Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. 

Κώστας Κανάκης 

Β. Δ. Φόρης: Καθημερινή, 23/03/62

ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ…ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ (3. Η «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ (ΤΗΣ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ)»)

Η εξήγηση που πρέπει να δώσω στο σημείωμά μου αυτό είναι μία: πως όσα θα πω θα είναι κι εδώ όχι πινελιές, αλλά νύξεις ελάχιστες στο μέγα πλήθος των λεπτομερειών της Γραμματικής. Και από τις νύξεις αυτές θα απλωθούμε λιγάκι σε μερικές σκέψεις, για να βρούμε κι εδώ, όσο γίνεται, αν υπάρχει βάθος και τί αναδίνεται από βάθος αυτό. Αλλά ας παρουσιάσω πρώτα τη Γραμματική: Στην προμετωπίδα της δεν προβάλλει κανένας συγγραφέας. Στην πίσω σελίδα αναφέρεται η ομάδα επιστημόνων που τη συνέταξε από το 1938 ως το 1940 με εντολή του τότε υπουργού Παιδείας. Πρόεδρος και εισηγητής ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και μέλη: Κλ. Λάκων, Θρασ. Σταύρου, Αχ. Τζάρτζανος, Βασ. Φάβης, Νικ. Ανδριώτης. Θα αναφέρω με λίγες λέξεις πώς τα κατατοπιστικά Προλεγόμενα του Τριανταφυλλίδη, που αναφέρονται στη Νεοελληνική Γραμματική και τα πολλά προβλήματά της, πιάνουν 17 πυκνές σελίδες, και η Συνοπτική Ιστορία της ελληνικής γλώσσας άλλες 8. Ενημερώνεσαι έτσι από την αρχή, για να ξέρης τα πράγματα και να κρίνης ορθά για τις λύσεις που δόθηκαν στα τόσα προβλήματα.

Από κει η Φωνητική εισαγωγή. Η διάκριση των φθόγγων από τα γράμματα. Διακόπτω για να προτείνω στον αναγνώστη να ρωτήση ένα μαθητή όχι καν του δημοτικού αλλά του γυμνασίου, να του ξεκαθαρίση ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα δύο. Γιατί, κατά τη Γραμματική (σελ. 10) «είναι βαθιά ριζωμένη η συνήθεια, όταν μιλούμε για γλώσσα και για φθόγγους, να πηγαίνη ο νους μας σε λέξεις τυπωμένες, που μας έρχονται την ίδια στιγμή εμπρός στα μάτια μας˙ και αυτό μας εμποδίζει να κρίνωμε σωστά ό,τι αληθινά προφέρεται». Άλλο φθόγγος, λοιπόν και άλλο γράμμα. Πέντε γράμματα στη λέξη είναι, τρεις όμως φθόγγοι: ι, ν, ε. Κι από κει η φυσιολογία των φθόγγων. Οι ζωντανές γλώσσες δεν μιλιούνται μόνο, αλλά και τραγουδιούνται. Και τραγουδιούνται «τα εξακολουθητικά ηχηρά σύμφωνα (γ, β, δ…), ενώ τα άηχα, που δεν έχουν φωνή, δεν τραγουδιούνται…» (17).

Όλα καλά ως τους τόνους. Εδώ αρχίζει ο κόμπος. Η Επιτροπή της Γραμματικής είχε προτείνει στον τότε υπουργό να καταργηθούν οι τρεις τόνοι και να μείνει μόνο ένα σημάδι στην κάθε τονούμενη συλλαβή και να φύγουν τελείως τα πνεύματα. Το κράτος δεν εδέχθηκε την πρόταση. Τί θα γινόταν όμως τώρα; Θα ταλαιπωρούνταν τα παιδιά με τους αφάνταστα δύσκολους κανόνες τονισμού; Καλά όσο έχομε καθαρά μακρά και βραχέα (στο χαρτί, γιατί στη λαλιά μας όλα ισοπεδώθηκαν), αλλά όταν αρχίσουν τα δίχρονα; Θα έπρεπε να ανακληθούν οι κανόνες της αρχαίας, και ζήτημα είναι αν θα φώτιζαν κι αυτοί, έτσι όπως εξελίχθηκε η γλώσσα μας. Πώς θα γράψωμε: ρωτώντας ή ρωτώντας, και γιατί; Και θα γράψωμε: γυναίκα ή γυναίκα και με βάση ποιον (αρχαίο ή νέο) κανόνα; Η Επιτροπή βρήκε έναν τρόπο, μια μέση λύση: Κάθε δίχρονο που τονίζεται στην παραλήγουσα θα παίρνη οξεία, θα θεωρείται «βραχύ». Μάζες, ακτίνες. Στη λήγουσα θα θεωρούνται μακρά: χειμώνας, πείνα. Ολοκλήρωση των κανόνων με άλλες λεπτομέρειες, λίγες εξαιρέσεις και τέλος! Πριν προλάβετε να αναρωτηθήτε, σπεύδω να εξηγήσω εγώ νωρίτερα μια μου παράβαση στο σημείο αυτό: Γράφω: γλώσσα, η Γραμματική θέλει γλώσσα. Ας είναι όμως αυτό το μόνο αμάρτημά μου, για το οποίο και είμαι έτοιμος ν' απολογηθώ. Έκανα δάσκαλος και είδα με πόση αντίδραση τα παιδιά δέχονταν μια να τους λέω ως…«αρχαίος» ότι η «γλώσσα έχει το α δίχρονο» και μια ως νεοελληνιστής να τους τη γράφω γλώσσα. Το ωραίο εδώ είναι ότι ο κ. Χουρμούζιος π.χ. γράφει: γλώσσα, αν και υποστηρίζει την ανάγκη να διδάσκεται η καθαρεύουσα, η ταπεινότητά μου τα αντίθετα. Ποιος έχει δίκιο; Κανένας μας˙ αλλά τόσο εμείς όσο και τα παιδιά (και αυτά δεν πρέπει να τ' αγνοούμε!), όλοι δείχνομε την ανάγκη ν' απλοποιηθούν τα πράγματα. Περισπωμένη για τ' αρχαία, στη λέξη γλώσσα, κουκκίδα ή ό,τι άλλο για τα νέα. Tertium non datur, τρίτη λύση δεν υπάρχει. Από την αρνητική αυτή πλευρά νομίζω πως επίσης προσφέρεται υπηρεσία. Προωθείται μάλιστα και το ζήτημα της διδασκαλίας της αρχαίας στα σχολεία μας, ξεκαθαρίζονται τα προβλήματα και όλα παν καλά. Γιατί όταν έρθη ο λόγος -στο ιδανικό σχολείο- για τόσες αποκλίσεις της νέας ελληνικής: άνθρωπος - αλλά ανθρώπου κλπ., αναπόφευκτα θα ρωτήση ο μαθητής το γιατί, κι ο δάσκαλος όχι μόνο θα απαντά πως έτσι γινόταν στ' αρχαία χρόνια, αλλά θα βλέπη μέσα στα ματάκια των παιδιών ή τις απορίες ή τη ζήτηση της αλήθειας και θα μπορή, μέσα στο μάθημα των νέων ελληνικών, να ετοιμάζη τον αυριανό φιλόλογο, τον αυριανό γλωσσολόγο: «Συ, παιδί μου, από τότε που σας εξήγησα τί νόημα είχε για τους αρχαίους η περισπωμένη κλπ., όλο αυτά σκέπτεσαι. Έλα να σου δώσω κι ένα βιβλίο να τα διαβάσης καλύτερα». Έτσι, από την αρνητική αυτή πλευρά θα βοηθήσωμε και τα αρχαία, τα οποία, βέβαια, έτσι ή αλλιώς, είναι προορισμένα για λίγους!… Αντί το γλωσσικό μάθημα να καταντήσει, όπως έχει καταντήσει, βάσανο, θα γίνη -επιτρέψτε τη λέξη, πλασμένη κι αυτή κατά τα αρχαία πρότυπα…- θα γίνη λοιπόν το γλωσσικό μάθημα: έλκτρο. Θα επιμείνω λίγο ακόμη στο θέμα αυτό το τόσο σοβαρό. Ξέρω τις αντιδράσεις. Αν καταργήσωμε τους τόνους και τα πνεύματα, σπάζομε την παράδοση. Έγραψαν πολλοί γι' αυτά τα πράγματα, εξήγησαν πώς οι αρχαίοι των κλασσικών χρόνων δεν έγραφαν τόνους, αυτοί εφευρέθηκαν αργότερα κλπ. Δεν πείθεται η άλλη πλευρά˙ αντίθετα, εκείνους που σκέπτονται κάτι τέτοια τους χαρακτηρίζει με τους πιο βαρείς χαρακτηρισμούς. Επειδή όμως η κοινωνία ζητεί διαφώτιση κι επειδή τα διαφωτιστικά βιβλία τα τρώει η σκόνη στις Βιβλιοθήκες, ανασύρω ένα και αποσπώ. Ο ιδρυτής της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα, ο πολύς και μέγας Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, είχε προτείνει πριν 50 χρόνια να καταργηθούν οι τόνοι και τα πνεύματα στα βιβλία του Δημοτικού -καθαρευουσιάνος ο ίδιος και αρχαϊστής- επειδή οι μαθηταί συναντούν σ' αυτούς «τας μεγίστας δυσκολίας». Ο συνάδελφός του καθηγητής τότε του Πανεπιστημίου Αθηνών Α. Σκιάς αμφισβήτησε τον ισχυρισμό του Χατζιδάκι. Και ιδού η ανταπάντηση του Χατζιδάκι κατά πιστή αντιγραφή: «Ουδαμώς αμφιβάλλω ότι δεν θα διετείνετο ταύτα. (ο Σκιάς), αν είχε ποτέ διδάξει παίδας τα πρώτα κεφάλαια της γραμματικής, οίον τα περί μακρών και βραχέων φωνηέντων και διφθόγγων, τα περί των ποικίλων τόνων, τα περί εγκλίσεως αυτών κλπ., κλπ., πάντα πράγματα αλλότρια της νεωτέρας ημών γλώσσης και δη παντάπασι ξένα του αισθήματος ημών και επομένως δυσκολώτατα να νοηθώσιν υπό των μικρών μαθητών. Είναι αληθές ότι η πρότασίς μου αύτη (να καταργηθούν δηλ. οι τόνοι) απεκρούσθη και υπ' άλλων. Ως φαίνεται, δεν ήλθεν ακόμη ο κατάλληλος προς τοιαύτας σκέψεις και μεταβολάς χρόνος. Δεν αμφιβάλλω δ' ότι θα έλθη». Μια χάρη θα σας ζητήσω, πριν σας δώσω την παραπομπή: να ξαναδιαβάσετε τα λόγια αυτά του Χατζιδάκι… Η παραπομπή: Επιστημονική Επετηρίς Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου έτος Ι΄ (1913-1914). Εν Αθήναις 1915, σελίδα 42. Πενήντα χρόνια από τότε! «Δεν αμφιβάλλω δ' ότι θα έλθη…». Στο μεταξύ όχι μόνο τονίζομε και νέες, νεώτατες λέξεις με τους αρχαίους κανόνες, αλλά φιλοδωρούμε και τις ξένες: καμβάς και χαλβάς και μπακλαβάς, με την τόσο πολυσήμαντη περισπωμένη των αρχαίων. Φρίκη! Θα αναφωνούσε για άλλη μια φορά, και πάλι με το δίκιο του, ο κ. Τασολάμπρος. Χαράμισμα της περισπωμένης, θα έλεγα εγώ, για να μιλήσω και με το κατάλληλο ουσιαστικό…

Φύγαμε πολύ, αλλά ήταν και το θέμα βασικό Δυό λέξεις για το τυπικό. Τα ουσιαστικά και τα επίθετα κλίνονται όπως τα λέμε στην καθημερινή ζωή: ο πατέρας του πατέρα, η μητέρα της μητέρας, ακριβώς δηλαδή όπως τα βλέπομε κάθε τόσο στην ειδησεογραφία της αγαπητής μας «Καθημερινής»… «Ο πατέρας Κέννεντυ διέφυγε τον κίνδυνον» - «Η μητέρα Κ. υπέστη εγχείρησιν… ». Θα λεπτολογήσω λιγάκι. Βέβαια πατήρ και μήτηρ είναι υπερβολή για τα λατρευτά μας πρόσωπα, είναι, για να επανέλθωμε στα όσα λέγαμε στο 2ο σημείωμα, προσβολή προς τα πρόσωπα, ξεφεύγομε όχι πια από το ύφος το «οικείο», αλλά από το ήθος το γλωσσικό. Καλά λοιπόν κάνει η «Καθημερινή» και γράφει στην καθαρεύουσά της: πατέρας-μητέρα. Αλλά -και εδώ θα πούμε στους δικούς μας ανθρώπους το παράπονό μας- ποιο ήθος γλωσσικό θεραπεύει ο κλητήρ και ο νιπτήρ; Τους ανεβάζομε πιο πάνω από τον πατέρα και τη μητέρα; Δεν ξέρω πολλά από φιλοσοφία, αλλά θαρρώ πως εδώ αγγίζομε τη διαλεκτική της γλώσσας… Επιστροφή λοιπόν.

Τα θέματα όλα δίνουν λαβή για χίλιες δυό σκέψεις. Αλλά επειδή έγινε συζήτηση πολλή για ωοθήκες-αβγοθήκες κλπ., λίγα λόγια και γι' αυτό το σπουδαίο θέμα. Η Γραμματική στο τμήμα παραγωγής και συνθέσεως των λέξεων δίνει τόση σημασία στον παράγοντα της λόγιας γλώσσας, ώστε πολλοί φανατικοί δημοτικισταί να πουν πως «άνοιξε όλες τις πόρτες της προς την καθαρεύουσα»! Εδώ λοιπόν έχει θέση η αρχαία ελληνική, που όχι μόνο δεν την αγνοεί η νέα, αλλά της παίρνει τα πρότυπα και δημιουργεί τις νέες λέξεις (ας το πω καλύτερα: παίρνει από την καθαρεύουσα λέξεις δικές της!). Μητέρα, βέβαια, αλλά μητροκτονία, μητρόπολη, μεγάλος και μεγαλοπιάνομαι, αλλά μεγαθήριο και μεγάφωνο (158), ορθογραφικές διαφορές: γη αλλά απογειώνομαι (165) και χίλια δυό. Εδώ θα αντιπαρατηρήσω.

Γράφει ο κ. Χουρμούζιος μια χαρακτηριστική φράση: «Η δημοτική κεντάει τον καμβά της με το στημόνι της καθαρεύουσας». Έξοχη έκφραση, αν… αντιστραφούν οι όροι. Στημόνι του νέου λόγου μας, καθαρεύουσας και δημοτικής, είναι η δημοτική βάση, στο υφάδι πολλές ωραίες λεπτές, λεπτότατες κλωστές της καθαρεύουσας και αρχαίας και τίποτε άλλο. Καθαρεύουσα (δηλ. αρχαία) με λέξεις να, θα, που, με, χωρίς μια δοτική, χωρίς μια ευκτική, δεν είναι καθαρεύουσα, είναι μαγαρίζουσα τον αρχαίο λόγο. Έτσι λοιπόν η Γραμματική με τη λογική αυτή βάση: φωνητική και τυπικό γνήσια δημοτικά, παραγωγή και σύνθεση δημοτικά αλλά και πολλά λόγια για να εκφραστούν χίλιες αποχρώσεις, με τη βάση αυτή και με το δημοτικό συντακτικό βρίσκεται στο χρυσό μέσο δρόμο που συνδέει πραγματικά την αρχαιότητα με τις μέρες μας. Έγινε λόγος και για ενδεχόμενες «μεταφράσεις» λόγιων λέξεων στη δημοτική. Μόνο οι φανατικοί της άλλης πλευράς απέδωσαν στο δημοτικισμό και την κατωτεντώστρα (υποτείνουσα) και την Κεχριμπάρα (Ηλέκτρα) και άλλα. Ο λαός, που η δημοτική τον ακούει με όλη της την προσοχή και όλο τον πρέποντα σεβασμό, δεν έχει ανάγκη από μεταφράσεις. Όσο πιο πολύ ανεβαίνει με τη μάθηση, τόσο περισσότερες λόγιες λέξεις χρησιμοποιεί. Αν κάπου κάτι θέλει ν' αποφύγη -και θυμάμαι την αρτοκλασία- βρίσκει συχνά τη διέξοδο. Ο Φιλήντας αναφέρει, ίσως από την Αρτάκη του, τον τύπο: αρτοπλασία. Θαύμα δημιουργίας -παρετυμολογία το λέμε- που για να το βυθομετρήσης γράφεις ολόκληρη μελέτη. Αλλά μήπως οι μάννες μας στην Κοζάνη δεν εδημιούργησαν άλλη λέξη; Αρτοκκλησία την είπαν! Και θυμάμαι τώρα πόσο εγκληματούσα μικρός όταν έσπευδα να «διορθώσω». Αλλά η απάντηση: «Εμείς έτσι το ξέρομε (δηλαδή τί είναι αυτά κύριε σοφολογιώτατε), εσείς να το λέτε όπως θέλετε!»…

Ας ρίξωμε μια ματιά και στον Ορθογραφικό Οδηγό, στο τέλος του βιβλίου. Βαριά η κληρονομιά (το: βαριά με γιώτα, στα βυζαντινά χρόνια λέγονταν βαρέα, όχι βαρεία!), νά, ορθογραφικά προβλήματα σωρός. Μια τάξη στα πράγματα ζήτησε να βάλη η Γραμματική με βάση και τη γλωσσική ιστορία, αλλά και τις διδακτικές δυνατότητες. Δίκοπο το μαχαίρι. Βέβαια η ιστορική ορθογραφία, που πρέπει να την τηρούμε, θα καταντούσε μάστιγα, και κανένας, ούτε και οι πιο φανατικοί καθαρευουσιάνοι δεν την τηρούν απόλυτα. Ποιος γράφει: Δημήτρις, τραυάει, λάδι, Βασίλεις; Ποιος ρωτάει κλπ; Μια προσαρμογή των πραγμάτων ήταν απαραίτητη. Όπου βασίλευε ως τώρα το λάθος, έρχεται το ορθό: αλίμονο πιά,…, αρχαία λέξη η απόρροια, δύο ρ, νέα σύνθεση το: καλορίζικος, ένα! Στο βασιλιάς δεν έγιναν θαύματα να γυρίσει ο ομηρικός τύπος βασιλήος και να γραφεί βασιληάς ή ό,τι άλλο, και στην αποκριά που αποχαιρετίσαμε το η που γράφουν πολλοί δεν έχει καμιά θέση. Από-κρέας, το ε δε γυρνάει στο δίδυμό του η, όχι αποκρηά λοιπόν, αλλά αποκριά ή απόκρια… Άμποτε να 'ναι ο τελευταίος χρόνος που…ητακίσαμε και μ' αυτή…

Ψιχία ελάχιστα γευθήκαμε από το πλούσιο συμπόσιο που μας προσφέρει η Γραμματική. Ούτε τη γνωρίσαμε καν - και εδώ δεν γίνεται κάτι τέτοιο. Θα ρωτήσετε πάλι: Αλάνθαστη την έχετε; Ανθρώπινο έργο, θα σας απαντούσα, αλλά πρέπει να συμπληρώσω. Είναι τόσα τα θέματα που δημιουργεί η Γραμματική αυτή, είναι τόσο λεπτά και ασύλληπτα τα προβλήματά της, ώστε πολλά μπορεί να συζητήση κανείς. Ένα μόνο δεν μπορεί να αποσιωπήση: Ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του νεωτέρου μας πνευματικού πολιτισμού. Και ένα δεν μπορεί ακόμα να παραλείψη: Ότι έμεινε 21 χρόνια τώρα από την κυκλοφορία της, ο μεγάλος άγνωστος της Παιδείας μας κι ακόμα της ζωής μας. Οι εξαιρέσεις δεν έλειψαν. Κριτικές έγιναν από ειδικούς - που τη σέβονταν και τη σέβονται, αλλά που ορθά έβλεπαν πως πολλά της σημεία ήθελαν ένα νέο κοίταγμα. Κι αυτό είναι το σπουδαίο. Ότι με την καλόπιστη κριτική πολλά μπορούν να διορθωθούν. Πουθενά όμως δεν ακούστηκε, μια Γραμματική μιας τόσο ρευστής -για να το δεχθούμε- γλώσσας όπως η νεοελληνική, να μείνη όπως πρωτογράφηκε πριν 20 χρόνια. Κι ο ίδιος ο Εισηγητής της, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, το ζήτησε από τον τάφο του: «Πολλή ακόμη εργασία χρειάζεται…». Μακάρι, βέβαια, να ίσχυε και γι' αυτήν η θεία ρήση: «Ιώτα εν… ». Ευτυχώς ή δυστυχώς και ιώτα και ήτα αρκετά, και άλλα θέματα θέλουν το ξανακοίταγμά τους. Πολλά λεπτά θέματα θα τα κρίνη «το αυριανό αναλυτικό πρόγραμμα», αυτό το όνειρο του Μ. Τριανταφυλλίδη, που μ' αυτό έσβησε, κι ωστόσο το όνειρο δε λέει να γίνη πραγματικότητα. Αλλά το όνειρο το ζούμε ακόμα, όσοι ζωντανοί. Και από το ελεύθερο αυτό βήμα θα επιτραπή σ' έναν απ' αυτούς να πη, μαζί με κάποιες άλλες πικρές αλήθειες, και λίγα λόγια για το χρέος όλων μας.

Τελευταία Ενημέρωση: 18 Δεκ 2009, 10:55