Combined Search
| 681 items total [471 - 480] | << First < Previous Next > Last >> |
- πηκτικότητα η [piktikótita] Ο28 : η δυνατότητα ενός υγρού να πήζει: H ~ του αίματος.
[λόγ. πηκτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- πιθανότητα η [piθanótita] Ο28 (συχνά πληθ.) : η ιδιότητα του πιθανού, το ενδεχόμενο, η δυνατότητα να συμβεί, να υπάρξει κτ.: Λίγες / πολλές / μικρές / μεγάλες / περιορισμένες πιθανότητες. Έχω / συγκεντρώνω κάποιες πιθανότητες. Λογαριάζω / υπολογίζω / μετρώ τις πιθανότητες. Οι πιθανότητες επιβίωσης / επιτυχίας / κέρδους είναι μικρές. (Δεν) αποκλείω την ~ να
Δεν υπάρχει (καμιά) ~ να
|| (έκφρ.) κατά πάσα ~, σχεδόν σίγουρα: Kατά πάσα ~ θα έρθει / θα βρέξει / θα συμφωνήσει. || (μαθημ.) ο λόγος του αριθμού των ευνοϊκών περιπτώσεων προς το συνολικό αριθ μό των δυνατών περιπτώσεων για ένα οποιοδήποτε συμβάν, με την προϋ πόθεση ότι όλες οι περιπτώσεις είναι εξίσου πιθανές: Οι πιθανότητες να φέρει κανείς έξι ρίχνοντας ένα ζάρι είναι ένα προς έξι. || Θεωρία των πιθανοτήτων, το σύνολο των κανόνων, με τους οποίους υπολογίζεται το ενδεχόμενο εμφάνισης μιας περίπτωσης.
[λόγ. < αρχ. πιθανότης, αιτ. -ητα `πειστικότητα΄ σημδ. γαλλ. probabilité]
- πιστότητα η [pistótita] Ο28 : η ιδιότητα του πιστού3, η ακρίβεια, η γνησιότητα (σε σχέση με κάποιο πρωτότυπο, μήτρα, πηγή): H ~ του αντιγράφου / του φωτοαντιγράφου / της μετάφρασης / της διήγησης / του ήχου. Yψηλή / χαμηλή ~. H ~ της μνήμης, η ακρίβεια ανάπλασης των παραστάσεων. || Yψηλής πιστότητας, χαρακτηρισμός μηχανημάτων αναπαραγωγής του ήχου: Πικάπ / δίσκοι υψηλής πιστότητας, χωρίς παραμορφώσεις στον ήχο.
[λόγ. < αρχ. πιστότης, αιτ. -ητα `τιμιότητα, καλή πίστη΄ σημδ. γαλλ. fidélité & αγγλ. fidelity]
- πλαδαρότητα η [plaδarótita] Ο28 : η ιδιότητα του πλαδαρού.
[λόγ. < ελνστ. πλαδαρότης, αιτ. -ητα]
- πλάστιγγα η [plástiŋga] Ο28 : είδος ζυγαριάς για μεγάλα βάρη: Bάλε το σακί στην ~ να το ζυγίσουμε. ΦΡ η ~ γέρνει / κλίνει, σε μια κρινόμενη υπόθεση (αρχίζει να) κερδίζει, υπερισχύει η μια πλευρά: Ύστερα από πολύωρη μάχη, η ~ άρχισε να γέρνει προς την πλευρά των επιτιθεμένων.
[λόγ. < αρχ. πλάστιγξ, αιτ. -ιγγα `τάσι ζυγαριάς΄]
- πλαστικότητα η [plastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του πλαστικού. || η αρμονία, η συμμετρία, η αισθητική ομορφιά: H ~ ενός σώματος / ενός χώρου / ενός γλυπτού.
[λόγ. πλαστικ(ός) -ότης > -ότητα]
- πλαστότητα η [plastótita] Ο28 : η ιδιότητα του πλαστού: Ύστερα από έρευνα διαπιστώθηκε η ~ των εγγράφων.
[λόγ. πλαστ(ός) -ότης > -ότητα]
- πλατυέλμινθες οι [platiélminθes] Ο28 : (ζωολ.) κατηγορία σκουληκιών με πεπλατυσμένο σώμα, που ζουν συνήθ. ως παράσιτα σε ζώα.
[λόγ. < νλατ. platyhelminthes < platy- = πλατυ- + αρχ. ἕλμινς ἡ, πληθ. ἕλμινθες `παρασιτικά σκουλήκια΄]
- πλειονότητα η [plionótita] Ο28 : (σπανιότ.) το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους, ενός αριθμού προσώπων ή και πραγμάτων· πλειοψηφία3: Οι κάτοικοι της περιοχής είναι στην πλειονότητά τους πρόσφυγες. Οι προβλέψεις του στην ~ των περιπτώσεων αποδείχτηκαν σωστές.
[λόγ. < ελνστ. πλειονότης, αιτ. -ητα]
- πλεονεκτικότητα η [pleonektikótita] Ο28 : η ιδιότητα του πλεονεκτικού. ANT μειονεκτικότητα.
[λόγ. πλεονεκτικ(ός) -ότης > -ότητα]



