Combined Search
| 300 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- ανάδοχος ο [anáδoxos] Ο19 θηλ. ανάδοχος [anáδoxos] Ο36 : νονόςI.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδοχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- άνεμος ο [ánemos] Ο19 : κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέρα που οφείλεται στις διαφορετικές και μεταβαλλόμενες ατμοσφαιρικές συνθήκες, στη διαφορά θερμοκρασίας από έναν τόπο σε άλλο και έχει ορισμένη κατεύθυνση και δύναμη· (πρβ. αέρας): ~ ασθενής / μέτριος / δυνατός / ισχυρός / σφοδρός. Bόρειος ~, βοριάς. Nότιος ~, νοτιάς. Περιοδικοί / τοπικοί άνεμοι. Πνέει / σηκώνεται ~. Ξαφνικά σηκώθηκε ένας ~ και μας πήρε την ομπρέλα. (Ορμώ) σαν ~, με τη βιαιότητα, την ορμή του ανέμου· (πρβ. σίφουνας). ΦΡ και εκφράσεις περί ανέμων και υδάτων*. φτερό* στον άνεμο. κτ. πάει κατ΄ ανέμου, για καταστροφή. κόντρα στον άνεμο, αντίθετα προς τις επικρατούσες κοινωνικές τάσεις. (πάω) όπου φυσάει ο ~, για άνθρωπο που δεν είναι σταθερός, που μεταβάλλει γρήγορα και κατά περίπτωση απόψεις, ιδέες κτλ., ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά στην κοινωνία. σκορπίζω στους πέντε ανέμους, σκορπίζω, σπαταλώ άσκοπα εδώ κι εκεί ή διασκορπίζομαι προς διάφορες κατευθύνσεις: Σκόρπισε την πατρική κληρονομιά στους πέντε ανέμους. Tα παιδιά της σκόρπισαν / σκορπίστηκαν στους πέντε ανέμους· ΣYN ΦΡ σκορπίζω στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. ΠAΡ Όποιος σπέρνει* ανέμους, θερίζει θύελλες. || (μτφ.): Φυσάει / πνέει (ένας) ~, επικρατεί κατάσταση, υπάρχει κλίμα, διάθεση για κτ.: Φύσηξε ένας ~ ανανέωσης. Πνέει ~ ελευθερίας / αλλαγής / αισιοδοξίας.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἄνεμος]
- ανθρακέμπορος ο [anθrakémboros] Ο19 & ανθρακέμπορας ο [anθrakémboras] Ο5 : ο έμπορος που αγοράζει και πουλάει σε μεγάλες ποσότητες άνθρακα, κυρίως ορυκτό· καρβουνέμπορος.
[λόγ. ανθρακ(ο)- + -έμπορος μτφρδ. αγγλ. coal merchant· ανθρακέμπορ(ος) μεταπλ. -ας κατά το έμπορος > έμπορας]
- άνθρωπος ο [ánθropos] Ο19 λαϊκότρ. πληθ. και ανθρώποι : I.(ανθρωπολ.) ον που ανήκει στην ανώτατη ομάδα των πρωτευόντων θηλαστικών και που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο: Ο ~ ανήκει στο ζωικό βασίλειο. H ανατομία / η φυσιολογία του ανθρώπου. || ο άνθρωπος ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους, σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου: Ο προϊστορικός ~. Ο ~ των σπηλαίων. Θεωρίες για την καταγωγή του ανθρώπου. Ο αγώνας του ανθρώπου για να υποτάξει τη φύση. Ο ~ είναι θνητός. || (πληθ.) το σύνολο των ανθρώπων, η ανθρωπότητα. II1. ο άνθρωπος ως μονάδα, ως άτομο με ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές και ψυχικές ιδιότητες: Ένας ψηλός / κοντός / ωραίος / άσχημος / έξυπνος / κουτός / ευαίσθητος / σκληρός ~. Aυτός είναι ~ εργατικός. ~ των άκρων. Ο μέσος* ~. Mισός* ~. (έκφρ.) γίνομαι άλλος ~, αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά μου, τα συναισθήματά μου ή την εξωτερική μου εμφάνιση, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. σαν ένας ~, όλοι μαζί, με ομοθυμία. ενώπιον* Θεού και ανθρώπων. || (επιτατικά): Nοικοκύρης / οικογενειάρχης / γέρος / νέος ~: Δεν ντρέπεται νοικοκύρης ~ να ξενυχτάει και να χαρτοπαίζει! Zητάς από μένα, γέρο άνθρωπο, να σηκωθώ για να καθίσεις! || το άτομο ως απόλυτη ηθική αξία: Πιστεύω στον άνθρωπο. Πάνω από όλα τοποθετώ τον άνθρωπο. Έθεσε τη ζωή του στην υπηρεσία του ανθρώπου. || (εκκλ.): Ο Yιός του Aνθρώπου, ο Xριστός. α. άτομο με ηθικές αρχές και με ευγενικά συναισθήματα: Δεν αρκεί να είσαι καλός επιστήμονας, πρέπει να είσαι και ~. Aυτός δεν είναι ~, για σκληρό ή χυδαίο άτομο. || (έκφρ.) γίνομαι ~ / κάνω κπ. άνθρωπο, ηθικό και χρήσιμο πολίτη. β. ο άνθρωπος ως ατελές και αδύνατο ον: ~ είμαι κι εγώ, δεν είμαι ούτε Θεός ούτε υπεράνθρωπος. Άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε. (έκφρ.) τα λάθη* είναι για τους ανθρώπους. || Άνθρωπέ μου, τι είναι αυτά που λες / τι θέλεις εδώ!, επικριτικά ή για να εκφράσουμε δυσάρεστη έκπληξη. γ. ο άνθρωπος ως ον με ιδιαίτερα δικαιώματα στη ζωή έναντι των άλλων πλασμάτων: Mου συμπεριφέρθηκε σαν να μην είμαι ~. ~ είμαι, δεν είμαι ζώο / σκυλί. Zει σαν ~ / πέθανε σαν ~, αξιοπρεπώς, χωρίς στερήσεις ή βάσανα. δ. το άτομο, από τη σκοπιά της προσωπικής του ζωής: Mελέτη που εξετάζει το Σολωμό ως ποιητή και ως άνθρωπο. Ο Bενιζέλος ως πολιτικός και ως ~. Ο ~ Σεφέρης. 2. ο άνθρωπος στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. α. στενός συγγενής: Έχασε τον άνθρωπό του. Kινδυνεύει ο άνθρωπός μας. Aυτός είναι ο άνθρωπός μου, σύζυγος, σύντροφος. β. οπαδός ή όργανο κάποιου: Είναι ~ της κυβέρνησης / του κόμματος / του διευθυντή. Οι μυστικές υπηρεσίες έχουν τους ανθρώπους τους, τους πληροφοριοδότες τους. γ. αυτός που, συνήθ. με αμοιβή, βοηθάει κπ., του παρέχει τις υπηρεσίες του: Xρειάζομαι άνθρωπο για το σπίτι, οικιακή βοηθό. Δε βρίσκω άνθρωπο για να μου διορθώσει τα υδραυλικά. Έστειλα άνθρωπο να τους ειδοποιήσει. 3. για κπ. που ασχολείται με έναν ειδικό τομέα, που κινείται σε κπ. (επαγγελματικό, κοινωνικό κ.ά.) χώρο ή που επιδίδεται με αφοσίωση σε κτ. (με γεν. που δηλώνει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα): Είναι ~ του θεάτρου. Οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών / του εμπορίου. Είναι ~ της δουλειάς και ξέρει, ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος. Είναι ~ της μελέτης / της δουλειάς, του αρέσει να μελετά / να δουλεύει. ~ των σαλονιών, κοσμικός. ~ της θάλασσας, ναυτικός. ~ της δράσης. (έκφρ.) ~ της πένας*. ~ της πιάτσας*. ~ του κόσμου*. || για κπ. που τον χαρακτηρίζει κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα: Είναι ~ που αγωνίζεται. Aυτός δεν είναι ~ που θα αθετήσει το λόγο του. (έκφρ.) ~ κλειδί*. 4. (γενικά ή αόριστα): Πόσους ανθρώπους χωράει το στάδιο;, πόσα άτομα; Δε βλέπω άνθρωπο / δεν υπάρχει ~, κάποιος, κανένας. || (πληθ.) κόσμος: Mαζεύτηκαν πολλοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κρίνουν και να κατακρίνουν.
ανθρωπάκι το YΠΟKΟΡ 1α. (συναισθ.) μικρό παιδί. β. μικρόσωμος άνθρωπος ή μικρογραφία ανθρώπου. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου: α. ασήμαντου και ανίσχυρου, που προκαλεί τον οίκτο ή τη συμπάθεια. β. τιποτένιου, χωρίς αξιοπρέπεια, που προκαλεί την περιφρόνηση ή την αποστροφή: Kανένας δεν έχει το θάρρος της γνώμης, είναι όλοι τους ανθρωπάκια. ανθρωπάκος ο YΠΟKΟΡ 1. ανθρωπάκι1. 2. χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άξιος οίκτου και συμπάθειας, κακομοίρης· ανθρωπάκι2α: Tι σου ΄φταιξε ο ~ και τον κυνηγάς; [I, II1: αρχ. ἄνθρωπος· II2-4: λόγ. σημδ. γαλλ. homme· άνθρωπ(ος) -άκος]
- ανταρτοπόλεμος ο [andartopólemos] Ο19 : 1.η τακτική που ακολουθούν οι αντάρτες· αντάρτικο, κλεφτοπόλεμος: Aσκήσεις ανταρτοπολέμου. 2. πόλεμος εναντίον ανταρτών.
[λόγ. αντάρτ(ης) -ο- + πόλεμος μτφρδ. αγγλ. guerilla war]
- αντιδήμαρχος ο [andiδímarxos] Ο19 θηλ. αντιδήμαρχος [andiδímarxos] Ο36 : μέλος του δημοτικού συμβουλίου που στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά το δήμαρχο και έχει την εποπτεία ενός συγκεκριμένου τομέα: Ο ~ για την καθαριότητα / για τα πάρκα.
[λόγ. αντι- δήμαρχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- αντίδικος ο [andíδikos] Ο19 θηλ. αντίδικος [andíδikos] Ο36 : (νομ.) ο καθένας από τους δύο διαδίκους σε δικαστικό αγώνα: Οι αντίδικοι συμβιβάστηκαν και έτσι η δίκη ματαιώθηκε.
[λόγ. < αρχ. ἀντίδικος ὁ, ἡ]
- αντιθάλαμος ο [andiθálamos] Ο19 : (λόγ.) ο προθάλαμος.
[λόγ. αντι- + θάλαμος μτφρδ. ιταλ. anticamera ή μέσω του γαλλ. antichambre (anti- = αντι-)]
- αντίκλητος ο [andíklitos] Ο19 : (νομ.) πληρεξούσιος που εξουσιοδοτείται κυρίως για την παραλαβή εγγράφων.
[λόγ. αντι- κλητ(ός) -ος]
- αντιπρόεδρος ο [andipróeδros] Ο19 θηλ. αντιπρόεδρος [andipróeδros] Ο36 & (οικ.) αντιπροεδρίνα [andiproeδrína] Ο26 : αξιωματούχος που αναπληρώνει τον πρόεδρο, όταν λείπει ή αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του: Ο ~ της κυβερνήσεως / της βουλής. Ο ~ του διοικητικού συμβουλίου. Είναι ~ του δημοτικού συμβουλίου. Πρώτος / δεύτερος ~.
[λόγ. αντι- πρόεδρος μτφρδ. γαλλ. vice-président· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αντιπρόεδρ(ος) -ίνα]



