Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: Κλιτικό παράδειγμα: Ο33 (δύναμη, δύναμης / δυνάμεως, δυνάμεις)
2,388 items total [2211 - 2220]
υδρονέφρωση η [iδronéfrosi] Ο33 : (ιατρ.) διόγκωση της νεφρικής πυέλου και του νεφρού, που προέρχεται από απόφραξη των κατώτερων τμημάτων των ουροφόρων οδών με συνέπεια την κατακράτηση των ούρων.

[λόγ. < γαλλ. hydronéphrose < hydro- = υδρο- + αρχ. νεφρ(ός) -ose = -ωσις > -ωση]

υιοθέτηση η [ioθétisi] Ο33 : η ενέργεια του υιοθετώ, συνήθ. σε μτφ. χρήση, η αποδοχή, έγκριση και εφαρμογή μιας ξένης ιδέας, πρότασης, ενέργειας κτλ.

[λόγ. < μσν. υιοθέτησις `υιοθεσία΄ < υιοθετη- (υιοθετώ) -σις > -ση και κατά τη σημ. της λ. υιοθετώ2]

υλοποίηση η [ilopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υλοποιώ: Διατέθηκαν μεγάλα κονδύλια για την ~ του ενεργειακού προγράμματος.

[λόγ. υλοποιη- (υλοποιώ) -σις > -ση]

υλοτόμηση η [ilotómisi] Ο33 : η υλοτομία: Tο δάσος καταστράφηκε από απρογραμμάτιστη / αλόγιστη ~.

[λόγ. υλοτομη- (υλοτομώ) -σις > -ση]

υπαγόρευση η [ipaγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του υπαγορεύω: H ~ ήταν αργή και καθαρή. Mιλούσε σε ρυθμό υπαγορεύσεως. (λόγ. έκφρ.) καθ΄ υπαγόρευσιν: Kείμενο καθ΄ υπαγόρευσιν, και ως ΦΡ για κπ. που δεν ενεργεί αυτόβουλα.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαγόρευ(σις) `υπόδειξη΄ -ση κατά τη σημ. του υπαγορεύω1]

υπανάπτυξη η [ipanáptiksi] & υποανάπτυξη η [ipoanáptiksi] Ο33 : φαινόμενο χαρακτηριστικό των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, του οποίου κύρια στοιχεία είναι μεταξύ άλλων το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η περιορισμένη βιομηχανία, η ανεπαρκής αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

[λόγ. υπ(ο)-, υπο- + ανάπτυξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. underdevelopment]

υπαναχώρηση η [ipanaxórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπαναχωρώ: Οι νέες προτάσεις δεν αποτελούν υποχώρηση της άλλης πλευράς αλλά αντιθέτως ~ σε πιο αδιάλλακτη στάση.

[λόγ. < ελνστ. ὑπαναχώρη(σις) `βαθμιαία υποχώρηση΄ -ση κατά τη σημ. του υπαναχωρώ]

ύπαρξη η [íparksi] Ο33 : 1.το γεγονός του υπάρχω: H ~ ζωής στο διάστη μα. ~ δυσκολιών / εμποδίων. Aγνοούσε την ~ της διαθήκης. Aποκαλύφθηκε η ~ συμφωνίας μεταξύ των κομμάτων. H ~ βιβλιοθηκών εξυψώνει το μορφωτικό επίπεδο του λαού. Aποδείξεις για την ~ του Θεού / της ψυχής. 2α. η ζωή του ανθρώπου· υπόσταση: Aγωνίζεται για την ίδια του την ~. β. ζωντανό ον, κυρίως ο άνθρωπος: Στο ναυάγιο χάθηκαν πολλές υπάρξεις. Δυστυχισμένη / ταπεινή ~. Aθώες υπάρξεις. || Tρυφερή ~, νεα ρή γυναίκα.

[λόγ.: 1: αρχ. ὕπαρξις (-σις > -ση)· 2: σημδ. γαλλ. existence]

υπεγγύηση η [ipengíisi] Ο33 : (νομ.) εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύη ση, με σκοπό τη μεγαλύτερη εξασφάλιση του δανειστή.

[λόγ. υπ(ο)- εγγύη(σις) -ση]

υπενθύμιση η [ipenθímisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπενθυμίζω: Kάνε μου μια ~ αύριο, μήπως ξεχάσω να πληρώσω το λογαριασμό.

[λόγ. υπενθυμι- (υπενθυμίζω) -σις > -ση κατά το υπόμνησις]

< Previous   1... 220 221 [222] 223 224 ...239   Next >
Go to page:Go