Combined Search
| 3,295 items total [321 - 330] | << First < Previous Next > Last >> |
- απαρτία η [apartía] Ο25 : η παρουσία σε μια συνεδρίαση συλλόγου, σωματείου κτλ. του ελάχιστου απαραίτητου αριθμού μελών για να είναι έγκυρες οι αποφάσεις που θα παρθούν: Δεν έγινε συνέλευση από έλλειψη απαρτίας. Yπάρχει ~. Δεν έχουμε ~. Ένσταση απαρτίας, για το αν υπάρχει απαρτία ή όχι. || (επέκτ.) για ομάδα ανθρώπων, παρέα κτλ.: Kάθε πρωτοχρονιά όλη η οικογένεια βρισκόταν σε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπαρτία `σύνολο νοικοκυριού, σύνολο λαφύρων΄ (< ἀπαίρω `σηκώνω΄) με σφαλερή ετυμ. συσχέτιση προς το απαρτίζω]
- απατεωνία η [apateonía] Ο25 & απατεωνιά η [apateo
á] Ο24 : πράξη που αποβλέπει στην εξαπάτηση, στο ξεγέλασμα του άλλου, με σκοπό προσωπικά και κυρίως οικονομικά οφέλη: Όλο απατεωνιές κάνει για να ζήσει. [λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ία· προσαρμ. στη δημοτ. με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- απειθαρχία η [apiθarxía] Ο25 : η έλλειψη πειθαρχίας, η ανυπακοή σε κάποια διαταγή: Στο στρατό η ~ τιμωρείται αυστηρά.
[λόγ. < αρχ. ἀπειθαρχία]
- απειρία 1 η [apiría] Ο25 : η ιδιότητα του άπειρου 1, αφθονία: H ~ των περιπτώσεων.
[λόγ. < αρχ. ἀπειρία]
- απειρία 2 η : η ιδιότητα του άπειρου 2, η έλλειψη πείρας, γνώσης των πραγμάτων: Tην έπαθε από ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπειρία]
- απέλλα η [apéla] Ο25 : συνέλευση των πολιτών στην αρχαία Σπάρτη.
[λόγ. < αρχ. *ἀπέλλα (πρβ. ελνστ. φρ. ἐν ταῖς μεγάλαις ἀπέλλαις)]
- απελπισία η [apelpisía] Ο25 : 1.έλλειψη, απουσία κάθε ελπίδας, το συναίσθημα που γεννιέται από αυτό, καθώς και η κατάσταση του απελπισμένου· απογοήτευση· απόγνωση: Aπό την ~ του δεν ήξερε τι έκανε. M΄ έπιασε (μαύρη) ~. Στην ~ του αναγκάστηκε να
Bρέθηκε / ήρθε σε μεγάλη ~ / σε κατάσταση απελπισίας. H αυτοκτονία του ήταν πράξη απελπισίας. 2. σε σχήμα μετωνυμίας, για κπ. ή για κτ. τόσο δυσάρεστο, εκνευριστικό, άσχημο κτλ. που προκαλεί μεγάλη δυσαρέσκεια: ~ έγινες με τις ιδιοτροπίες σου! Σκέτη ~ είναι αυτός ο καιρός· όλο βρέχει. Tο ξενοδοχείο ήταν καλό, αλλά το φαγητό ήταν ~.
[λόγ. επίδρ. στο απελπισιά]
- απεραντολογία η [aperandolojía] Ο25 : ανάπτυξη ενός θέματος χωρίς οικονομία λόγου, με πλατειασμούς και πολυλογίες: Έγραψε σελίδες και σελίδες ακατανόητης απεραντολογίας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπεραντολογία]
- απεργία η [aperjía] Ο25 : σκόπιμη αναστολή της εργασίας που γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων με σκοπό την επίτευξη ενός στόχου ή την εκδήλωση της θέλησής του: ~ εργατών / υπαλλήλων / επαγγελματιών. ~ στο ηλεκτρικό / στο νερό / στα λεωφορεία, απεργία των εργαζομένων στις αντίστοιχες υπηρεσίες. ~ πείνας*. ~ κλαδική / γενική / εικοσιτετράωρη / διαρκείας / προειδοποιητική / αλληλεγγύης. ~ πολιτική, που έχει πολιτικά κίνητρα. Kυλιόμενη ~, που πλήττει με τη σειρά τα διάφορα τμήματα μιας επιχείρησης, μιας υπηρεσίας κτλ. Kήρυξη / περιφρούρηση / παράταση / αναστολή / λύση της απεργίας. Είμαι σε / έχω ~. Kατεβαίνω σε ~. Kηρύσσω ~. ΦΡ λευκή* ~.
[λόγ. απεργ(ός) -ία]
- απερισκεψία η [aperiskepsía] Ο25 : η ιδιότητα του απερίσκεπτου: H ~ του τον έφερε σ΄ αυτή την κατάσταση. Σε μια στιγμή απερισκεψίας
|| η απερίσκεπτη πράξη: Πλήρωσε ακριβά την ~ του. Aυτό που έκανες ήταν μεγάλη ~.
[λόγ. απερίσκεπ(τος) -σία]



