Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο41 (σίδερο, σίδερου, σίδερα)
988 items total [11 - 20]
αγριοκέρασο το [aγriokéraso] Ο41 : ο καρπός της αγριοκερασιάς.

[αγριο- + κεράσ(ι) -ο]

αγριοκόριτσο το [aγriokóritso] Ο41 : ατίθασο ή ακοινώνητο κορίτσι.

[αγριο- + κορίτσ(ι) -ο]

αγριοκούκουτσο το [aγriokúkutso] Ο41 : κουκούτσι από καρπό άγριου φυτού.

[αγριο- + κουκούτσ(ι) -ο]

αγριολάχανο το [aγrioláxano] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : κάθε άγριο φαγώσιμο χόρτο.

[αγριο- + λάχανο]

αγριολούλουδο το [aγriolúluδo] Ο41 : κάθε αυτοφυές λουλούδι και ιδίως το άνθος του: Ένα στεφάνι από / μπουκέτο με αγριολούλουδα.

[αγριο- + λουλούδ(ι) -ο]

αγριόμελο το [aγriómelo] Ο41 : μέλι από άγριες μέλισσες.

[αγριο- + μέλ(ι) -ο]

αγριόξυλο το [aγrióksilo] Ο41 : I.ξύλο συνήθ. από άγριο δέντρο, πολύ σκληρό και ακατάλληλο για ξυλουργικές εργασίες. II. άγριος και ανελέητος ξυλοδαρμός.

[αγριο- + ξύλο]

αγριοπερίστερο το [aγrioperístero] Ο41 : άγριο περιστέρι.

[αγριο- + περιστέρ(ι) -ο]

αγριοσέλινο το [aγriosélino] Ο41 : κοινή ονομασία διάφορων φυτών που συγγενεύουν με το σέλινο.

[αγριο- + σέλινο]

αγριόσκυλο το [aγrióskilo] Ο41 & αγριόσκυλος o [aγrióskilos] Ο20 : 1.σκύλος ή άλλο ζώο όμοιο με σκύλο που ζει σε άγρια κατάσταση. 2. άγριος, επιθετικός σκύλος.

[αγριο- + σκυλ(ί) -ο· μσν. αγριόσκυλος < αγριο- + σκύλος]

< Previous   1 [2] 3 4 5 ...99   Next >
Go to page:Go