Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. 

Κώστας Κανάκης 

Α. Παπανδρέου: Αυγή, 12/9/76

Η νέα Γραμματική της Δημοτικής και η γλωσσική μας παιδεία

Η Νέα Γραμματική της δημοτικής που συντάχθηκε με την ευθύνη του ΚΕΜΕ για τη διδασκαλία της εθνικής μας γλώσσας σ' όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, γενικής και επαγγελματικής, αποτελεί αναμφισβήτητα ένα απόκτημα για το έθνος και αναμένεται να λειτουργήσει ως ένα αποτελεσματικό όπλο στα χέρια των διδασκομένων και των διδασκόντων για τη γλωσσική παιδεία της νέας γενιάς.

Βέβαια δεν ήταν η έλλειψη της Γραμματικής που συντηρούσε το καθεστώς της αγλωσσίας, στην οποία εξακολουθεί να είναι βυθισμένο το έθνος, αλλά η απουσία εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής γενικά, και ειδικότερα στο κεφάλαιο της γλώσσας, στο οποίο εξακολουθούν και σήμερα να δίνουν τις τελευταίες μάχες οι οπισθοφύλακες της κοινωνικής αντίδρασης.

Άλλωστε η νέα Γραμματική, όπως το ομολογεί, δεν αποτελεί παρά «αναπροσαρμογή στα σημερινά δεδομένα της νεοελληνικής και σχολικής πραγματικότητας» της μικρής νεοελληνικής Γραμματικής του Μαν. Τριανταφυλλίδη, που υπάρχει εδώ και 40 χρόνια.

Η νομιμοποίηση της εθνικής μας γλώσσας και η καθιέρωσή της στην Παιδεία, η μεθοδική της διδασκαλία, η μελέτη και καλλιέργεια με όλα τα μέσα που χρησιμοποιεί το σχολείο, αποτελεί μόνο την αφετηρία μιας διαδικασίας που θ' αρχίσει ν' αποδίδει τους αναμενόμενους καρπούς μετά την ολοκλήρωσή της στις πρώτες μαθητικές γενιές και υπό τον όρο της συνέχειας και της συνέπειας.

Η θεμελίωση από εδώ και πέρα της σχολικής μόρφωσης στη στέρεη φυσική πραγματικότητα της μητρικής γλώσσας, πρέπει να ελπίζουμε πως θα απελευθερώσει το δρόμο προς την πνευματική αρτίωση και δημιουργία από τα τεχνητά εμπόδια του παλιού γλωσσικού καθεστώτος, που αντί να στερεώνει και να προάγει κατέστρεφε τις φυσικές καταβολές της έκφρασης που έριχνε η μητρική γλώσσα μαζί με το μητρικό γάλα, με αποτέλεσμα μια εμπλοκή στον ίδιο το μηχανισμό, που στην ουσία ήταν εμπλοκή στον ίδιο μηχανισμό της σκέψης, μια καθαρά πνευματική αγκύλωση.

Η νέα Γραμματική στο σύνολό της αντανακλά τη θέληση να εκφράζει πιστά τη ζωντανή γλώσσα του έθνους, που καλλιεργήθηκε επί αιώνες σε πολλούς τομείς της ζωής, ιδιαίτερα στη λογοτεχνία. Ενσαρκώνει έναν όγκο ευσυνείδητης εργασίας που έχει σχέση με την κατάταξη, ανάλυση, τη μελέτη και αξιολόγηση ενός πλούσιου γλωσσικού υλικού και τη διατύπωση κανόνων που εκφράζουν τις λειτουργικές τάσεις των ποικίλων γλωσσικών φαινομένων, τα οποία ανάγονται στο χώρο της γραμματικής. Μια εργασία που τη διακρίνει η φρόνηση χωρίς να της λείπει και η τόλμη, ώστε ν' αποτελεί ένα σημαντικό βήμα μπροστά από το σημείο στο οποίο είχε σταματήσει ο Τριανταφυλλίδης.

Υπάρχουν, εν τούτοις, μερικά σημεία που γεννούν εύλογη απορία για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται. Γιατί, απ' τη στιγμή που αναθεωρούμε συνήθειες και ανατρέπουμε παλιούς κανόνες όχι μόνο στον τονισμό, αλλά και στην ορθογραφία γενικότερα, με γνώμονα πάντα τη γενίκευση και τη δυνατή απλούστευση των πραγμάτων (ώσπου να προχωρήσουμε και σε ριζικές καινοτομίες), ποιος ο λόγος να διατηρούμε αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και ν' αφήνουμε την πόρτα ανοιχτή για την καλλιέργεια συγχύσεων και την κατασκευή «λαθών»;

Απ' τον κανόνα, για παράδειγμα, που λέει ότι «τα ανισοσύλλαβα ουσιαστικά εις -ας, όταν τονίζονται στη λήγουσα παίρνουν οξεία, π.χ. βοριάς, παπάς, Μιστράς, Πειραιάς κλπ.» (σελ. 86), γιατί να εξαιρούνται και να παίρνουν περισπωμένη τα βαφτιστικά και οικογενειακά ονόματα ΘωμÄς, ΠαλαμÄς, ΣκουφÄς κλπ.

Το ίδιο θα μπορούσε να είναι καθολική η ισχύς του κανόνα και για τα ανισοσύλλαβα εις -ης ουσιαστικά (πραματευτής, Παντελής) και να παίρνουν όλα οξεία. Γιατί να εξαιρούνται και να περισπώνται τα αρχαία κύρια ονόματα (που άλλως τε είναι και νέα) ΠερικλÉς, ΣοφοκλÉς, κλπ; (σελ. 87).

Η νομιμότητα επίσης της γενικής «σκέψεως» και «δυνάμεως» έστω και ως δεύτερων τύπων, μετά από τους ορθούς τύπους της σκέψης, της δύναμης, (σελ. 94) διαιωνίζει απλώς στο συγκεκριμένο σημείο τη σύγχυση της διγλωσσίας και παρατείνει τεχνητά την παρουσία τύπων που ανάγονται στη γραμματική της αρχαίας, έχουν από αιώνων εγκαταλειφθεί από το λαό, και επιβιώνουν τεχνητά, μόνο και μόνο γιατί είχαν νεκραναστηθεί από την καθαρεύουσα.

Γιατί τα παραθετικά των επιθέτων (και επιρρημάτων) -ότερος και -ότατος να μην γράφονται όλα με ο και να καθιερώνουμε εξαιρέσεις για τα παραθετικά των επιθέτων που τελειώνουν σε -εος και -οος (π.χ. στερεός - στερεώτερος, αντίξοος - αντιξοώτερος); (σ. 124). Την εξαίρεση την κατανοούμε μόνο για τα παραθετικά των επιθέτων που παράγονται, απ' τα επιρρήματα άνω, κάτω, άπω (ανώτερος, κατώτερος)

Πάμε τώρα στα ρήματα. Το δεύτερο ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα στη παθητική φωνή δεν σχηματίζεται ποτέ μονολεκτικά στη ζωντανή μας γλώσσα και, νομίζω, δεν λέει κανείς «γίνου, κάθου, ντύνου, πλύνου, προφασίζου» όπως μας πληροφορεί η νέα Γραμματική (σελ. 169), αλλά «να ντύνεσαι καλά», «να γίνεσαι παράδειγμα», «να κάθεσαι φρόνιμα» κλπ. Χρησιμοποιείται δηλ. ένας περιφραστικός τύπος.

Και στα ρήματα της δεύτερης συζυγίας (και της τάξης εκείνων που έχουν καταλήξεις στον ενεστώτα -ω, -εις, -ει π.χ. λαλώ, λαλείς, λαλεί κλπ.), στην προστακτική του ενεστώτα επικρατεί ο φθόγγος α και όχι ει. Π.χ. «με το βοριά, με το νοτιά, λαλάτε τη τη λευτεριά» (Σικελιανός) και όχι «λαλείτε». Ή «λάλα το, αηδόνι μ' λάλα το» (δημοτικό) και όχι «λάλει».

Το ίδιο συμβαίνει και με τα ρήματα κινώ (ξεκίνα - ξεκινάτε), παρακαλώ (παρακάλα και όχι παρακάλει), προχωρώ (προχώρα και όχι προχώρει), φιλώ (φίλα σταυρό και όχι φίλει), προσπαθώ (προσπάθα και όχι προσπάθει) (σελ. 173).

Ανεξάρτητα όμως απ' τις παρατηρήσεις αυτές και πολλές που θα είχαν ίσως να προσθέσουν άλλοι παραμένει πάντα το γεγονός ότι η νέα Γραμματική είναι η πιο συγχρονισμένη Γραμματική της δημοτικής που έχουμε και μπορεί θαυμάσια ν' αποτελέσει οδηγό για όλους, ώστε να διαμορφωθεί και να επικρατήσει μια ενότητα στους τύπους και την ορθογραφία της εθνικής μας γλώσσας, στη φάση που διανύουμε σήμερα.

Το σύντομο διάγραμμα της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας, που είναι και το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, τελειώνει με τη φράση «… το βιβλίο αυτό που με αγάπη προσφέρεται στον Έλληνα μαθητή και στο Έθνος γενικότερα». Δεν ξέρω αν η φράση προστέθηκε με πλήρη επίγνωση του βάρους της ή από τη διάθεση μεγαληγορίας της στιγμής. Γιατί όταν παραδίδεις στο Έθνος τη γραμματική του, είναι αδιανόητο αυτό το Έθνος σαν κρατική οργάνωση και λειτουργία να εκφράζεται όχι στη δική του γλώσσα και τη γραμματική (που με τόση ευλάβεια προσφέρει το υπουργείο Παιδείας), αλλά σε μια γλώσσα νεκρή και ξένη προς τα αισθήματά του. Ούτε είναι νοητό τα σχολεία να διδάσκουν τη ζωντανή γλώσσα του έθνους και να διατελούν σε κατάσταση πολιορκίας από τα αρχαιοπρεπή απαρέμφατα και τις μετοχές των Νομοσχεδίων και των αναφορών και εκθέσεων των Γενικών Επιθεωρητών.

Η γλωσσική μας παιδεία προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός ενιαίου οργάνου που να στηρίζεται στη γνήσια εθνική μας παράδοση και να εκφράζει τη ζωντανή γλωσσική πραγματικότητα, ικανή να ανταποκριθεί και στις πιο υψηλές απαιτήσεις των πνευματικών αναγκών της εποχής μας, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, ώστε να μην επιτρέπει την πολυτέλεια κανενός είδους υπονόμευσής της.

Πρόκειται για μια υπόθεση που αφορά το έθνος ολόκληρο και το πνευματικό του μέλλον, κι αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τις διακηρύξεις, πρέπει να μεταφέρουμε τον κανόνα της νέας Γραμματικής σ' όλο το φάσμα της κοινωνικής και της εθνικής μας δραστηριότητας.

Τελευταία Ενημέρωση: 18 Δεκ 2009, 10:55