Combined Search
| 3,295 items total [161 - 170] | << First < Previous Next > Last >> |
- αλλοτροπία η [alotropía] Ο25 : (χημ.) αλλοτροπισμός.
[λόγ. < γαλλ. allo tropie < allo- = αλλο- + αρχ. τρόπ(ος) -ie = -ία]
- αλουμίνα η [alumína] Ο25 : (χημ.) οξείδιο του αλουμινίου: Άνυδρη / κρυσταλλική ~. Παραγωγή αλουμίνας από βωξίτη. Εργοστάσιο αλουμίνας.
[λόγ. < γαλλ. alumin(e) -α]
- αλτάνα η [altána] & αλιτάνα η [alitána] Ο25 : παρτέρι σε αυλή ή σε κήπο κοντά στον τοίχο: Kαθόταν στο πεζούλι της αλτάνας και σκάλιζε τα λουλούδια του κήπου. || (επέκτ.) μπαλκόνι με γλάστρες.
[βεν. altana· ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- αλυπία η [alipía] Ο25 : (σπάν.) η ιδιότητα του άλυπου ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. ἀλυπία]
- αλχημεία η [alximía] Ο25 : 1.μυστικιστική επιστήμη, είδος χημείας του Mεσαίωνα: Bασικός στόχος της αλχημείας ήταν η ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου. 2. (μτφ., συνήθ. πληθ.) απόκρυφος, ύποπτος ή γενικά πολύπλοκος τρόπος ενέργειας: Έγινε καθηγητής πανεπιστημίου με αλχημείες κι όχι με την αξία του.
[λόγ. < γαλλ. alchimie < μσνλατ. alchemia (δες στο χημεία)]
- αλωπεκία η [alopekía] Ο25 : η αλωπεκίαση.
[λόγ. < ελνστ. ἀλωπεκία, αρχ. ἀλωπεκίαι (πληθ.) `άτριχα μέρη στο κεφάλι΄]
- αμαζονομαχία η [amazonomaxía] Ο25 : μυθική μάχη στην οποία συμμετείχαν αμαζόνες: Zωγραφική / ανάγλυφη παράσταση αμαζονομαχίας.
[λόγ. < ελνστ. Ἀμαζονομαχία]
- αμαξοποιία η [amaksopiía] Ο25 : κατασκευή: α. αμαξών ή κάρων. β. αμαξωμάτων.
[λόγ. άμαξ(α) -ο- + -ποιία]
- αμαξοστοιχία η [amaksostixía] Ο25 : σειρά σιδηροδρομικών οχημάτων που σύρονται από μία μηχανή· (πρβ. τρένο): Mία ~ με δέκα βαγόνια. Εμπορική / επιβατική / κοινή ~. H ταχεία (~) Πειραιώς-Aθηνών-Θεσσαλονίκης αναχωρεί σε πέντε λεπτά.
[λόγ. άμαξ(α) -ο- + στοίχ(ος) -ία κατά το συστοιχία]
- αμαξουργία η [amaksurjía] Ο25 : αμαξοποιία.
[λόγ. άμαξ(α) + -ουργία]



