Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Εθνικές γλώσσες και ευρωπαϊκή κοινή. 

Λάζος, Χ. 

Περιεχόμενα

«Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών», το δεύτερο μέρος του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, ο Προυστ καταγράφει ειρωνικά την εμφάνιση των αγγλικών και τη γοητεία που ασκούν στα μεσαία και ανώτερα στρώματα της γαλλικής κοινωνίας. Το σκηνικό είναι μια λουτρόπολη της Νορμανδίας στο γύρισμα του αιώνα, τότε που οι διακοπές στη θάλασσα άρχισαν να γίνονται της μόδας. Ο αφηγητής περιγράφει πώς ο φίλος του Μπλοκ, παρασυρμένος από το κοσμοπολίτικο περιβάλλον του Μπαλμπέκ, πιστεύει ότι η χρήση μερικών αγγλικών λέξεων που δεν τις έχει ακούσει ποτέ να λέγονται από φυσικούς ομιλητές συνιστά ένα στοιχείο διάκρισης, ένα δείγμα ότι είναι in όπως θα λέγαμε σήμερα. Αντί, λοιπόν, να χρησιμοποιεί τη γαλλική λέξη ascenseur 'ανελκυστήρας, ασανσέρ', ο Μπλοκ προτιμά το lift. Όμως το προφέρει «λάιφτ», όπως τις «Πέτρες της Βενετίας» του «λόρδου» Ράσκιν τις προφέρει «Δε στόουνς οφ Βέναϊς», και έτσι χωρίς να το θέλει αποκαλύπτει μιαν όψη του χαρακτήρα του και την κοινωνική καταγωγή του (Proust 1988, 99).

Παρότι τα αγγλικά συνεχίζουν να λειτουργούν σαν στοιχείο διάκρισης -απόδειξη τα ονόματα των ιδιωτικών ραδιοσταθμών και των τηλεοπτικών καναλιών ή οι τίτλοι πολλών περιοδικών στη χώρα μας-, σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Η επέκταση της κυριαρχίας των αγγλικών, η παραγωγική τους ικανότητα, το κύρος τους στη συνείδηση των ομιλητών, η συνακόλουθη έλξη που ασκούν, η δύναμη διείσδυσης που διάθετουν στην παγκόσμια αγορά και η διευρυμένη χρήση τους σε ποικίλους τομείς, αποτελούν πλέον κοινούς τόπους. Συνεπώς συστήνουν μια αφετηρία, δίνουν νόημα και επικαιρότητα στον τίτλο του Συνεδρίου «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ως εκ τούτου, το πρώτο από τα δύο θέματα με τα οποία θα ασχοληθώ δεν διεκδικεί καμιά ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Περιορίζομαι, λοιπόν, στην απλή παράθεση μερικών ενδεικτικών στατιστικών στοιχείων, που αποτυπώνουν την ακαταμάχητη άνοδο των αγγλικών, της ισχυρότερης σήμερα γλώσσας, και δείχνουν τη δυναμική της εξέλιξης. Το δεύτερο θέμα αναφέρεται στις αντιστάσεις που μπορούν να προβάλουν οι «ασθενείς» γλώσσες και στη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προώθηση του γλωσσικού πλουραλισμού.

Καταρχάς θέλω να διευκρινίσω ότι χρησιμοποιώ τα κατηγορήματα ισχυρή και ασθενής, χωρίς να εννοώ ότι παραπέμπουν σε ουσιαστικές ιδιότητες ή σε εγγενή χαρακτηριστικά των γλωσσών. Τουλάχιστον τέτοιας λογής που να μας επιτρέπουν να τις ταξινομήσουμε σε γλώσσες από τη φύση τους «ισχυρές» ή «ασθενείς». Θεωρητικά κάθε γλώσσα είναι τέλεια, κάθε γλώσσα είναι ξεχωριστή, κάθε γλώσσα είναι δυνατόν να γίνει καθολική. Μόνον που στην πραγματικότητα είναι κάθε φορά μια συγκεκριμένη γλώσσα που διεκδικεί αυτόν τον ρόλο και επιδιώκει να λειτουργήσει κατ' αυτόν τον τρόπο (Milner 1983, 47). Από αυτή την άποψη, η πραγματική ισχύς που διαθέτουν σήμερα τα αγγλικά οφείλεται σε διαδικασίες και δυναμικές που συνδέονται με τις βιομηχανικές κοινωνίες και τη διαμόρφωση των εθνικών αγορών, με την πρόσφατη δημιουργία μιας ενιαίας ευρωπαϊκής και μιας ανοιχτής παγκόσμιας αγοράς, με τη φυσική ή εικονική κινητικότητα των προσώπων και την απρόσκοπτη κυκλοφορία των αγαθών που επιβάλλουν αυτές οι αγορές, τέλος με τον τύπο ορθολογικότητας και επικοινωνίας που κυριαρχεί στο εσωτερικό τους: δηλαδή οφείλεται σε διαδικασίες που αναπτύχθηκαν σταδιακά κατά τους δύο τελευταίους αιώνες και είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη συγκρότηση και την εξέλιξη των εθνικών γλωσσών. Ωστόσο, το στοιχείο που φαίνεται να αλλάζει ριζικά την κατάσταση και να βάζει νέα προβλήματα είναι η ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι να διαβλέπουμε ήδη τη δυναμική που διαγράφεται αλλά να μην είμαστε ακόμα σε θέση να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις απρόβλεπτες επιπτώσεις που θα έχει στις γλώσσες (Λάζος 1996· 1996α).

Αυτό φαίνεται καθαρά σε μια πρόσφατη ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που έχει τον τίτλο «Η πολύγλωσση κοινωνία της πληροφορικής» (Commission européenne 1995α). Η κεντρική εκτίμηση, αυτή που οργανώνει την περιγραφή της πραγματικότητας, είναι ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν την τρίτη και πιο ριζοσπαστική γλωσσική επανάσταση από όλες. Οι άλλες δύο είναι η ανακάλυψη των συστημάτων γραφής και η ανακάλυψη της τυπογραφίας. Παρά ταύτα, η ανακοίνωση δεν ισχυρίζεται ότι είναι μια πλήρης ανάλυση όλων των ενδεχόμενων επιπτώσεων, αλλά ένα κείμενο που επιδιώκει να ενθαρρύνει τον δημόσιο διάλογο γύρω από αυτό το ζήτημα και να τον συνοδεύσει με ένα σχέδιο άμεσης δράσης. Έτσι, παράλληλα με τις ιδέες που προτείνει, εντοπίζει τομείς όπου η παρέμβαση των κρατών και της Επιτροπής κρίνεται αναγκαία για τη διατήρηση του γλωσσικού πλουραλισμού, ο οποίος συνεχίζει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

Μια από τις διαπιστώσεις της ανακοίνωσης είναι ότι η τρίτη γλωσσική επανάσταση, η οποία στηρίζεται στους υπολογιστές και στο παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνίας, δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έχουν άμεση και σε παγκόσμιο επίπεδο πρόσβαση σε ένα εν δυνάμει άπειρο σύνολο πληροφοριών και να επικοινωνούν με έναν απροσδιόριστο αριθμό ξενόγλωσσων συνομιλητών. Όπως επίσης τους δίνει τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση και να συμμετέχουν στην παγκόσμια αγορά εργασίας. Δίχως αμφιβολία, αυτή η νέα πραγματικότητα θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα σε «ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες, όπως και ανάμεσα στις «ισχυρές» γλώσσες και στα αγγλικά. Επιπλέον, στην κοινωνία της πληροφορικής που αναδύεται μέσα από αυτές τις διαδικασίες, η φύση της επικοινωνίας ενδέχεται να αλλάξει ριζικά, καθώς το γραπτό κείμενο, η εικόνα και ο ήχος μπορούν πλέον να συνδυάζονται στο εσωτερικού ενός ενιαίου μηνύματος, πράγμα που δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές συνέπειες στην ίδια την υφή και τη λειτουργία των γλωσσών.

Αλλά, αν οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτες, εκείνο που φαίνεται μάλλον βέβαιο είναι ότι ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γλωσσικές βιομηχανίες συνδέεται άμεσα με τη δυναμική των «ισχυρών» και «ασθενών» γλωσσών, καθόσον από τη μία πλευρά στηρίζεται στην εμπεδωμένη κυριαρχία ορισμένων γλωσσών και πρώτα από όλα των αγγλικών, ενώ από την άλλη την ενισχύει και τη διευρύνει όλο και πιο πολύ. Σε αυτή την προοπτική, η ανάδυση μιας παγκόσμιας κοινωνίας της πληροφορικής μάλλον θα θέσει σε κίνδυνο τον γλωσσικό πλουραλισμό, καθόσον χώρες και γλώσσες που κατέχουν ισχυρές θέσεις στους τομείς της πληροφορικής και των επικοινωνιών θα επιδιώξουν να κεφαλαιοποιήσουν τα πλεονεκτήματά τους κατακλύζοντας ολόκληρο τον πλανήτη με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.

Ύστερα από αυτές τις αναγκαίες προκαταρκτικές διευκρινίσεις, περνώ αμέσως στο πρώτο θέμα.

1. Η ακαταμάχητη άνοδος των αγγλικών

Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τους συντελεστές που εξηγούν αυτό το φαινόμενο. Ήδη τους υπαινίχθηκα προηγουμένως και νομίζω ότι αυτό αρκεί για να συνεννοηθούμε. Εδώ θα παραθέσω συνοπτικά σχολιασμένα μερικά στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του επόμενου αιώνα, δηλαδή όταν θα αποφοιτήσουν οι μαθητές που πάνε σήμερα στην πρώτη Δημοτικού, είναι πολύ πιθανό τα αγγλικά να είναι πράγματι μια lingua franca που θα μιλιέται και θα γράφεται με σχετική επάρκεια από τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών. Αντλώ αυτά τα στοιχεία από πρόσφατες έρευνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που καλύπτουν περίπου μια δεκαετία. Οι δύο πρώτες, του 1987 και του 1990, αναφέρονται στους νέους της Ευρώπης και μεταξύ άλλων στις γλώσσες που μιλούν και στο επίπεδο των γλωσσικών ικανοτήτων τους. Στην ερώτηση σχετικά με τις γλώσσες που έχουν μάθει εκτός από τη μητρική, οι απαντήσεις καταγράφουν με σαφήνεια τόσο την κυρίαρχη θέση των αγγλικών, όσο και τους ταχείς ρυθμούς διάδοσης που τα χαρακτηρίζουν (βλ. Πίνακα 1).

Πίνακας 1
Γλώσσες που έχουν μάθει εκτός της μητρικής
  ΓΕΓΑΙΣΑΓ
198715-24 ετών19421060
25 ετών +1223629
199015-24 ετών18421266
25 ετών +1324833

(Πηγή : Eυρωπαϊκή επιτροπή 1991, 76-77)

Παρότι οι μείζονες τάσεις παραμένουν σχετικά σταθερές, και δείχνουν ότι τα γερμανικά (ΓΕ), τα γαλλικά (ΓΑ) και τα ισπανικά (ΙΣ) συνεχίζουν να αποτελούν ισχυρές γλώσσες με «ομοσπονδιακές» φιλοδοξίες και δυνατότητες (Hagège 1994, 13-14), το αξιοσημείωτο γεγονός είναι η μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα σημαντική αύξηση των αγγλικών (ΑΓ). Αυτή πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε δύο παράγοντες που αλληλοτροφοδοτούνται δημιουργώντας μια σπειροειδή ανοδική δυναμική: αφενός, στις διαδικασίες διεθνοποίησης της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, και αφετέρου, στην εξέλιξη της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στην εκπαίδευση.

Στην ερώτηση ποιες γλώσσες «μιλούν αρκετά καλά, ώστε να μπορούν να πάρουν μέρος σε μια συζήτηση», οι απαντήσεις δείχνουν καθαρά την ενίσχυση και την επέκταση των αγγλικών όχι μόνον στις νεότερες ηλικίες αλλά και στους ενηλίκους (βλ. Πίνακα 2). Φυσικά, στο μέτρο που περιορίζεται στην απλή καταγραφή των απαντήσεων, η έρευνα δεν αφήνει ικανά περιθώρια αξιολόγησης των πραγματικών γλωσσικών ικανοτήτων του δείγματος.

Πίνακας 2
Ξένες γλώσσες που μιλούν αρκετά καλά
  ΓΕΓΑΙΣΑΓ
198715-24 ετών816434
25 ετών +69315
199015-24 ετών919642
25 ετών +7105 519

(Πηγή: Eυρωπαική Eπιτροπή 1991, 80-81)

Η ίδια έρευνα δείχνει επίσης ότι το 92% των νέων ηλικίας από 15 έως 24 ετών μαθαίνει ξένες γλώσσες στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μοναδική εξαίρεση η Ελλάδα όπου μόνον το 49% των νέων δηλώνει ότι έμαθε την ξένη γλώσσα στην εκπαίδευση, ενώ το 70% σε ιδιωτικά φροντιστήρια (EυρωπαIκή Eπιτροπή 1991, 86-87).

Αυτά τα μεγέθη και οι αντίστοιχες τάσεις επιβεβαιώνονται από μια επόμενη έρευνα της Επιτροπής που στηρίζεται σε στατιστικές του 1994 (Commission européenne 1995β, 66∙ για νεότερα στοιχεία βλ. http://epp.eurostat.ec.europa.eu).

Πίνακας 3

(Πηγή : Eurobaromètre 41, Ιούλιος 1994, για νεότερα στοιχεία http://ec.europa.eu/public_opinion/index_en.htm)

Η κόκκινη καμπύλη δείχνει ότι μέσα σε τριάντα περίπου χρόνια αυτοί που μαθαίνουν αγγλικά τριπλασιάστηκαν. Δείχνει επίσης ότι η διαφορά ανάμεσα στα αγγλικά και στις άλλες «ισχυρές» γλώσσες συνεχώς διευρύνεται. Οι αποκλίσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στους Πίνακες 1 και 3 είναι μάλλον αμελητέες, καθότι οφείλονται στα περιθώρια του στατιστικού λάθους που προκύπτουν από το μέγεθος και τη διασπορά του δείγματος.

Ένα άλλο συμπέρασμα που βγαίνει από αυτούς τους Πίνακες είναι ότι ταυτόχρονα αυξάνονται και αυτοί που μαθαίνουν τις υπόλοιπες «ισχυρές» ευρωπαϊκές γλώσσες. Κάτι πολύ θετικό, που σημαίνει κυρίως ότι αξιοσημείωτα ποσοστά έχουν ήδη αρχίσει να μαθαίνουν μια δεύτερη ξένη γλώσσα. Αν και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος των ξένων γλωσσών που μαθαίνουν οι νέοι ήταν το 1993/1994 σχετικά χαμηλός, της τάξης του 1,2 γλώσσες, σε μερικά κράτη αυτά τα μεγέθη ήσαν αισθητά υψηλότερα: Β fl. 1,9 γλώσσες, DK 1,8, F 1,6, NL 2,2, FIN 2,4 και S 1,7 (Eurostat 1996· 1997, 187). Αντίστοιχα, μεγαλώνουν τα περιθώρια αντίστασης και επέκτασης των τριών γλωσσών που συνεχίζουν να παραμένουν «ισχυρές» (ΓΑ, ΓΕ, ΙΣ). Αυτή η δυναμική επαληθεύεται από τον επόμενο πίνακα (βλ. Πίνακα 4), που αποτυπώνει τις απαντήσεις στην ερώτηση ποιες ξένες γλώσσες οι πολίτες της ΕΕ «μιλούν με άνεση, ώστε να πάρουν μέρος σε μια συζήτηση» (Commission européenne 1995β, 66). Φυσικά, τόσο ως προς τις αποκλίσεις ανάμεσα στους Πίνακες 2 και 4, όσο και ως προς το ακριβές νόημα της φράσης «μιλούν με άνεση», ισχύουν οι προηγούμενες επιφυλάξεις.

Πίνακας 4

(Πηγή : Eurobaromètre 41, Ιούλιος 1994)

Η πιο ενδιαφέρουσα απόκλιση ανάμεσα στους Πίνακες 2 και 4, αυτή που δεν ερμηνεύεται με τη λογική του στατιστικού λάθους, είναι το ποσοστό αυτών που απαντούν ότι μιλούν με άνεση αγγλικά στις κατηγορίες ηλικιών 25-39. Το γεγονός ότι αυξήθηκε κατά 13 μονάδες μάλλον εξηγείται, αν συνυπολογίσουμε ότι το 29% αυτών των ηλικιών το 1987 και το 33% το 1990 δήλωνε ότι έχει μάθει αγγλικά (βλ. Πίνακα 1). Φαίνεται λοιπόν ότι στο ενδιάμεσο διάστημα, οι κανόνες της αγοράς εργασίας υποχρέωσαν αυτές τις κατηγορίες ηλικιών να αναπτύξουν περισσότερο τις γλωσσικές τους ικανότητες. Ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένα άλλο μέγεθος: 35% των νέων 15-24 ετών και 46% των ηλικιών 25-39 ετών δηλώνει ότι δεν μιλάει με άνεση καμιά ξένη γλώσσα, αν και οι περισσότεροι από τούς μισούς έχουν διδαχτεί τουλάχιστον μία. Συνεπώς, ο κίνδυνος του κοινωνικού αποκλεισμού είναι παρών και άμεσος, καθότι η επαρκής γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας φαίνεται να γίνεται απαραίτητο στοιχείο της βασικής αποσκευής κάθε νέου και κάθε εργαζόμενου που είναι αναγκασμένος να ταξιδέψει στη φουσκωμένη θάλασσα της αγοράς εργασίας. Αντίστοιχα, το αίτημα να γίνει πιο αποτελεσματική η διδασκαλία των ξένων γλωσσών στην εκπαίδευση αποκτά έναν ουσιαστικό και επείγοντα χαρακτήρα.

Η εικόνα συμπληρώνεται με δύο ακόμα στοιχεία που καταγράφουν τις αντιλήψεις της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης σχετικά με τη σημασία που αποδίδει στις γλώσσες γενικά, και ειδικά στη γλωσσική κατάρτιση στην εκπαίδευση. Το 1987, το 49% των νέων 15-24 ετών και το 53% των ενηλίκων 25 ετών και άνω θεωρούσαν τη σπουδαιότητα της γνώσης ξένων γλωσσών πολύ σημαντική. Αντίστοιχα, το 45% και το 41% τη θεωρούσαν απλώς χρήσιμη. Τα ίδια μεγέθη σημείωσαν μέσα σε τρία χρόνια μια σημαντική αύξηση. Το 1990, αυτοί που θεωρούσαν τη γνώση ξένων γλωσσών πολύ σημαντική αντιπροσώπευαν το 61% της πρώτης κατηγορίας ηλικιών και το 67% της δεύτερης. Ανάλογα μειώθηκαν και τα ποσοστά αυτών που την θεωρούσαν απλώς χρήσιμη σε 36% για την πρώτη και 29% για τη δεύτερη κατηγορία ηλικιών. Κατά την ίδια περίοδο, ωρίμασε και το αίτημα να ενισχυθεί η διδασκαλία των ξένων γλωσσών στην εκπαίδευση και εκφράστηκε με εντονότερο τρόπο: το 1987 το 47% της πρώτης κατηγορίας ηλικιών και το 43% της δεύτερης θεωρούσε ότι η διδασκαλία των ξένων γλωσσών δεν είναι αρκετή. Στο ίδιο διάστημα αυτά τα μεγέθη σημείωσαν μια θεαματική άνοδο έντεκα μονάδων: το 1990, το 58% της πρώτης και το 54% της δεύτερης απαντούσε ότι η διδασκαλία ξένων γλωσσών σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης δεν είναι ούτε αρκετή ούτε ικανοποιητική (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 1991, 88-89).

Αυτή η εξέλιξη αποτυπώνεται άμεσα στα εκπαιδευτικά συστήματα όλων των κρατών μελών και πρώτα απ' όλα στην πρωτοβάθμια υποχρεωτική εκπαίδευση. Αν πάρουμε υπόψη ότι η εισαγωγή της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στο Δημοτικό είναι σχετικά πρόσφατη (Eurydice 1997, 35-36,) και ότι τα στοιχεία που διαθέτουμε απεικονίζουν την κατάσταση όπως παρουσιάζεται κατά το σχολικό έτος 1992-1993, το μερίδιο των αγγλικών είναι πράγματι εντυπωσιακό (βλ. Πίνακα 5): 18% κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αξιοσημείωτες περιπτώσεις τη Δανία, την Ελλάδα, την Αυστρία, τη Φιλανδία και τη Σουηδία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι όλες οι «ασθενείς» γλώσσες και οι μικρές εγχώριες αγορές θεωρούν πλέον τα αγγλικά απαραίτητο στοιχείο της βασικής εκπαίδευσης κάθε νέου. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τις άλλες «ισχυρές» γλώσσες είναι αποκαλυπτικά: μόνον τα γαλλικά κάπως διασώζονται με ένα μέσο όρο της τάξης του 2%, που τροφοδοτείται από τέσσερα κυρίως κράτη: B fl 35%, L 81%, GR 4% και D 2% (Commission européenne 1996, 39).

Πίνακας 5

Ποσοστά μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκονται αγγλικά
Σχολικό έτος 1992 / 1993

(Πηγή : Eurostat)

Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα αγγλικά κυριαρχούν απολύτως με έναν ευρωπαϊκό μέσο όρο της τάξης του 88%. Οι υπόλοιπες «ισχυρές» γλώσσες ακολουθούν με αξιοσημείωτα μερίδια: 32% τα γαλλικά, 18% τα γερμανικά και 8% τα ισπανικά (βλ. Πίνακα 6). Είναι βέβαια αυτονόητο ότι η υποχρεωτική και μακρόχρονη διδασκαλία δεν οδηγεί αυτομάτως στην απόκτηση γλωσσικών ικανοτήτων υψηλού επιπέδου. Άμεση απόδειξη το γεγονός ότι το 35% των νέων 15-24 ετών δηλώνει ότι, αν και έχει διδαχτεί ξένες γλώσσες, δεν μιλάει με άνεση καμία.

Πίνακας 6

Περισσότερο διδασκόμενες γλώσσες - Γενική δευτεροβάθμια εκπαίδευση 1993/ 1994

Μέσοι όροι Ευρωπαϊκής Ένωσης : ΑΓ 88%, ΓΑ 32%, ΓΕ 18%, ΙΣ 8%
(1) Στοιχεία για το σχολικό έτος 1992 / 1993
(Πηγή : Eurostat 1996)

Ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη τέσσερεις παραμέτρους:

  • α) ότι όσο μικρότερη είναι η ηλικία που αρχίζει κάποιος να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα και όσο μεγαλύτερο το διάστημα κατά το οποίο τη διδάσκεται, τόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο γλωσσικών ικανοτήτων στο οποίο μπορεί να φτάσει·
  • β) ότι το αίτημα για τη βελτίωση της ποιότητας και για τη γενίκευση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στο Δημοτικό τείνει να δημιουργήσει μιαν ευρύτατη συναίνεση ανάμεσα στους ευρωπαίους πολίτες·
  • γ) ότι το κύρος των αγγλικών είναι αδιαμφισβήτητο, καθόσον όχι μόνον υπόσχονται αλλά και διασφαλίζουν πράγματι μιαν αυξημένη επαγγελματική κινητικότητα·
  • δ) ότι η άσκηση των γλωσσικών ικανοτήτων και η συνεχής δια βίου κατάρτιση, που ήδη επιβάλλονται από τη διεθνή αγορά εργασίας, θα οδηγήσουν σε σχετικά υψηλά επίπεδα γλωσσικών ικανοτήτων, κυρίως στα αγγλικά αλλά και στις άλλες «ισχυρές» γλώσσες, μπορούμε μάλλον να υποθέσουμε ότι μέχρι το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα τα αγγλικά θα είναι πράγματι μια ευρωπαϊκή κοινή που θα μιλιέται και θα γράφεται από την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, ενώ παράλληλα θα συνυπάρχουν οι «ισχυρές ομοσπονδιακές» και οι «ασθενείς» εθνικές γλώσσες.

2. Το μέλλον των ασθενών γλωσσών

Παρότι η αυθόρμητη αντίδραση, ή μάλλον ο πειρασμός, ενώπιον αυτής της δυναμικής που φαίνεται να οδηγεί σε μια κατάσταση λειτουργικής διγλωσσίας είναι να την κρίνουμε αξιολογικά, δηλαδή να σπεύσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν αυτό είναι καλό ή κακό, έχω τη γνώμη ότι αυτή η αντίδραση δεν είναι ούτε εύστοχη, ούτε γόνιμη. Γιατί πρόκειται για μια δυναμική μακράς διαρκείας, και σήμερα πια μη αντιστρέψιμη, που η γλωσσική διάσταση είναι μία μόνον από τις συνιστώσες της. Ήδη το 1784, ο Καντ διάβαζε τα σημάδια των καιρών και διαπίστωνε -με υπερβολική αισιοδοξία είναι αλήθεια- ότι στην Ευρώπη οι δεσμοί ανάμεσα στις βιομηχανίες είναι τόσο ισχυροί, ώστε στο μέλλον θα αναγκάσουν τα κράτη να δημιουργήσουν έναν πολιτικό οργανισμό εντελώς διαφορετικό από ό,τι ανάλογο είχε να επιδείξει ο παλιός κόσμος (Καντ 1947, 42). Κατά συνέπεια, αυτή η δυναμική δεν επιβάλλεται σήμερα μόνον από ισχυρούς οικονομικούς μηχανισμούς παγκόσμιας εμβέλειας, από τις γλωσσικές βιομηχανίες ή από τη ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών που δίνουν συγκεκριμένη υπόσταση στην έννοια του «πλανητικού χωριού» του Μακλιούαν. Παράλληλα, έχει τη δύναμη να διαμορφώνει τους όρους μιας ευρύτερης συναίνεσης, γιατί υπόσχεται στους ανθρώπους σταθερή πρόοδο και αειφόρο ανάπτυξη και τους καλεί να συμμετάσχουν σε μια νέα φάση της ιστορίας, που ορίζεται συμβολικά από την είσοδο στην τρίτη χιλιετία.

Τώρα η ίδια δυναμική, αυτή που συστήνει και την αποφασιστική κινητήρια δύναμη της νομισματικής, κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης, φαίνεται να διχάζει την κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών κρατών, καθώς βάζει με νέους όρους ένα παλιότερο δίλημμα: ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός, με το νόημα που έδινε σε αυτόν τον όρο ο Καντ, ή εθνική, γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα, με το περιεχόμενο που είχαν αυτοί οι όροι στον Φίχτε και στους πρώτους ρομαντικούς; Οι αναδιπλώσεις στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα και στις αξίες του έθνους, η άνοδος εθνικιστικών και ρατσιστικών κινημάτων, οι βαθύτερες αντιστάσεις που αναδύθηκαν στην επιφάνεια με τα δημοψηφίσματα για την επικύρωση της συνθήκης του Μάαστριχτ, αποδεικνύουν ότι αυτό το δίλημμα ούτε είναι λυμένο, ούτε υπάρχουν άμεσες και προφανείς λύσεις, τις οποίες μπορεί κανείς εύκολα να αποδεχτεί και να εφαρμόσει.

Αντίθετα, νομίζω πως όλοι συμφωνούμε ότι ένα από τα πεδία στα οποία τίθεται αυτό το δίλημμα είναι εκείνο του γλωσσικού πλουραλισμού και των προβλέψιμων ή απρόβλεπτων συνεπειών που θα έχει η επικράτηση μιας ευρωπαϊκής κοινής. Και τούτο γιατί η προοπτική που σχεδίασα με αδρές γραμμές βάζει όλες τις «ασθενείς» εθνικές γλώσσες, αλλά και τις μειονοτικές, μπροστά σε πολύ ουσιαστικές προκλήσεις. Όταν σήμερα, τομείς της καθημερινής ζωής των ευρωπαίων πολιτών όπως η οικονομία και οι συναλλαγές, πολλοί επιστημονικοί κλάδοι, νέα προϊόντα και τεχνολογίες, όψεις της κουλτούρας των νέων, ολόκληρες ζώνες των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, τα αγγλόφωνα δορυφορικά κανάλια, το Ίντερνετ που μπαίνει σιγά σιγά στην καθημερινότητά μας, σημαδεύονται από τη γοργή διείσδυση και την επέκταση της χρήσης των αγγλικών, εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς αν οι «ασθενείς» εθνικές γλώσσες δεν είναι ήδη καταδικασμένες να περιέλθουν μέσα σε λίγες δεκαετίες στην κατάσταση μιας οικόσιτης διαλέκτου.

Δεν υποτιμώ τους κινδύνους, ούτε υπερεκτιμώ τις δυνατότητες ρυθμιστικής και διορθωτικής παρέμβασης του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών. Παρ' όλα αυτά, έχω τη γνώμη ότι τα περιθώρια είναι πραγματικά και ότι οι δυνατότητες στήριξης των εθνικών γλωσσών σπάνια εξαντλούνται, τουλάχιστον από τις γλωσσικές πολιτικές που έχω υπόψη μου. Οι μεταβλητές που ασκούν επίδραση στην παραγωγική και αναπαραγωγική δύναμη μιας γλώσσας έχουν κατά κανόνα εντοπιστεί από την κοινωνιογλωσσολογία και μπορούν να αποτελέσουν ισάριθμα πεδία παρέμβασης. Επομένως, μια συνολική γλωσσική πολιτική που θα συνδυάζει τον προγραμματισμό του γλωσσικού συστήματος [corpus planning] με τον προγραμματισμό για τη διεύρυνση της χρήσης της γλώσσας [status planning] είναι δυνατή, είναι αναγκαία και είναι σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματική.

Βέβαια, η ευθύνη για τη χάραξη και την εφαρμογή μιας πολιτικής με στόχο την ενίσχυση της εθνικής γλώσσας ανήκει καταρχήν στα κράτη μέλη. Και εδώ το αυτονόητο παράδειγμα είναι η εθνική εκπαίδευση, γιατί η ανάπτυξη γλωσσικών ικανοτήτων υψηλού επιπέδου στην επίσημη γλώσσα του κράτους και η ενίσχυση του κύρους της, σε συνδυασμό με την ενθάρρυνση και την καλλιέργεια της προσωπικής έκφρασης των μαθητών, συστήνουν μια από τις βασικές αποστολές της. Ωστόσο, παρά τις νόμιμες επιφυλάξεις πολλών κρατών μελών που θα ήθελαν μια πιο ισχυρή παρέμβαση, η συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην προώθηση του γλωσσικού πλουραλισμού είναι πράγματι σημαντική.

Πρώτα από όλα, στο πεδίο της θεσμικής κατοχύρωσης των επίσημων γλωσσών και των τομέων που η χρήση τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με πολύ ουσιαστικά ζητήματα δημοκρατίας. Γιατί είναι φανερό ότι η δυνατότητα των εκλεγμένων εκπροσώπων των πολιτών να εκφράζονται στη μητρική τους γλώσσα συναρτάται με θεμελιώδεις ελευθερίες και δικαιώματα όπως η ισότητα, η έκφραση των απόψεων, ο σεβασμός του προσώπου και η αναγνώριση της γλωσσικής και πολιτιστικής διαφοράς. Ιδίως όταν συμμετέχουν στις θεσμισμένες διαδικασίες των κοινοτικών οργάνων μέσα από τις οποίες διαμορφώνεται η πολιτική, διατυπώνονται οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τις σχέσεις των πολιτών και παρακολουθείται η ενιαία εφαρμογή τους από τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Παρότι η διάκριση δεν είναι απολύτως καθαρή, αυτό το ζήτημα δεν θα πρέπει να συγχέεται με το τεχνικό πρόβλημα των γλωσσών εργασίας των κοινοτικών οργάνων και ιδίως της Επιτροπής. Και τούτο γιατί, ενώ το πρώτο αναφέρεται σε ζητήματα που άπτονται των συνταγματικών αρχών συγκρότησης ενός πολιτικού φορέα, το δεύτερο αναφέρεται σε μια πραγματική κατάσταση που απαιτεί ορθολογικές λύσεις. Συνεπώς, επιχειρήματα που επικαλούνται το κόστος του γλωσσικού πλουραλισμού και τη δύσκολη ή πρακτικά αδύνατη λειτουργία ενός πολυεθνικού οργανισμού όπου κάθε υπάλληλος χρησιμοποιεί τη γλώσσα του, ενώ είναι εύστοχα και ισχυρά όταν εφαρμόζονται στο πεδίο των γλωσσών εργασίας, είναι εντελώς άστοχα και ανυπόστατα όταν θίγουν την ισότιμη χρήση των επίσημων γλωσσών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη δημοκρατική άσκηση της πολιτικής και διοικητικής εξουσίας.

Έπειτα, μέσα από την ανάπτυξη προγραμμάτων που άμεσα ή έμμεσα προωθούν τον γλωσσικό πλουραλισμό. Το πρόγραμμα ΣΩKPATHΣ μέρος του οποίου αποτελεί το πρόγραμμα LINGUA, δίνει μεγάλη έμφαση στη διδασκαλία των γλωσσών και ιδίως των λιγότερο ομιλούμενων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ενώ τα προγράμματα ΛEONAPNTO και NEOΛAIA ΓIA THN EYPΩΠH ΙΙΙ την επεκτείνουν στην επαγγελματική κατάρτιση και στις οργανώσεις νέων. Το πρόγραμμα τηλεματικών εφαρμογών και το πρόγραμμα για την ενίσχυση της παραγωγής εκπαιδευτικών λογισμικών πολλαπλών μέσων περιλαμβάνουν στις προτεραιότητές τους την ανάπτυξη εργαλείων για την εκμάθηση γλωσσών. Επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η γλωσσική διάσταση άλλων δράσεων της Επιτροπής που δεν στοχεύουν άμεσα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, αλλά ασκούν μιαν αξιοσημείωτη διορθωτική επίδραση στους μηχανισμούς της αγοράς και ενισχύουν τις εγγενείς αντιστάσεις των «ασθενών» γλωσσών.

Ένα παράδειγμα που έχει μεγαλύτερη συνάφεια με τη θεματολογία του Συνεδρίου είναι το πρόγραμμα για την προώθηση του γλωσσικού πλουραλισμού στην κοινωνία της πληροφορικής, το οποίο στηρίζει πρωτοβουλίες που χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και έχουν στόχο να ενισχύσουν και να διευρύνουν τη χρήση των «ασθενών» γλωσσών στους κρίσιμους τομείς, εκεί που δέχονται και τη μεγαλύτερη πιέση από τις «ισχυρές». Η βασική διαπίστωση, πάνω στην οποία θεμελιώνεται αυτό το πρόγραμμα, είναι ότι οι δυνάμεις της αγοράς δεν αρκούν για τη διατήρηση και την προώθηση του γλωσσικού πλουραλισμού, καθότι η τάση θα είναι να συγκεντρώσουν την προσοχή και τις επενδύσεις τους σε έναν περιορισμένο αριθμό γλωσσών: σε αυτές που θα τους επιτρέπουν να προσφέρουν υπηρεσίες και προϊόντα σε μεγαλύτερο αριθμό χρηστών. Δηλαδή, σύμφωνα με τα προηγούμενα στοιχεία, κυρίως στα αγγλικά και κατόπιν στις άλλες τρεις «ομοσπονδιακές» γλώσσες. Συνεπώς, αν θέλουμε να διατηρήσουμε τον γλωσσικό πλουραλισμό, είναι ανάγκη να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Το πρόγραμμα εντοπίζει τρεις τομείς παρέμβασης και εξειδικεύει επιμέρους στόχους (Commission européenne 1995α)[1].

Πρώτος τομέας είναι η δημιουργία και η ανάπτυξη πολύγλωσσων υποδομών που θα διευκολύνουν την παραγωγή εμπορεύσιμων γλωσσικών προϊόντων και υπηρεσιών. Εδώ η βασική ιδέα είναι η δημιουργία, η δικτύωση και ο συντονισμός πολύγλωσσων ηλεκτρονικών λεξικών, κέντρων ορολογίας και βάσεων δεδομένων που θα οδηγήσουν σε εφαρμογές προηγμένων γλωσσικών τεχνολογιών. Εφόσον δημιουργηθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου Συντονισμού και Πληροφόρησης για την Ορολογία, το οποίο θα συνεργάζεται με εθνικά και περιφερειακά κέντρα ορολογίας, με βιομηχανικούς, διοικητικούς, νομικούς, επιστημονικούς, ιατρικούς και άλλους φορείς[2].

Δεύτερος είναι η ενίσχυση των γλωσσικών βιομηχανιών σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο και η ενθάρρυνση της διακρατικής συνεργασίας ανάμεσα στις επιχειρήσεις έτσι ώστε να μοιραστεί το κόστος της έρευνας, να διευκολυνθούν οι κοινές επενδύσεις, οι εφαρμογές να είναι πολύγλωσσες και να διασφαλιστεί ευθύς εξαρχής η ευρωπαϊκή διάδοση των προϊόντων. Παραδείγματα τέτοιων εφαρμογών είναι τα λογισμικά επιμέλειας κειμένων (ορθογραφία και γραμματική)· τα εργαλεία (ηλεκτρονικά λεξικά και ορολογία) και τα συστήματα μηχανικής μετάφρασης για κείμενα που προσφέρονται περισσότερο σε ανάλογους χειρισμούς· τα λογισμικά σύνθεσης κειμένων που επιδέχονται τυποποίηση όπως είναι τα διοικητικά έγγραφα, τα νομικά κείμενα, η εμπορική αλληλογραφία και οι οικονομικές συναλλαγές· οι προηγμένες τεχνολογικές εφαρμογές αναγνώρισης και σύνθεσης του λόγου.

Με δεδομένο ότι σε αυτόν τον τομέα οι βασικές τεχνολογίες είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από τη γλώσσα, η κύρια υπόθεση και συνάμα το στοίχημα είναι ότι η Ευρώπη μπορεί να αναπτύξει μια ισχυρή γλωσσική βιομηχανία, γιατί θα τη στηρίζει μια ενιαία πολύγλωσση αγορά που θα χρησιμοποιεί εναλλακτικά τις εθνικές γλώσσες και την αγγλική. Το νόμιμο ενδιαφέρον των κρατών μελών και η ευαισθησία των πολιτών για τις εθνικές γλώσσες τους είναι δύο σταθερές οι οποίες, σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς της αγοράς, μπορούν να χαράξουν ευρύτερα όρια για τη διάδοση των «ομοσπονδιακών» αλλά και των «ασθενών» γλωσσών. Αυτό το στοίχημα μπορεί να κερδηθεί, εφόσον η ενιαία αγορά διευκολύνει πράγματι μιαν αυξημένη κινητικότητα των εργαζομένων που, με τη σειρά της, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από ανεπτυγμένες γλωσσικές ικανότητες επικοινωνίας τουλάχιστον στην κοινή και σε μία ακόμα ευρωπαϊκή γλώσσα.

Τρίτος τομέας είναι η προηγμένη τεχνολογία μετάφρασης. Εκτιμάται ότι μόνον στην Ευρωπαϊκή Ένωση μεταφράζονται κάθε χρόνο περισσότερες από 100 εκατομμύρια σελίδες γραπτού κειμένου, οι οποίες αντιστοιχούν σε περίπου 100.000 μεταφραστές και σε ένα κύκλο εργασιών της τάξης των 10 δισεκατομμυρίων ecus. Το μέγεθος είναι ήδη τεράστιο, αλλά οι ανάγκες μετάφρασης δεν περιορίζονται μόνον στο γραπτό κείμενο. Συμπεριλαμβάνουν και άλλους τομείς όπως η γλωσσική προσαρμογή των λογισμικών, η μεταγλώττιση και ο υποτιτλισμός ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ή οι εκδόσεις σε διάφορες γλώσσες οπτικοακουστικών και προϊόντων πολλαπλών μέσων. Επομένως, η ενίσχυση της τεχνολογίας της μετάφρασης μέσα από την ανάπτυξη ηλεκτρονικών εργαλείων (βάσεις μεταφραστικών δεδομένων, δικτύωση των κέντρων μετάφρασης και των μεταφραστών, θεματικοί κόμβοι στο Ίντερνετ) αποτελεί ένα ακόμα πεδίο ευρωπαϊκής συνεργασίας που έχει ιδιαίτερη σημασία για τις «ασθενείς» γλώσσες καθότι τους επιτρέπει να διατηρούν την αμφίδρομη επικοινωνία τους με τις «ισχυρές», να εμπλουτίζονται και να σταθεροποιούν τη χρήση τους σε πεδία όπου η διείσδυση της αγγλικής φαίνεται να τις απειλεί.

Όπως σημείωσα προηγουμένως, σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας η ευθύνη για τη δημιουργία των γλωσσικών πόρων, των εργαλείων και των εφαρμογών στην εθνική τους γλώσσα ανήκει πρώτα από όλα στα κράτη μέλη. Όμως οι κοινοτικές πρωτοβουλίες μπορούν να προωθήσουν τη συνεργασία ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να μετατρέψουν σε σχετικό πλεονέκτημα το σοβαρό πρόβλημα της γλωσσικής πολυμορφίας, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη γλωσσικών βιομηχανιών που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μιας πολύγλωσσης ευρωπαϊκής κοινωνίας της πληροφορικής. Προφανώς, αυτές οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούν να αναπτυχθούν περισσότερο, να αποκτήσουν ισχυρότερες νομικές βάσεις στα κείμενα των συνθηκών και να διαθέτουν τους αναγκαίους πόρους και τα εργαλεία εφαρμογής. Αλλά για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, πρέπει να αναληφθούν οι κατάλληλες και εύστοχες πρωτοβουλίες που θα διαμορφώσουν ευνοϊκούς συσχετισμούς και να διεξαχθεί ο διάλογος στη βάση της αμοιβαίας αναγνώρισης των ουσιαστικών αιτημάτων του κάθε συνομιλητή, χωρίς τάσεις ηγεμονισμού και χωρίς μαξιμαλιστικές επιδιώξεις, που συνήθως εκλαμβάνονται σαν συμπτώματα πτωχαλαζονικής μεγαλομανίας.

Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. COMMISION EUROPEE.NNE. 1995α. The multilingual information society. COM(95) 486 final.
  2. ―――. 1995β. Les chiffres clés de l'éducation dans l'Union européenne 94. Βρυξέλλες: OPOCE.
  3. ―――. 1996. Les chiffres clés de l'éducation dans l'Union européenne 95. Βρυξέλλες: OPOCE.
  4. EURYDICE. 1997. A decade of reforms at compulsory education level in the European Union (1984-1994). Βρυξέλλες.
  5. EUROSTAT. 1997. Education dans l'Union européenne. Statistiques et indicateurs 1996. Βρυξέλλες: OPOCE.
  6. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. 1991. Οι Ευρωπαίοι νέοι το 1990. Βρυξέλλες: OPOCE.
  7. FICHTE, J. G. 1924. Reden an die deutsche Nation. Leipzig: A. Kröner. Βλ. επ. γαλλική μετάφραση. Renaud .
  8. HAGEGE, C. 1994. Le souffle de la langue. Παρίσι: Odile Jacob.
  9. KANT, I. 1947. Idee zu einer allgemeinen Geschicthe in weltbürgerlicher Absicht (Ιδέα μιας καθολικής ιστορίας από κοσμοπολιτική άποψη)
  10. ΛΑΖΟΣ, Χ. Γ. 1996. Πραγματικές προκλήσεις και φανταστική απειλή. Στο Η ελληνική γλώσσα στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση (Πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα, 3-5 Φεβρουαρίου 1995), 197-202. Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης.
  11. ―――. 1996α. Λειτουργίες της γλώσσας στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Στο «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Πρακτικά ημερίδας 25 Απριλίου), 61-75. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
  12. ―――. 1996β. Πολίτες και ιθαγενείς στην Ενωμένη Ευρώπη. Σύγχρονα Θέματα 60-61:57-73.
  13. MILNER, J.-C. 1983. Les noms indistincts. Παρίσι: Seuil.
  14. PROUST, M. 1988. A la recherche du temps perdu. 2ος τόμ. Bibliothéque de la Pléiade. Παρίσι: Gallimard.

1 Αυτές οι εφαρμογές συνδέονται με τα μεγάλα ερευνητικά προγράμματα που ενισχύει η Ευρωπαϊκή Ένωση στους τομείς της πληροφορικής και των γλωσσικών εφαρμογών όπως είναι το Delta, το Esprit, το Eurotra και το Linguistic Engeneering.

2 Το σύστημα ηλεκτρονικής ορολογίας Euradicautom, το οποίο έχει αποθησαυρίσει πάνω από τρία εκατομμύρια όρους σε εννέα γλώσσες, θα μπορούσε να αποτελέσει τον αρχικό πυρήνα ενός τέτοιου κέντρου.

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54