Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη 

Εθνικές γλώσσες και ευρωπαϊκή κοινή. 

Λάζος, Χ. 

…Με αφετηρία αυτό το νομικό πλαίσιο [άρθρο 126 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αναφέρεται στην εκπαίδευση] και τις δυνατότητες που παρέχουν τα εκπαιδευτικά αλλά και τα πολιτιστικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχω τη γνώμη ότι μπορεί να αναπτυχθεί μια μακρόπνοη πολιτική στήριξης και ενίσχυσης της ελληνικής γλώσσας στην Ευρώπη γύρω από δύο κύριους άξονες: τον εκπαιδευτικό και ευρύτερα τον πολιτιστικό.

1. Η διδασκαλία των ελληνικών στα κράτη-μέλη της Ένωσης ρυθμίζεται κυρίως από διμερείς συμβάσεις που στηρίζονται στην κοινοτική οδηγία 486 του 1977 και προβλέπουν τη διοργάνωση μαθημάτων, παράλληλα με το επίσημο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, από εκπαιδευτικούς που αποσπώνται γι' αυτόν το σκοπό από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας. Για τη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης σε αυτόν τον τομέα και την αποτελεσματικότερη διδασκαλία των ελληνικών, ιδιαίτερη σημασία έχουν: (α) η κατάρτιση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι συνήθως δεν διαθέτουν τις γνώσεις και την αντίστοιχη παιδαγωγική εμπειρία που απαιτούνται για τη διδασκαλία της ελληνικής σε μαθητές που δεν μιλούν ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα, και (β) η παραγωγή του κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού (αξιολόγηση του υφιστάμενου υλικού και βελτίωση των εγχειριδίων και των μεθόδων).

Παράλληλα, ωστόσο, πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες από την πολιτεία για την αναδιαπραγμάτευση αυτών των συμβάσεων με στόχο την εισαγωγή των ελληνικών ως ξένης γλώσσας στα σχολεία που φοιτούν τα παιδιά των μεταναστών. Διότι η σημερινή κατάσταση τείνει να εκμηδενίσει το, έτσι κι αλλιώς, περιορισμένο γόητρο και την εξαιρετικά χαμηλή ελκτική δύναμη των ελληνικών, και να μετατρέψει αυτά τα μαθήματα σε ένα είδος γκέτο για δεύτερης κατηγορίας μαθητές.

2. Αυτός ο άξονας θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνδυαστεί με την ανάπτυξη εκπαιδευτικών πακέτων με αντικείμενο τη γλώσσα και τον πολιτισμό, που θα αξιοποιούν τις σύγχρονες τεχνολογίες της ανοιχτής και από απόσταση εκπαίδευσης και θα τις εγγράφουν σε μια προοπτική συνεχούς εκπαίδευσης καθ' όλη τη διάρκεια του βίου. Η ομάδα-στόχος εδώ δεν περιορίζεται στους μαθητές της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά -είναι αυτονόητο- συμπεριλαμβάνει το σύνολο των ελληνικών κοινοτήτων της διασποράς, ενώ συνάμα η στρατηγική αναπτύσσεται σε μια πολύ ευρύτερη χρονική προοπτική.

3. Αυτές οι προσπάθειες ωστόσο θα διατρέχουν πάντα τον κίνδυνο της αναποτελεσματικότητας, εφόσον δεν θα αρθρώνονται με μια ευρύτερη προσπάθεια για την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού. Το ζήτημα εδώ είναι να πείσουμε τις κοινότητες των μεταναστών για τη χρησιμότητα και τη σημασία της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού, τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στη συγκρότηση μιας ταυτότητας που θα ενσωματώνει θετικά τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες. Κι αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο ούτε προφανές. Θα φέρω δύο παραδείγματα από την προσωπική μου εμπειρία. Πολύ συχνά, τούρκοι μετανάστες στη Γερμανία, αλλά και έλληνες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, δεν ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της γλώσσας και του πολιτισμού τους, διότι η αντίστοιχη «επένδυση» δεν ανταποκρίνεται στις σταδιοδρομίες που σχεδιάζουν για τα παιδιά τους. Ένα ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται στη φιλανδική μειονότητα της Σουηδίας. Παρότι υπάρχουν οι πολιτικές και τα μέσα για τη διδασκαλία της γλώσσας, δεν υπάρχει η αντίστοιχη κοινωνική ζήτηση. Διότι οι γονείς θεωρούν ότι είναι αποδοτικότερη η εκμάθηση μιας δεύτερης ξένης γλώσσας (π.χ. αγγλικών και γερμανικών) από την εκμάθηση των φιλανδικών. Όπως είναι φανερό, ούτε η πραγματικότητα της αγοράς εργασίας ούτε το κοινωνικό γόητρο και οι συγκεκριμένες μορφές με τις οποίες εξασφαλίζεται η διδασκαλία αυτών των γλωσσών στα σχολικά συστήματα πείθουν ότι αξίζει πάντα τον κόπο να επενδύσει κάποιος χρόνο και χρήμα.

4. Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά, το περιορισμένης εμβέλειας επιχείρημα που μπορεί να αντληθεί από την αγορά εργασίας (π.χ. συνδυασμός των ελληνικών με άλλες γλώσσες έτσι ώστε να παράγεται ένα οριακό συγκριτικό πλεονέκτημα) θα παραμένει ανυπόστατο, εφόσον δεν συνδυάζεται με μια γενναία πολιτική προβολής και ενίσχυσης του γοήτρου του ελληνικού πολιτισμού, τόσο μεταξύ των κοινοτήτων των ελλήνων του εξωτερικού όσο και μεταξύ των ξένων. Και αναφέρομαι στο σύνολο του ελληνικού πολιτισμού, αρχαίου, ελληνιστικού, βυζαντινού και σύγχρονου, και σε όλους τους τομείς. Έχω τη γνώμη ότι το ζήτημα δεν είναι κυρίως οικονομικό -χωρίς να υποτιμώ το τεράστιο κόστος τους εγχειρήματος- αλλά πολιτικών προτεραιοτήτων και εθνικής συναίνεσης γύρω από τη σημασία και τις πολλαπλές επιπτώσεις μιας τέτοιας προσπάθειας. Το παράδειγμα του Ινστιτούτου του Αραβικού Κόσμου στο Παρίσι θα έπρεπε να μελετηθεί σοβαρά και να προσανατολίζει την πολιτική μας σε αυτό τον τομέα. Ο κίνδυνος να μετατραπούν τα ελληνικά σε μια οικόσιτη γλώσσα είναι άμεσος, όπως επεσήμανε προηγουμένως προηγουμένως ο κ. Σωμερίτης. Στο μέτρο, λοιπόν, που το πρόβλημα της επιβίωσης και της ενίσχυσης των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την προβολή του πολιτισμού τους, οφείλουμε να θέσουμε ως στόχο τους αντίστοιχους θεσμούς οι οποίοι, παράλληλα με τις εκδηλώσεις που θα οργανώνουν συστηματικά, θα πρέπει να αναπτύσσουν και εκπαιδευτική δραστηριότητα. Η στήριξη των ερευνητικών κέντρων ή των πανεπιστημιακών εδρών και τμημάτων Ελληνικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας ή Θεολογίας, σε συνδυασμό με την ενίσχυση της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, είναι μια υπόθεση εξαιρετικά επείγουσα. Δεν διστάζω να υποστηρίξω ότι η δημιουργία Κέντρων ή Ινστιτούτων Ελληνικού Πολιτισμού στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στην Ευρώπη είναι εξίσου επείγουσα με τη διατήρηση αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων. Οι ελληνικές κοινότητες της ομογένειας, που συχνά με αυτοσχέδια μέσα -και δυστυχώς δίχως να έχουν πάντα μια ουσιαστική συμπαράσταση από τη χώρα μας- διατηρούν τα στοιχεία της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, θα ήταν πρόθυμες να στηρίξουν αυτή την πολιτική.

5. Τόνισα στη χτεσινή μου εισήγηση το πρόβλημα της χρήσης ξένων γλωσσών και κυρίως αγγλικών από επιστήμονες που ζουν στην Ελλάδα και διδάσκουν σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Μια γλώσσα που δεν ασκείται σε σύγχρονους επιστημονικούς κλάδους διατρέχει άμεσο κίνδυνο να μετατραπεί σε γλώσσα οικόσιτη που θα χρησιμοποιείται μόνον σε ιδιωτικές και οικιακές χρήσεις. Θα έπρεπε συνεπώς να αναπτυχθεί μια σοβαρή εθνική πολιτική ενίσχυσης των μεταφράσεων και προς τις δύο κατευθύνσεις, και από τις άλλες γλώσσες προς τα ελληνικά και από τα ελληνικά προς τις ξένες γλώσσες. Προτού ζητήσουμε από τους ξένους να μάθουν ελληνικά, θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να τους δώσουμε τη δυνατότητα να προσεγγίσουν την πνευματική ζωή αυτού του τόπου στη λογοτεχνία και στις επιστήμες. Με αυτή την ευκαιρία, θα ήθελα να υπογραμμίσω τον πολύ ουσιαστικό ρόλο που παίζει ένας από τους συνδιοργανωτές αυτού του συμποσίου, το Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου, το οποίο έχει κάνει τα τελευταία δέκα χρόνια, τουλάχιστον στον τομέα της προώθησης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στο γαλλικό κοινό, περισσότερα από όσα έγιναν τα τελευταία πενήντα χρόνια. Είναι μια έμπρακτη απόδειξη των δυνατοτήτων που υπάρχουν, του ενδιαφέροντος, αλλά και των συγκεκριμένων μορφών που μπορεί να πάρει μια τέτοια πρωτοβουλία. Έχω τη γνώμη ότι η εμπειρία αυτού του Κέντρου θα πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη, γιατί δείχνει τι μπορεί να γίνει ακόμα και με περιορισμένα οικονομικά μέσα.

6. Τελειώνω με το ζήτημα που έθεσε η γαλλική πρόταση για την καθιέρωση των γλωσσών εργασίας στην Κοινότητα -το οποίο αποτέλεσε την αφορμή αυτής της συνάντησης- και ευρύτερα με το ζήτημα της θέσης των ελληνικών στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεν θα επαναλάβω όσα υποστήριξα κατά τη χθεσινή συνεδρία. Θέλω μόνον να υπογραμμίσω ότι η Διακυβερνητική Συνδιάσκεψη του 1996 είναι μια πολύ καλή ευκαιρία για να τεθούν τα ουσιαστικά προβλήματα που θέτει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες. Εφόσον διεκδικούμε με τόση έμφαση, και σωστά, τη γλωσσική μας ιδιαιτερότητα, θα οφείλαμε επίσης να αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, να επεξεργαστούμε συγκεκριμένες προτάσεις και να εργαστούμε συστηματικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ευρύτερης συμπαράταξης των χωρών που οι γλώσσες τους διατρέχουν ανάλογους κινδύνους. Δεν είμαι αρμόδιος να προτείνω μέτρα. Θεωρώ ωστόσο ότι μια πολιτική που εξαντλείται στο ζήτημα των γλωσσών εργασίας είναι άγονη και αποπροσανατολιστική. Είναι μια μάχη οπισθοφυλακών. Αντίθετα, μια πολιτική που θα προσέγγιζε πραγματιστικά αυτό το θέμα, και θα το χρησιμοποιούσε ως ουσιαστικό επιχείρημα μιας διαπραγμάτευσης για να επιτύχει μια θεσμική κατοχύρωση κοινοτικών πολιτικών για την ενίσχυση των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών, θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερη. Με το να ζητάμε από τους ισχυρούς ευρωπαίους εταίρους μια ειδική μεταχείριση των ελληνικών και, κυρίως, με το να την περιορίζουμε στο επίπεδο των γλωσσών εργασίας, φοβάμαι πως οδηγούμαστε σε μια θέση αδύνατη και σε μια βέβαιη αποτυχία.

Ίσως, με αφετηρία τη γλωσσική πολιτική, θα έπρεπε να συλλάβουμε εκ νέου την προοπτική του ελληνισμού σε μια λογική διασποράς με θετικό αυτή τη φορά περιεχόμενο, παρά με μια έννοια συγκέντρωσης στα όρια του εθνικού κέντρου, που άλλοτε τη θέλαμε και κάποτε μας επιβλήθηκε ως εθνική τραγωδία. Μια μακρόπνοη γλωσσική πολιτική είναι αναγκασμένη -επί ποινή ακυρότητας- να συλλάβει την προοπτική της σε συνδυασμό με την προοπτική του ελληνισμού σε έναν κόσμο ανοιχτό.

Τελευταία Ενημέρωση: 17 Ιούλ 2008, 15:54