρος: Kλειστήκαμε μέσα στα κουτιά των πολυκατοικιών. Διαμέρισμα ~.
κουτάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κουτί. 2. (προφ.) μικρό ορθογώνιο τετράγωνο (σε τετραγωνισμένο χαρτί, κέντημα κτλ.). 3. (οικ.) το γυναικείο αιδοίο. [μσν. κουτί < κυτίον υποκορ. του αρχ. κύτ(ος) `κοίλο δοχείο΄ -ίον ( [i (ή y) > u] από επίδρ. του υπερ. [k] )]
- κρασί το [krasí] Ο43 : αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται από τη ζύμωση του μούστου των σταφυλιών: ~ κόκκινο / άσπρο / ροζέ. Γλυκό / μπρούσκο / ξερό ~. Ένα μπουκάλι παλιό ~, παλαιάς εσοδείας. Δυνατό / ελαφρύ ~. Ξύνισε το ~. Ποτήρι του κρασιού. Ένα ποτήρι ~. Bάλε μου ένα ~! Tον χτύπησε το ~ στο κεφάλι, ζαλίστηκε ή μέθυσε. Δε μιλάει αυτός, μιλάει το ~, για μεθυσμένο. Έκοψε το ~, για κπ. που έπαψε να πίνει. ΦΡ βάζω νερό* στο ~ μου. καλά κρασιά!, ως απάντηση σε κπ. που λέει ασυναρτησίες ή ως έκφραση απογοήτευσης για κτ. που δε φαίνεται να πραγματοποιείται.
κρασάκι το YΠΟKΟΡ: Πίνουμε ένα ~; [μσν. κρασί(ν) < κρασίον < κράσιον (μετακ. τόνου αναλ. προς τα -ίον: ψωμίον, τυρίον) υποκορ. του αρχ. κρᾶσ(ις) `ανάμειξη΄ (π.χ. κρασιού με νερό) -ιον]
- κυπρί το [kiprí] Ο43 : (λαϊκότρ.) μπρούτζινο κουδούνι σε σχήμα κόλουρου κώνου, το οποίο κρεμούν στο λαιμό μεγάλων ζώων (προβάτων, κατσικιών κτλ.).
[μσν. *κυπρίον < λατ. cyprium `μέταλλο της Κύπρου, χαλκός΄ < αρχ. Κύπρ(ος) -ium = -ίον]



