τηλεφωνική συνομιλία [telephone calls]

τηλεφωνική συνομιλία [telephone calls]

Το τηλέφωνο ως μέσο επικοινωνίας εφευρέθηκε πριν από 130 περίπου χρόνια για να εξελιχθεί σε ένα από τα πιο απαραίτητα στοιχεία της καθημερινής μας ζωής. Ωστόσο, η ανάδειξη της τηλεφωνικής επικοινωνίας σε αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευνας είναι πολύ πιο πρόσφατη και οφείλεται αναμφισβήτητα στον εθνομεθοδολόγο Harvey Sacks και την Ανάλυση Συνομιλίας. Το δικό τους βέβαια ενδιαφέρον για αυτό το είδος της συνομιλίας, περί τα τέλη της δεκαετίας του '60, δεν είχε γλωσσολογικά αλλά κοινωνιολογικά κίνητρα: από τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις μπορούσαν όχι μόνο να καταγράψουν αμιγώς μια κοινωνική πραγματικότητα, ηχογραφώντας την, αλλά και να αντλήσουν δεδομένα τα οποία πληρούν μια σειρά από θεωρητικές και μεθοδολογικές επιταγές της εθνομεθοδολογικής προσέγγισης. Το βασικότερο ίσως πλεονέκτημα των τηλεφωνικών συνομιλιών έναντι οποιουδήποτε άλλου ηχογραφημένου φυσικού λόγου είναι η σύμφυτη στην τηλεφωνική συνδιάλεξη απουσία οπτικών πληροφοριών που εξομοιώνει τον/την ερευνητή/τρια με τα ίδια τα συνομιλούντα άτομα ως προς το είδος των πληροφοριών που έχουν στη διάθεσή τους προκειμένου να επεξεργαστούν ένα εκφώνημα στο συμφραστικό του πλαίσιο.

Η εξονυχιστική ανάλυση ενός τεράστιου αριθμού τηλεφωνικών συνδιαλέξεων οδήγησε στη λεπτομερή περιγραφή της δόμησης και της οργάνωσής τους από τα συνομιλούντα άτομα και στην ανάδυση της κανονικότητας που διέπει τη συνομιλία. Ειδικότερα, η εναρκτική φάση του τηλεφωνήματος διαπιστώθηκε ότι απαρτίζεται από τέσσερις πυρηνικές αλληλουχίες εκφωνημάτων:

(α) την κλήση (κουδούνισμα του τηλεφώνου) και την απάντηση (π.χ. Ναι, Λέγετε, Εμπρός κ.ά.),

(β) ταυτοποίηση/αναγνώριση: το άτομο που καλεί ή/και το άτομο που απαντά δηλώνουν την ταυτότητά τους, ζητούν να μάθουν με ποιον συνομιλούν ή (αλληλο)αναγνωρίζονται βάσει της φωνής,

(γ) ανταλλαγή χαιρετισμών,

(δ) ανταλλαγή φατικών εκφωνημάτων (π.χ. Τί κάνεις ρε Μαρία; Όλοι καλά; κ.ά. και ενδεχόμενες απαντήσεις).

Από την άλλη μεριά, η αρχετυπική ληκτική φάση του τηλεφωνήματος περιλαμβάνει δύο πυρηνικές αλληλουχίες εκφωνημάτων:

(α) την πρόταση για ολοκλήρωση του τηλεφωνήματος (π.χ. Αυτά, λοιπόν.) και την αποδοχή της (π.χ. Έγινε.),

(β) ανταλλαγή αποχαιρετισμών (π.χ. Άντε, γεια!, Τσάο, γεια.),

με την προϋπόθεση ότι το πρώτο ζεύγος εκφωνημάτων είναι τοποθετημένο αμέσως μετά την ολοκλήρωση ενός θέματος.

Σύμφωνα με τις θέσεις της Ανάλυσης Συνομιλίας κανονικότητα δεν συνεπάγεται ότι κάθε τηλεφώνημα ανεξαιρέτως (ούτε καν η πλειονότητά τους) ακολουθεί την αρχετυπική μορφή της εναρκτικής και της ληκτικής φάσης. Αλλά η ποικιλομορφία στην πραγμάτωση των τηλεφωνικών συνομιλιών εκλαμβάνεται (πρωταρχικά) ως απόρροια οργανωτικών αναγκαιοτήτων της ίδιας της συνομιλίας και όχι ως αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων, π.χ. της ηλικίας, του φύλου ή της πολιτισμικής ομάδας στην οποία ανήκουν οι συνομιλητές/τριες. Όταν όμως η τηλεφωνική συνδιάλεξη άρχισε να γίνεται αντικείμενο ευρύτερου ενδιαφέροντος, οι αποκλίσεις από την αρχετυπική μορφή προσεγγίστηκαν από τη σκοπιά της πολιτισμικής διαφοροποίησης ενώ οι συγκεκριμένες κανονικότητες αποδόθηκαν στη μονομέρεια των δεδομένων της Ανάλυσης Συνομιλίας. Για παράδειγμα, στην Ολλανδία και σε άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες η απάντηση στην κλήση (κουδούνισμα τηλεφώνου) συνίσταται στη δήλωση του ονόματος του ατόμου που σηκώνει το τηλέφωνο, σε αντίθεση με τα βορειοαμερικανικά δεδομένα, όπου παρατηρείται γενικότερα μια προτίμηση για αναγνώριση βάσει της φωνής αντί για ρητή δήλωση του ονόματος - όπως και στην Ελλάδα.. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η βαρύτητα των επιμέρους αλληλουχιών μπορεί να ποικίλλει από χώρα σε χώρα, π.χ. στις ελληνικές μη επαγγελματικές τηλεφωνικές συνδιαλέξεις τα φατικά εκφωνήματα είναι πιο σημαντικά από ό,τι σε αντίστοιχες γερμανικές συνδιαλέξεις· από την άλλη, η ανταλλαγή χαιρετισμών δεν είναι απαραίτητη στα ελληνικά τηλεφωνήματα, σε αντίθεση με τα βορειοαμερικανικά. Γενικά, όμως, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η τηλεφωνική συνομιλία δεν διαφοροποιείται τόσο πολιτισμικά ως προς τις βασικές λειτουργίες αυτού του είδους λόγου όσο ως προς τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιούνται οι λειτουργίες σε διάφορες πολιτισμικές κοινότητες. Και αυτό οπωσδήποτε δικαιώνει τη βαρύτητα που της αποδόθηκε ερευνητικά στο πλαίσιο της Ανάλυσης της Συνομιλίας. Δικαιώνει όμως και τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ερευνών που τη φωτίζουν μέσα από ένα διαπολιτισμικό πρίσμα: οι μαρτυρίες που προσκομίζουν αποδεικνύονται ιδιαίτερα σημαντικές όχι μόνο για μια διαπολιτισμική πραγματολογία, αλλά και για τη διδασκαλία μιας γλώσσας ως ξένης, δεδομένου ότι η τηλεφωνική επικοινωνία παραμένει ένα ιδιαίτερα ολισθηρό πεδίο στις διαπολιτισμικές επαφές.

Παρόλο που ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεφωνικής συνδιάλεξης παρέμειναν σταθερά από την εποχή της εφεύρεσής του, η τεχνολογία έχει αλλάξει δραστικά όλα αυτά τα χρόνια, επηρεάζοντας ως ένα βαθμό και την οργάνωση της τηλεφωνικής συνομιλίας. Έτσι, για παράδειγμα, η αναγνώριση του καλούντος (π.χ. μέσω μελωδίας κλήσης) σε κινητό τηλέφωνο, αλλά και η αναμενόμενη ταύτιση αριθμού κινητού με συγκεκριμένο άτομο, καθιστούν την αλληλουχία ταυτοποίησης/αναγνώρισης περιττή, ενώ εμφανίζεται ως περισσότερο βαρύνουσα μια αλληλουχία προσδιορισμού του τόπου λήψης της κλήσης και των τοπικά προσδιοριζόμενων δραστηριοτήτων. Η μεγαλύτερη πάντως ανατροπή σε σχέση με τα βασικά χαρακτηριστικά της τηλεφωνικής επικοινωνίας πιθανότατα θα συντελεστεί με την εξάπλωση της τηλεπικοινωνίας μέσω υπολογιστή και διαδικτύου που επιτρέπει σε ευρύτερη κλίμακα, μεταξύ άλλων, και τη μετάδοση οπτικών πληροφοριών.

Θ.-Σ. Παυλίδου

Πηγές

  • Luke, K. K. & Pavlidou, T.-S., επιμ. 2002. Telephone Calls: Unity and Diversity in Conversational Structure across Languages and Cultures. Amsterdam: John Benjamins.
  • Pavlidou, T.-S. 2005. Telephone talk. Στο Encyclopedia of Language and Linguistics, 2η έκδ., επιμ. K. Brown. Οξφόρδη: Elsevier.
  • Schegloff, A. E. 1993. Telephone conversation. Στο Encyclopedia of Language and Linguistics, επιμ. R. E. Asher, 4547-4549. Οξφόρδη: Pergamon Press.