Combined Search
| 40 items total [11 - 20] | << First < Previous Next > Last >> |
- δίκωπος -η / -ος -ο [δíkopos] Ε17 : 1. για σκάφος που κινείται με δύο κουπιά. 2. (ως ουσ., αθλ.) η δίκωπος: α. σκάφος ειδικής κατασκευής για δύο κωπηλάτες. β. το αντίστοιχο αγώνισμα.
[λόγ. < αρχ. δίκωπος]
- έκτοπος -η / -ος -ο [éktopos] Ε17 : (ιατρ.) για όργανο, ιστό κτλ. που δε βρίσκεται ή δεν αναπτύσσεται στη φυσιολογική του θέση: ~ θυρεοειδής / αδένας. || Έκτοπη κύηση, εξωμήτρια.
[λόγ. < νλατ. ectop(ia) -ος < αρχ. ἔκτοπος `που βρίσκεται μακριά, ξένος΄]
- ελλανόδικος -ος / -η -ο [elanóδikos] Ε17 : (λόγ.) ~ επιτροπή, η κριτική επιτροπή αγώνων αθλητικών αλλά και πνευματικών, καλλιτεχνικών κ.ά.
[λόγ. ελλανο(δίκης) -δικος μορφολ. σφαλερή δημιουργία γιατί το αρχ. β' συνθ. -δικος (< δίκη) έχει παθ. σημ.]
- έμπλεος -ος -ο [émbleos] Ε17 : (λόγ.) γεμάτος, συνήθ. για πρόσωπο που κυριαρχείται από κάποιο συναίσθημα: ~ χαράς, γεμάτος χαρά, περιχαρής. ~ ενθουσιασμού / φόβου. ~ από χαρά / φόβο.
[λόγ. < αρχ. ἔμπλεος]
- εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.
[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]
- ένθεος -η / -ος -ο [énθeos] Ε17 : (λόγ.) που είναι σαν να έχει μέσα του το Θεό ή το θείο· που προέρχεται, εμπνέεται από θεϊκή δύναμη· (πρβ. θεόπνευστος): Ένθεη μανία. Ένθεα έπη. || ~ ζήλος, ενθουσιώδης.
[λόγ. < αρχ. ἔνθεος]
- επάρατος -η / -ος -ο [epáratos] Ε17 : (λόγ.) που θεωρείται καταραμένος, επειδή είναι πολύ κακός, ιδίως βλαβερός ή καταστρεπτικός: Ο ~ πόλεμος / εθνικός διχασμός. H επάρατη νόσος και ως ουσ. η επάρατη, η επάρατος, ο καρκίνος.
[λόγ. < αρχ. ἐπάρατος]
- επίτοκος -η / -ος -ο [epítokos] Ε17 : (λόγ., για γυναίκα ή για θηλυκό ζώο) που βρίσκεται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη ή στο τελευταίο της στάδιο. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐπίτοκος]
- επτάλοφος -η / -ος -ο [eptálofos] Ε17 & εφτάλοφος -η -ο [eftálofos] Ε5 : (ιδ. για πόλη) που βρίσκεται, είναι χτισμένη επάνω σε εφτά λόφους: H επτάλοφη πόλη και ως ουσ. η Επτάλοφος, για τη Ρώμη και ιδίως για την Kωνσταντινούπολη.
[λόγ. < ελνστ. ἑπτάλοφος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- ερίτιμος -ος / -η -ο [erítimos] Ε17 : (λόγ.) που αξίζει την εκτίμηση και το σεβασμό, συνήθ. για γυναίκα, όταν αναφερόμαστε σε αυτή: H ~ κυρία / δεσποινίς.
[λόγ. < αρχ. ἐρίτιμος]



