Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Νεοελληνική γραμματική (τη δημοτικής). Ανατ. της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. 

Κώστας Κανάκης 

Εμμ. Κριαράς: Οι επιφυλλίδες του Βήματος, 15/02/78

Η σχολική γραμματική

Η μεταβολή του γλωσσικού καθεστώτος που από χρόνια πολλά ίσχυσε σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες στον τόπο μας είναι φυσικό να μη βρίσκει την επιδοκιμασία ορισμένων συντηρητικότερων κύκλων. Και στη δική μας κοινωνία, όπως και σε κάθε άλλη, όχι μόνο τα συμφέροντα, αλλά και τα πολιτιστικά ιδανικά ατόμων και ομάδων αλληλοσυγκρούονται. Γι' αυτό και τα πολιτιστικά μέσα για την επιδίωση του μορφωτικού ιδανικού δεν μπορούν να βρουν την καθολική αποδοχή και τη γενική αναγνώριση. Πώς να μη συμβαίνει το ίδιο στον τόπο μας προκειμένου για ένα ζήτημα όπως το γλωσσικό που ο ενημερωμένος στην πνευματική ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού ξέρει ότι και κυβέρνηση κάποτε εξαιτίας του ανατράπηκε και νεκρούς εθρήνησε ο τόπος και άλλες κακοδαιμονίες και ατυχήματα εγνωρίσαμε;

Είναι αξιοσημείωτο ότι την πρόσφατη γλωσσική μεταρύθμιση την πραγματοποίησε συντηρητική κυβέρνηση˙ κι' αυτό έγινε γιατί η μεταπολίτευση αυτή είχε επικίνδυνα καθυστερήσει. Μολαταύτα αξιοπρόσεχτες και ίσως επικίνδυνες αντιδράσεις διαπιστώνονται κάθε τόσο σε διάφορους τομείς όπου το γλωσσικό θέμα θα έπρεπε να βρει τη φυσιολογική του πορεία προς τη λύση. Πρόσωπα αρμόδια και αναρμόδια σε γλωσσικά θέματα, συντηρητικοί κύκλοι της πολιτικής και της επιστήμης, της διοίκησης και της δικαιοσύνης, των πανεπιστημίων και της εκκλησίας, εξοικειωμένοι ως χτες στη ρουτίνα της καθαρευουσιάνικης αποτελμάτωσης δυσκολεύονται σήμερα να αντικρύσουν το φως μιας ανάτασης και μιας ανανέωσης που μας χαρίζει το μήνυμα του δημοτικισμού στην παιδεία και τον δημόσιο βίο. Τα πρόσωπα αυτά γίνονται επικριτές της μεταρρυθμιστικής πρωτοβουλίας -τουλάχιστον οι λιγότερο συντηρητικοί- και στα γλωσσικά και τα γενικότερα θέματα, χωρίς να συναισθάνονται το κακό που κάνουν στους ακατατόπιστους εκείνους που ενδεχομένως βλέπουν με κάποια συμπάθεια το αρνητικό τους κήρυγμα.

Για να κρίνομε σωστά το θέμα που μας απασχολεί είναι ανάγκη να βασίσομε τις σκέψεις μας πάνω σε ορισμένες πραγματικότητες. Μια απ' αυτές είναι τούτη: Με τη γλωσσική μεταπολίτευση το κράτος δεν έκαμε άλλο από το να αναγνωρίσει τα δίκαια του δημοτικισμού όπως αυτά είχαν διατυπωθεί από παλαιότερα, αλλά ιδίως όπως διατυπώνονται από τη σύγχρονη δημοτικιστική διανόηση. Η πολιτεία δεν ήρθε διαιτητής ανάμεσα στην καθαρευουσιάνικη και τη δημοτικιστική ιδεολογία. Το κράτος πήρε την απόφασή του -φωτισμένα από την πείρα και την πνευματική μας ιστορία- πάνω σ' ένα ζήτημα που δεν έπρεπε πια να ταλανίζει τον Ελληνισμό, σε μια στιγμή μάλιστα που ζητούμε την εισδοχή μας σ' έναν πλατύτερο οικονομικό και πολιτιστικό χώρο. Ένα είδος, από το άλλο μέρος, ρεαλιστικού συμβιβασμού είχε κι όλας συντελεστεί από τον σύγχρονο δημοτικισμό, που στην πράξη και τη θεωρία του είχε αποδεχτεί όχι λίγα αρχαϊστικά στοιχεία.

Γι' αυτό τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη, γλωσσολόγου και κορυφαίου στις τελευταίες δεκαετίες θεωρητικού του δημοτικισμού υιοθέτησε το κράτος, προσαρμοσμένη βέβαια, ως κατάλληλο γλωσσικό εγχειρίδιο για την παιδεία. Γιατί είναι ρητά βεβαιωμένο ότι η σχολική γραμματική -σύμφωνα με την απόφαση του κράτους- στηρίχτηκε στη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη που τυπώθηκε το 1941 και καθρέφτιζε τις γνώμες και άλλων γλωσσολόγων της εποχής. Αυτή τη Γραμματική μια ομάδα εκπαιδευτικών λειτουργών ύστερα από κρατική εντολή ζήτησε να την προσαρμόσει στις απαιτήσεις της σύγχρονης γλωσσικής πραγματικότητας. Η επιτροπή πάλι που μεταγενέστερα αντιμετώπισε ορισμένα συζητητέα προβλήματα της γραμματικής απαρτίστηκε από μελετητές και λογίους όχι άγευστους από γλωσσική παιδεία. Τρεις απ' αυτούς είναι γνωστοί νεοελληνιστές, δύο εί ναι λογοτέχνες ακαδημαϊκοί και ένας διακεκριμένος εκπαιδευτικός, ο πρόεδρος του ΚΕΜΕ. Επομένως άτοπα πρέπει να θεωρηθούν όσα υποστηρίζονται από εχθρικούς προς τη γλωσσική μεταρρύθμιση κύκλους που ζητούν να χαρακτηρίσουν αναρμόδιους για τη συγκρότηση και την τελική έγκριση ενός απλού σχολικού εγχειριδίου πρόσωπα που κατανάλωσαν σχεδόν ολοκληρο ή ένα μέρος της εκπαιδευτικής τους καρριέρας στη μελέτη θεμάτων ελληνικής φιλολογίας και γλώσσας. Είναι βέβαιο ότι και οι δύο επιτροπές ζήτησαν να προσαρμόσουν τη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη σε μια πιο συγχρονισμένη αντίληψη για τη δημοτική και εργάστηκαν μέσα σε πλαίσια μετριοπάθειας, μακριά από άκρες και ριζοσπαστικές λύσεις των προβλημάτων που παρουσιάζονταν.

Ουσιαστικά ο πόλεμος -όποιος πόλεμος- κατά της Γραμματικής γίνεται από καθαρευουσιάνους ή μη πραγματικούς δημοτικιστές - αφού μάλιστα και οι ίδιοι το διακηρύσσουν ότι δεν ανήκουν στον δημοτικιστικό στρατό. Οι πολέμιοι αυτοί δεν ελέγχουν απευθείας και κατά κύριο λόγο το δημοτικισμό των μελών των δύο επιτροπών, αλλά ελέγχουν τους συντάκτες της Γραμματικής γιατί ακολούθησαν το «λιγότερο ενδεδειγμένο και ευρύτερα εγκαταλελειμένο σήμερα τύπο της ρυθμιστικής γραμματικής». Δεν ξέρω αν σε όλες χώρες είναι ενδεδειγμένο να εγκαταλείπεται -και σε ποιον βαθμόεγκαταλείπεται; - ο ρυθμιστικός τύπος των γραμματικών. Όμως στον τόπο μας ποιος θα είχε το δικαίωμα να ελέγξει και όχι την υποχρέωση να επαινέσει το ότι επιτέλους έχομε στη διάθεσή μας μια χρηστική γραμματική που να τη χαρακτηρίζει μετριοπάθεια στις λύσεις που δέχεται και στις ρυθμίσεις που συνιστά μπροστά στα προβλήματα πολυτυπίας και μορφολογίας; Οι αυστηροί κριτές θα ήθελαν το απλό και πρώτο αυτό γλωσσικό βοήθημα να συνταχτεί σύμφωνα με τα διδάγματα της νεωτεριστικής γλωσσολογίας, που σήμερα λίγους δυστυχώς, για να μην πω: ελάχιστους, βρίσκομε σ' αυτά μυημένους στον τόπο μας. Αγνοείται -αθέλητα άραγε; - η ανάγκη που παρουσιάστηκε στην πολιτεία να δώσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα -οι καιροί ού μενετοί!- ένα πρακτικό και άμεσα χρησιμοποιήσιμο γλωσσικό εγχειρίδιο, πάντα φυσικά με τη σκέψη αργότερα να ανασυγκροτηθεί το βοήθημα αυτό όχι ως προς τα ρυθμιστικά του διδάγματα -ποια γραμματική δεν είναι ως ένα βαθμό ρυθμιστική;- αλλά ως προς τη διάταξη της ύλης και το χαρακτηρισμό των γλωσσικών φαινομένων.

Ελέγχεται λ.χ. η Γραμματική γιατί, διατηρεί την ορολογία τη σχετική με τα βραχέα και τα μακρά φωνήεντα. Αλλά αυτό ήταν αναγκαίο κακό από τη στιγμή που διατηρώντας ακόμη το πολυτονικό σύστημα στην ορθογραφία της γλώσσας μας είμαστε, αλλοίμονο, υποχρεωμένοι να δίνομε ένα σωρό κανόνες τονισμού - μόνο και μόνο για να φορτώνομε μαθητή και δάσκαλο, αλλά και κάθε πολίτη που πιάνει πένα στο χέρι του, με προβλήματα τονικά που λίγοι είναι αρμόδιοι να λύνουν. Γιατί οι πολέμιοι της Γραμματικής διακιολογημένα στην περίπτωση αυτή ελέγχουν το εγχειρίδιο, που χρησιμοποιεί δεκατρείς σελίδες για τόνους -πνεύματα- ορθογραφικά σημεία κλπ., κάνοντας μια διάκριση «μόνο για να προσδιοριστεί το είδος του τόνου».

Συμπεραίνομε λοιπόν ότι η επίθεση κατά της Γραμματικής δε γίνεται με ευθύ τρόπο. Δεν ελέγχεται γιατί είναι μια γραμματική δημοτικιστική, έστω με λύσεις ακραίες - που θα ήταν «νόμιμο» να ειπωθεί από έναν καθαρευουσιάνο. Αλλά ελέγχεται γιατί οι συντάκτες της δεν ακολούθησαν τη μεθοδολογία της νεωτεριστικής γλωσσολογίας. Κανείς λογικός και φρόνιμος μελετητής δε θα αρνιόταν καταρχήν ότι μια τέτοια αντιμετώπιση του θέματος της Γραμματικής θα έδινε χρήσιμα αποτελέσματα. Όμως, παράλληλα, κάθε λογικός μελετητής δέχεται ότι η ανάγκη των πραγμάτων οδηγούσε στη γρήγορη συγκρότηση μιας γραμματικής της δημοτικής με τα μέσα και τα πρόσωπα που μπορούσε τη στιγμή αυτή να διαθέσει ο τόπος μας στον τομέα της παιδείας και πάντα μέσα στα πλαίσια της δημοτικιστικής ιδεολογίας.

Πρέπει να σημειώσω ότι οποιαδήποτε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στον τόπο μας δεν μπορούσε παρά να γίνει με άμεσο συσχετισμό με τη δημοτικιστική ιδεολογία - γιατί αλλιώς θα αναλαμβάναμε μάταιο έργο. Ο δημοτικισμός -ας το πούμε άλλη μια φορά- δεν είναι στενό γλωσσικό ή λογοτεχνικό κίνημα, αλλά κίνημα ανανεωτικό του όλου πνευματικού και κοινωνικού μας βίου, εμπλουτισμένο με μια γενικότερη προοδευτική ιδεολογία. Όσοι σήμερα καταπολεμούν τη γλωσσική μεταρρύθμιση -προϋπόθεση σωστής παιδευτικής πορείας- και διαβάλλουν κατά τον τρόπο που είδαμε το αποχτημένο γλωσσικό εγχειρίδιο, όσο και αν διατείνονται ότι δεν πολεμούν την εκαπιδευτική μεταρρύθμιση, στην ουσία αυτή τη μεταρρύθμιση πολεμούν, αφού φροντίζουν να κάμουν ύποπτο στα χέρια του απλού χρήστη του ένα χρήσιμο γλωσσικό εγχειρίδιο που ο καλός θεός της Ελλάδας το άφησε να κυκλοφορήσει στα χέρια μαθητών και δασκάλων.

Οι αυστηροί κριτές της σχολικής γραμματικής παραβλέπουν ακόμη ότι πρόκειται για γραμματική του δημοτικού σχολείου. Από ανάγκη σήμερα χρησιμοποιείται και στο γυμνάσιο. Επομένως άτοπο είναι να ζητούμε από μία στοιχειώδη γραμματική να διαλευκάνει γραμματικά φαινόμενα πέρα από τη δεκτικότητα των μικρών μαθητών. Μια δίκαιη αντιμετώπιση της γραμματικής από αρμόδιους κριτές ασφαλώς θα είχε να διαπιστώσει και σφάλματα και αμεθοδίες, αναπόσπαστα από κάθε ανθρώπινο έργο. Και υπάρχουν, νομίζω, και στη γραμματική που συζητούμε. Ευγνωμοσύνη ασφλώς θα αισθάνονται οι συντάκτες της γραμματικής σ' εκείνους που με νηφάλια κρίση και με βαθύτερη γνώση των πραγμάτων θα διατύπωναν παρατηρήσεις που θα συντελούσαν να συμππληρωθεί και να βελτιωθεί ένα εγχειρίδιο προορισμένο να βοηθήσει το μαθητή να κατακτήσει ουσιαστικότερα τη μητρική του γλώσσα.

Τελευταία Ενημέρωση: 18 Δεκ 2009, 10:55