Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Χρήστος Κλαίρης - Γεώργιος Μπαμπινιώτης. Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική - Επικοινωνιακή. 

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου & Αναστάσιος Τσαγγαλίδης 

Χρήστος Κλαίρης - Γεώργιος Μπαμπινιώτης (σε συνεργασία με τους Αμ. Μόζερ, Αικ. Μπακάκου-Ορφανού, Στ. Σκοπετέα) (2005). Γραμματική της Νέας Ελληνικής. Δομολειτουργική - Επικοινωνιακή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. (σελ. 1160).

Εξώφυλλο

Η Γραμματική της Νέας Ελληνικής των Κλαίρη και Μπαμπινιώτη (σε συνεργασία με τους Αμ. Μόζερ, Αικ. Μπακάκου-Ορφανού, Στ. Σκοπετέα) εκδόθηκε το 2005 και αποτελείται από πέντε μέρη: Μέρος Α: Το όνομα της νέας ελληνικής: Αναφορά στον κόσμο της πραγματικότητας˙ Μέρος Β: Τα ονοματικά στοιχεία της νέας ελληνικής: Η εξειδίκευση της αναφοράς στον κόσμο της πραγματικότητας˙ Μέρος Γ: Το ρήμα της νέας ελληνικής: Η οργάνωση του μηνύματος˙ Μέρος Δ: Τα επιρρηματικά στοιχεία: Η εξειδίκευση του μηνύματος˙ Μέρος Ε: Η υλική πραγμάτωση του μηνύματος.

Από αυτά τα μέρη τα τέσσερα πρώτα έχουν ήδη εκδοθεί ως αυτοτελείς τόμοι (1996: Το όνομα: Αναφορά στον κόσμο της πραγματικότητας, 1999: Το ρήμα: Η οργάνωση του μηνύματος, 2001: Τα επιρρηματικά στοιχεία: Η εξειδίκευση του μηνύματος, 2004: Τα ονοματικά στοιχεία: Η εξειδίκευση της αναφοράς στον κόσμο της πραγματικότητας), ενώ το πέμπτο μέρος εκδίδεται για πρώτη φορά. Στον τόμο δεν περιλαμβάνεται το τμήμα για «την έννοια, τη δομή και τη λειτουργία του κειμένου», το οποίο όπως δηλώνουν οι συγγραφείς στον Πρόλογο (σελ. VIII) θα προστεθεί στην αμέσως επόμενη έκδοση.

Ο τόμος περιλαμβάνει επίσης ένα παράρτημα που περιέχει πίνακες κλιτικών παραδειγμάτων ονόματος και ρήματος, καθώς και πίνακες ρημάτων που ακολουθούν διαφορετικό παράδειγμα σχηματισμού, γενική επιλεγμένη βιβλιογραφία, ευρετήριο και γλωσσάριο γραμματικών όρων.

Όπως δηλώνεται από τους συγγραφείς στον Πρόλογο η γραμματική ανάλυση που πραγματοποιούν «αφορά στη σημερινή Κοινή Νέα Ελληνική και δεν επεκτείνεται σε γεωγραφικές ή άλλες ποικιλίες» (σελ. ΧΙΙ), ενώ η μέθοδος που ακολουθήθηκε στη σύνταξη της Γραμματικής αποτελεί «έναν ουσιώδη συγκερασμό δύο απαραίτητων, συμπληρωματικής σχέσης, προσεγγίσεων στην ανάλυση της γλώσσας, της δομολειτουργικής και της επικοινωνιακής» (σελ. Χ του Προλόγου).

Η διάρθρωση της ύλης είναι πρωτότυπη -τουλάχιστον για τις έως τώρα Γραμματικές της ελληνικής- και στηρίζεται στην «ολιστική θεώρηση» της γλώσσας. Αναλύονται, δηλαδή, θεμελιώδεις έννοιες της επικοινωνίας, π.χ. ο χρόνος, ο τρόπος, και στο ομόλογο κεφάλαιο παρουσιάζονται όλες οι διακριτές δομές που χρησιμοποιούνται για την έκφρασή τους (ρήματα, προτάσεις, επιρρήματα, προθέσεις κ.λπ.). Βασικές κατηγορίες, όπως το όνομα και το ρήμα αποτελούν διακριτά μέρη του έργου και εξετάζονται αυτοτελώς. Στην εξέτασή τους δίνονται σημασιολογικές, μορφολογικές και συντακτικές πληροφορίες σε αντίστοιχα υποκεφάλαια.

Αυτή η πρωτότυπη οργάνωση της ύλης -που απηχεί, όπως είναι αυτονόητο, συγκροτημένη θεωρητική άποψη για το πώς λειτουργεί το γλωσσικό σύστημα- είναι από τα βασικά πλεονεκτήματα του έργου και το καθιστά έργο γραμματικής με τη γλωσσολογική σημασία του όρου, δηλαδή περιγραφής του συνόλου των λειτουργιών της γλώσσας. Ωστόσο, το αναγκαστικό μειονέκτημα αυτής της επιλογής για την οργάνωση της ύλης είναι ότι συνεπάγεται αρκετές επαναλήψεις κάποιων τμημάτων που εξετάζονται αλλού από «δομική» και αλλού από «λειτουργική» σκοπιά, χωρίς να είναι πάντοτε ευδιάκριτα τα όρια (βλ. λ.χ. τη συζήτηση της σύνταξης προθέσεων με γενική στο τμήμα της γενικής (σελ. 51-52) και στο τμήμα των προθέσεων (σελ. 927-928)).

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

Ο όρος όνομα χρησιμοποιείται για τα ουσιαστικά και αυτά αναλύονται στο πρώτο μέρος. Προηγείται η σημασιολογική ανάλυση (σελ. 6-11) με έμφαση στη διάκριση συγκεκριμένων και αφηρημένων ονομάτων, καθώς και σε εκείνη μεταξύ γενικής και ειδικής δήλωσης. Ακολουθεί η παρουσίαση της «συνδυαστικότητας» του ονόματος (σελ. 12-16), δηλαδή των συντακτικών θέσεων που αυτό μπορεί να λάβει και στη συνέχεια το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μέρους αφιερώνεται στο μορφολογικό σύστημα του ονόματος (σελ. 17-74). Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με την παρουσίαση του «σχηματισμού του ονόματος» (σελ. 75-106), όπου αναλύονται τα φαινόμενα σύνθεσης και παραγωγής των ονομάτων, καθώς και εκείνα των φραστικών ονομάτων και των αρκτικόλεξων.

Ως προς το μορφολογικό τους σύστημα τα ονόματα διακρίνονται σε δικατάληκτα και τρικατάληκτα και σε ισοσύλλαβα και ανισοσύλλαβα. Δίνονται συνοπτικοί πίνακες της κλίσης των ονομάτων και των σχετικών καταλήξεων (σελ. 20-22). Από αυτούς τους πίνακες απουσιάζει η κλητική πτώση, παρόλο που αναλύεται ικανοποιητικά στο ομόλογο τμήμα (σελ. 52-53).

Ιδιαίτερα λεπτομερές είναι και το υποκεφάλαιο που αφορά το σχηματισμό των ονομάτων, ιδιαίτερα στα τμήματα που αφορούν την παραγωγή και τη σύνθεση. Δίνονται κατάλογοι προθημάτων και επιθημάτων, τα οποία εντάσσονται στην προσφυματική παραγωγή, και λεξικών προθημάτων και επιθημάτων, τα οποία εντάσσονται στη συμφυματική παραγωγή. Η παρουσίαση της συμφυματικής παραγωγής ως διακριτού από την προσφυματική παραγωγή φαινομένου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και αποτελεί καινοτομία για τις γραμματικές της νέας ελληνικής. Στις γενικές πληροφορίες που δίνονται για τα λεξικά προθήματα (σελ. 80) και τα λεξικά επιθήματα (σελ. 92) αναφέρεται ορθά ότι αυτά τα τμήματα λέξεων προέρχονται από παλαιότερες φάσεις της ελληνικής και δεν έχουν αυτοτελή παρουσία στη νέα ελληνική. Θα ήταν χρήσιμο, ωστόσο, να αναφερθεί επίσης ότι τα αρχαιοελληνικά αυτά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν από τις ευρωπαϊκές γλώσσες για τα επιστημονικά τους λεξιλόγια, από τα οποία εισήλθαν στη συνέχεια στη νέα ελληνική.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται τα ονοματικά στοιχεία της νέας ελληνικής, δηλαδή τα άρθρα, τα επίθετα και οι αντωνυμίες, αλλά και φαινόμενα συντακτικά, όπως οι αναφορικές προτάσεις και η ονοματοποίηση, η οποία διαιρείται από τους συγγραφείς σε συντακτική ή κυρίως ονοματοποίηση και σε λεξιλογική ονοματοποίηση (σελ. 358). Η συνεξέταση όλων των παραπάνω γραμματικών στρατηγικών επιλέγεται από τους συγγραφείς λόγω του ότι όλες αποτελούν «εξειδικεύσεις της αναφοράς στον κόσμο της πραγματικότητας», δηλαδή με αυτές «επιτυγχάνεται ο εμπλουτισμός, η ακρίβεια και η πληρότητα του μηνύματος» (σελ. 109). Υπό αυτή την οπτική γωνία, τα άρθρα επιτελούν τον «καθορισμό της αναφοράς» (οριστικής και αόριστης), οι αντωνυμίες επιτελούν την «αντικατάσταση ή υποκατάσταση» της αναφοράς, αλλά και τον καθορισμό της αόριστης αναφοράς, ενώ ο «χαρακτηρισμός της αναφοράς» διαιρείται σε «απόδοση ιδιότητας» και επιτελείται από τα επίθετα, σε «ειδικές πληροφορίες» και επιτελείται από τις επιθετικές αντωνυμίες και σε «επεξεργασμένους χαρακτηρισμούς» και επιτελείται από τη γενική, τους εμπρόθετους προσδιορισμούς, τις αναφορικές προτάσεις, την παράθεση, την επεξήγηση και το κατηγορούμενο.

Αυτός ο τρόπος έκθεσης και ανάλυσης των γραμματικών φαινομένων παρέχει πλήθος πληροφοριών (σημασιολογικών, μορφολογικών, συντακτικών και χρήσης) για το κάθε μέρος του λόγου, αλλά απαιτεί επίσης έναν αναγνώστη εκπαιδευμένο στο να μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτές τις πληροφορίες.

Σημαντικό ρόλο στην ανάλυση παίζουν τα παραδείγματα χρήσης, στα οποία όμως δεν δίνονται επιπλέον στοιχεία που θα μπορούσαν να προέκυπταν από τα corpora που χρησιμοποιήθηκαν στη σύνταξη του έργου. Π.χ. οι τύποι της προσωπικής αντωνυμίας τονε, τηνε, καθώς και οι τύποι της αόριστης αντωνυμίας καποιανού, καποιανής, καποιανού παρουσιάζονται ορθά ως «χαρακτηριστικοί του προφορικού λόγου» (σελ. 289, 287). Θα ήταν χρήσιμο, όμως, να συνόδευαν τα σχετικά παραδείγματα χρήσης πληροφορίες για τη συχνότητα χρήσης αυτών των τύπων, καθώς και για τα κείμενα από τα οποία προέρχονται.

Το μορφολογικό σύστημα του επιθέτου παρουσιάζεται και αναλύεται ως στηριζόμενο στο σύστημα του ονόματος, το οποίο ανάλογα με τους συνδυασμούς τύπων για τα διάφορα γένη διακρίνει «μορφολογικές δέσμες» (σελ. 218). Για τα επίθετα του τύπου «ασθενής, ασθενής, ασθενές» (σελ. 228-230), ωστόσο, δεν είναι σαφές με ποιο κλιτικό πρότυπο ονόματος συνδέονται. Η γενική του ασθενή χαρακτηρίζεται «του προφορικού λόγου», ενώ ο τύπος του ασθενούς χαρακτηρίζεται ως «πιο τυπική χρήση» (σελ. 229). Νομίζουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η χρήση της διάκρισης μεταξύ λαϊκού και λόγιου στοιχείου της ελληνικής, τόσο ως προς την καταγωγή όσο και ως προς τη χρήση θα ήταν χρησιμότερη από εκείνη μεταξύ του προφορικού και τυπικού, γιατί θα εξηγούσε τη δυσκολία ένταξης των συγκεκριμένων επιθέτων στο κλιτικό σύστημα της νέας ελληνικής, καθώς και τη δυσκολία πολλών ομιλητών να χρησιμοποιήσουν «σωστά» τα εν λόγω επίθετα.

Στο υποκεφάλαιο για τον σχηματισμό των επιθέτων (σελ. 254-263) και συγκεκριμένα για την παραγωγή γίνεται, όπως και για τα ονόματα, η χρήσιμη διάκριση σε «προσφυματική» παραγωγή (με προθήματα και επιθήματα) και σε «συμφυματική» παραγωγή (με λεξικά προθήματα και λεξικά επιθήματα).

Για τα επίθετα δίνονται συνοπτικός πίνακας κλίσης (σελ. 237) καθώς και συνοπτικοί πίνακες καταλήξεων (σελ. 238, 239), ενώ για τις αντωνυμίες δίνεται ένας αναλυτικός πίνακας (σελ. 309-345) που περιέχει πληροφορίες για τη μορφή και τη χρήση των αντωνυμιών, καθώς και παγιωμένες εκφράσεις με την καθεμία από αυτές.

Το δεύτερο μέρος ολοκληρώνεται με δύο μικρά κεφάλαια, για τις αναφορικές προτάσεις (σελ. 347-355) και για την ονοματοποίηση (σελ. 357-382). Στο μεν πρώτο παρουσιάζονται οι αναφορικές προτάσεις ως «ο αναλυτικότερος τρόπος που έχει στη διάθεσή του ο ομιλητής για να αποδώσει ιδιότητες στα αντικείμενα αναφοράς» (σελ. 347), ενώ στο δεύτερο παρουσιάζεται η ονοματοποίηση (συντακτική και λεξιλογική) ως μηχανισμός που επιτρέπει τη χρήση οποιουδήποτε στοιχείου της γλώσσας σε θέση ονόματος και ως τέτοιος «εμπλουτίζει σημαντικά τις επικοινωνιακές δυνατότητες» (σελ. 357).

Συνοπτικά, το δεύτερο μέρος είναι αντιπροσωπευτικό για το πώς οι συγγραφείς του έργου αντιλαμβάνονται την παρουσίαση της γραμματικής, εκκινώντας από τις επικοινωνιακές λειτουργίες και εντάσσοντας τις γραμματικές στρατηγικές σε αυτές.

ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ

Στο μέρος αυτό, που είναι και το εκτενέστερο του έργου, τονίζεται ο κεντρικός ρόλος του ρήματος στην επικοινωνία. Στην εισαγωγή παρουσιάζονται οι παραδοχές των συγγραφέων σχετικά με τις κατηγορίες που κωδικοποιούνται στο ρηματικό σύστημα, τις μορφολογικές τους εκφάνσεις και τις λειτουργίες τους στη χρήση της γλώσσας.

Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο όπου παρουσιάζεται μια γενική θεώρηση των επικοινωνιακών λειτουργιών τις οποίες μπορεί να επιτελεί μια πρόταση. Οι συγγραφείς αποφεύγουν οποιαδήποτε αναφορά στη θεωρία των γλωσσικών πράξεων αλλά και στη διάκριση μεταξύ σχηματισμού και χρήσης της πρότασης (ή μεταξύ πρότασης και εκφωνήματος) και περιγράφουν γενικά κάθε πρόταση είτε ως αποφαντική (που κανονικά δηλώνει απόφανση) είτε ως ερωτηματική (που κανονικά δηλώνει ερώτηση) είτε ως προστακτική (που κανονικά δηλώνει προσταγή ή παράκληση). Ακολουθούν επιμέρους περιγραφές της χρήσης των τριών αυτών κύριων ειδών προτάσεων και των ποικιλιών τους με συχνή παράθεση χρηστικών πινάκων που ανακεφαλαιώνουν τη συζήτηση. Ιδιαίτερα το κεφάλαιο των προστακτικών προτάσεων περιέχει πολλές πρωτότυπες παρατηρήσεις τόσο για τον σχηματισμό όσο και για τη λειτουργία τους (από τη διάκριση των θεμάτων του ενεστώτα και του αορίστου μέχρι τις ποικίλες διαβαθμίσεις ευγένειας).

Το δεύτερο, και εκτενέστερο, κεφάλαιο εξετάζει τη «συνδυαστικότητα» του ρήματος με τα παρεπόμενά του, αναλύει τις κατηγορίες του χρόνου, του «ποιού ενεργείας», της τροπικότητας και της άρνησης και καταλήγει με παρατηρήσεις σχετικά με το σχηματισμό των ρηματικών τύπων. Από την αρχή παρουσιάζεται η ανάλυση του ρήματος που θεωρεί το πρόσωπο του υποκειμένου ως ιδιαίτερη κατηγορία, και τις κατηγορίες του χρόνου, του ποιού ενεργείας και της τροπικότητας ως θεμελιώδεις τόσο για το σχηματισμό όσο και για τη λειτουργία των ρηματικών τύπων. Η σχετική ορολογία που προτείνεται είναι πρωτοποριακή (χωρίς να λείπουν τα προβλήματα) και η ανάλυση των επιμέρους κατηγοριών περιλαμβάνει πολλές χρήσιμες πληροφορίες για τη γνωσιακή και τη γραμματική τους υπόσταση. Οι κυριότερες αδυναμίες είναι ίσως κάποιες ασυνέπειες στην ορολογία (λ.χ., ο τύπος να έφυγε περιλαμβάνεται στα παραδείγματα των «υποτακτικών τύπων του ρήματος» στη σελ. 406, ενώ στους πίνακες των σελ. 445 και 1087 αναφέρεται ως «απορηματικός» τύπος - που αντιδιαστέλλεται με τους υποτακτικούς) και στη σχετική αριθμητική (λ.χ., στη σελ. 391 αναφέρονται 24 «ληκτικά συστήματα» που δεν είναι σαφές πώς συσχετίζονται με τους «25 διαφορετικούς συνδυασμούς» της σελ. 436). Επίσης κάποιοι από τους πίνακες (όπως αυτοί στις σελ. 436 και 445) ενδέχεται να δώσουν λανθασμένες εντυπώσεις στον περιστασιακό αναγνώστη: ενώ γίνεται σαφέστερη η σχέση των διαφόρων στοιχείων σε άλλα τμήματα του έργου, στη σχηματοποίηση εδώ όλα τα στοιχεία φαίνονται να έχουν «ισότιμη» σχέση με το ρήμα. Τέλος, κάποιες λεπτομέρειες της περιγραφής (πολλές και χρήσιμες γενικά) απαιτούν προσεκτική και συστηματική ανάγνωση, καθώς δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν από τα περιεχόμενα - όπως λ.χ. οι υποθετικοί λόγοι που περιλαμβάνονται στην ενότητα «Ο δείκτης θα», που με τη σειρά του περιλαμβάνεται στο τμήμα της τροπικότητας. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις το ευρετήριο καθίσταται ουσιαστικό τμήμα του έργου. Ως προς την ορολογία, θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με την επιλογή του όρου «γραμματικό ποιόν ενεργείας» για την όψη / άποψη (που αναφέρονται όμως στη σελ. 460˙ βλ. σχετικά Μόζερ 1994), για τις ονομασίες των τροπικών τύπων (που, όπως σημειώνεται στη σελ. 441, «κατ' ανάγκην παραμένουν συμβατικές και απλώς ενδεικτικές των κυριότερων χρήσεων»), για την εισαγωγή άλλων τροπικών κατηγοριών στην περίπτωση του θα σε σχέση με τα να/ας (οι οποίες όμως θα μπορούσαν να αντιστοιχιστούν με τη διάκριση επιστημικής-δεοντικής τροπικότητας που γίνεται εκεί - και που επανέρχεται άλλωστε στην περίπτωση των χρονικών προτάσεων στη σελ. 805), για τη μη αξιοποίηση των κατηγοριοποιήσεων των τροπικών τύπων στην περιγραφή που ακολουθεί την αρχική συζήτηση: λ.χ., ο τύπος θα είχε πιάσει που αναφέρεται στη σελ. 445 ως «δυνητικός συντελεσμένος» δεν αναφέρεται ως τέτοιος σε κανένα άλλο σημείο του έργου (και δεν συζητείται καθόλου στην ενότητα 321 «Οι συντελεσμένοι τύποι του ρήματος», όπου η συζήτηση περιορίζεται στους έχω πιάσει, είχα πιάσει, θα έχω πιάσει). Και οι ενότητες της άρνησης και της μορφολογίας περιλαμβάνουν πολλά στοιχεία που συνήθως παραλείπονται από τις περιγραφές - και που δείχνουν πάλι ότι ίσως ο πίνακας των περιεχομένων θα μπορούσε να είναι αναλυτικότερος. Τα τμήματα για τη ρηματική αύξηση και τον τονισμό του ρήματος είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά, όπως και οι περιγραφές της φωνής και της μετοχής.

Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται λεπτομερώς οι δυνατότητες σχηματισμού προτάσεων με «συνδετικά» και με «πλήρη» ρήματα, και παρέχονται πολλές και γενικά ακριβείς συντακτικές πληροφορίες, με αρκετές κατηγοριοποιήσεις και παραδείγματα διαφόρων ειδών ρημάτων. Θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με την επιλογή του όρου μήνυμα «με την έννοια της σημασίας της πρότασης» (σελ. 551), καθώς ο όρος συνήθως παραπέμπει σε περισσότερο επικοινωνιακές (παρά συντακτικές ή σημασιολογικές) κατηγορίες.

Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται με συντομία και σαφήνεια η έννοια του σημασιολογικού ρόλου και προτείνεται μια σχετική κατηγοριοποίηση, συζητείται η έννοια του σθένους και ακολουθούν πολλά παραδείγματα και εκτενής συζήτηση της διαπλοκής μορφολογικών, συντακτικών και σημασιολογικών κατηγοριών (πτώσεων, συντακτικών θέσεων και σημασιολογικών ρόλων). Και πάλι υπάρχει πλούτος παραδειγμάτων, πολλοί πίνακες με κατηγορίες ρημάτων ανάλογα με το σθένος, τα είδη των συμπληρωμάτων κλπ.

Στο πέμπτο κεφάλαιο η συζήτηση επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τις διάφορες δυνατότητες αλλαγής φωνής και διάθεσης, πολλές συντακτικές λεπτομέρειες και υποκατηγορίες και, τέλος, αρκετές πληροφορίες για την πληροφοριακή δομή της πρότασης (σε συνάρτηση και με τη σειρά των όρων της).

Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει τα φαινόμενα του σχηματισμού του ρήματος. Γίνεται η διάκριση σε μονολεκτικά και περιφραστικά ρήματα, από τα οποία τα πρώτα διαιρούνται σε πρωτογενή και δευτερογενή και τα δεύτερα σε ρηματικές περιφράσεις με απολεξικοποιημένα ρήματα και σε στερεότυπες ρηματικές περιφράσεις. Η παραγωγή των ρημάτων διακρίνεται σε «προσφυματική» (με προθήματα και επιθήματα) και σε «συμφυματική» (με λεξικά προθήματα και λεξικά επιθήματα).

Όπως προαναφέραμε και στα σχετικά τμήματα για το όνομα και για το επίθετο, η διάκριση προσφυματικής και συμφυματικής παραγωγής είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και δεν είναι συχνή στις γραμματικές της νέας ελληνικής. Θα ήταν, όμως, προσφορότερη η ενοποίηση της ορολογίας στο σημείο αυτό και η ένταξη των προθημάτων και επιθημάτων στην παραθηματική παραγωγή και η αντίστοιχη υποδιαίρεση των συμφυμάτων σε προφύματα και επιφύματα.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΜΕΡΟΣ

Στο μέρος αυτό εξετάζονται κεντρικά οι προσδιορισμοί του ρήματος, πρώτα από λειτουργική άποψη και στη συνέχεια κατά κατηγορία. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι «λειτουργικές» (σημασιολογικές) κατηγορίες του χώρου, του χρόνου, του τρόπου, της αιτίας, του αποτελέσματος, του σκοπού και του ποσού ως ενιαίες: ανεξάρτητα δηλαδή από τον τρόπο έκφρασης των συγκεκριμένων σχέσεων εξετάζονται διάφορες μορφές «εξειδίκευσης του μηνύματος» με πολλές λεπτομέρειες, κατηγοριοποιήσεις, πίνακες, σχεδιαγράμματα και παραδείγματα.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τη γενική ονομασία «επιρρηματικά» ακολουθείται η αντίστροφη οπτική, εξετάζονται δηλαδή ξεχωριστά οι κατηγορίες των επιρρημάτων, των προθέσεων και των συνδέσμων (υποτακτικών και παρατακτικών). Έτσι, παρατηρούνται κάποιες επαναλήψεις αλλά και κάποιες διαφοροποιήσεις σε σχέση με το προηγούμενο κεφάλαιο (λ.χ. ως αποτελεσματικοί σύνδεσμοι αναφέρονται στη σελ. 840 οι ώστε, που, ώστε να, που να ενώ στη σελ. 969 ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνει τους για να και ώστε· ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι αναφέρονται στη σελ. 829 οι γιατί, επειδή, διότι, που, αφού, εφόσον, μια και, μια που, καθόσον, καθότι ενώ στη σελ. 969 ο σχετικός πίνακας περιλαμβάνει τους εξής: αφού, γιατί, διότι, επειδή, έστι που, καθότι, καθώς, μια(ς) και, μια(ς) που)). Η κατηγοριοποίηση των επιρρημάτων ανακεφαλαιώνεται σε πολλά σημεία από διαφορετικές οπτικές γωνίες, δίνονται πολλοί πίνακες και, τέλος, συζητούνται ζητήματα σχηματισμού των επιρρημάτων, καθώς και η θέση τους στην πρόταση.

Αντίστοιχα για τις προθέσεις γίνονται συγκεκριμένες προτάσεις κατηγοριοποίησης (σε προθέσεις γενικής χρήσεως, ειδικής χρήσεως, λόγιας προέλευσης και περιφραστικές) και εξετάζονται τα συντακτικά τους χαρακτηριστικά. Ακολουθεί αναλυτική παρουσίαση των εξής προθέσεων «της νέας ελληνικής»: ανά, άνευ, αντί, από, για, διά, δίχως, εις/ες, εξ/εξ, εκτός, εν, έναντι, εναντίον, ένεκα/ένεκεν, εντός, ενώπιον, εξαιτίας, επί, έως/ώς, ίσαμε, κατά, κατόπιν, λόγω, με, μέσω, μετά, μεταξύ, μέχρι, παρά, περί, πλην, προ, προς, σε, συν, υπέρ, υπό, χάριν, χωρίς με πολλές χρήσιμες παρατηρήσεις (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων διαφορών των λόγιων από τις κοινές προθέσεις) και παραδείγματα.

Στην ενότητα των υποτακτικών συνδέσμων κατηγοριοποιούνται οι σύνδεσμοι με διάφορους τρόπους ανάλογα με τα μορφολογικά, συντακτικά και σημασιολογικά τους χαρακτηριστικά (παρουσιάζοντας αρκετές διαφορές από την παρουσίαση των σχετικών ζητημάτων στο πρώτο κεφάλαιο) και το τέταρτο μέρος κλείνει με τους παρατακτικούς συνδέσμους, η παρουσία των οποίων δεν φαίνεται να δικαιολογείται επαρκώς στο μέρος αυτό: μόνο η ενότητα 908, όπου παρουσιάζεται η χρήση του και με «τη λειτουργία υποτακτικού και -μάλιστα- συμπληρωματικού συνδέσμου» κανονικά εντάσσεται στα σχετικά με την «εξειδίκευση».

Στο κεφάλαιο αυτό αναδεικνύεται εμφανέστερα η προβληματική ανάλυση του ρηματικού τύπου γράψω που φαίνεται να υιοθετούν οι συγγραφείς: ήδη στο τρίτο μέρος, ο τύπος αυτός είχε αποκλειστεί από την παρουσίαση των τύπων του ρήματος σε πίνακες, με το σκεπτικό ότι «δεν χρησιμοποιείται μόνος του στις ανεξάρτητες προτάσεις, γι' αυτό δεν τον καταχωρίσαμε στους πίνακες του ρηματικού συστήματος» (σελ. 442). Το εύλογο ερώτημα που αφορά τη σχέση μορφολογίας και σύνταξης μένει αναπάντητο: αν υποτεθεί ότι οι πίνακες δείχνουν μόνο το σχηματισμό των ρηματικών τύπων, η αναφορά στη συντακτική συμπεριφορά του συγκεκριμένου τύπου δεν δικαιολογείται επαρκώς. Επιπλέον, στο τέταρτο μέρος, ενώ συχνότατα δίνονται παραδείγματα χρήσης αυτού του τύπου σε εξαρτημένες προτάσεις, δεν γίνεται καμία προσπάθεια περιγραφής των σχετικών περιορισμών: λ.χ. περνά εντελώς απαρατήρητο το γεγονός ότι είναι αδύνατες οι εκφορές ενώ γράψω … / καθότι γράψω … / επειδή γράψω … / αν και γράψω… κ.ο.κ. αντίθετα από τις επιτρεπτές όταν γράψω / άμα γράψω / εφόσον γράψω κ.λπ. Και φυσικά δεν υπάρχει καμία προσπάθεια αιτιολόγησης της αδυναμίας του τύπου αυτού να σταθεί μόνος του σε κύρια πρόταση.

ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ

Το πέμπτο μέρος (σελ. 993-1074) του έργου είναι το μόνο που δεν έχει εκδοθεί έως τώρα ως αυτόνομος τόμος, επιγράφεται «η υλική πραγμάτωση του μηνύματος» και περιλαμβάνει ζητήματα φωνολογίας και γραφής της νέας ελληνικής.

Σε αυτό αρχικά εισάγονται ορισμένες βασικές έννοιες για τη φωνολογία και για τη σχέση προφοράς και ορθογραφίας και στη συνέχεια οι συγγραφείς επικεντρώνονται στη φωνολογία της νέας ελληνικής. Περιγράφονται τα βασικά χαρακτηριστικά των φθόγγων της με τη χρήση της σχετικής επιστημονικής ορολογίας και του Διεθνούς Φωνητικού Αλφαβήτου για τις φωνητικές μεταγραφές. Το πέμπτο μέρος θα μπορούσε και να προταχθεί των υπόλοιπων μερών της Γραμματικής, μιας και αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται όροι για τον χαρακτηρισμό φθόγγων στα υπόλοιπα μέρη, οι οποίοι εξηγούνται στο τελευταίο.

Αναλύονται οι δίφθογγοι και τα συμφωνικά συμπλέγματα της νέας ελληνικής, ενώ παρατίθενται και πίνακες με τα επιτρεπτά συμφωνικά συμπλέγματα στο εσωτερικό λέξης (σελ. 1022-1023) και στην αρχή λέξης (σελ. 1024-1025). Η ανάλυση των συμφωνικών συμπλεγμάτων αποτελεί, ωστόσο, ένα ακόμη σημείο όπου η διάκριση λόγιας και λαϊκής προέλευσης θα ήταν χρήσιμη στην ανάλυση. Παρατίθενται π.χ. στον Πίνακα της σελ. 1022 τα συμπλέγματα -κτ- και -χτ- (στις λέξεις ακτή, οχτώ) χωρίς περαιτέρω ανάλυση. Είναι, ωστόσο, γνωστό ότι με βάση φωνολογικό κανόνα που ισχύει περίπου από το τέλος του Μεσαίωνα τα περισσότερα συμπλέγματα άηχων συμφώνων πρέπει να έχουν διαφορετικό τρόπο άρθρωσης (με ίδιο τρόπο άρθρωσης επιτρέπεται μόνο το [sf]) (βλ. και Πετρούνιας 2002, 199). Το σύμπλεγμα -κτ- επομένως που δεν υπακούει σε αυτόν τον κανόνα θα πρέπει να αναφερθεί ως λόγιας καταγωγής (όχι αναγκαστικά και λόγιας χρήσης), αφενός γιατί έτσι εξηγείται η συνύπαρξή του με το -χτ- και αφετέρου γιατί έτσι τεκμηριώνεται ότι ορίζον χαρακτηριστικό κάθε γλώσσας είναι η ύπαρξη κανόνων.

Στο τμήμα για το συλλαβισμό (σελ. 1027-1032) δίνονται συγκεκριμένοι κανόνες για το χωρισμό των συλλαβών στον γραπτό λόγο.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν τη γενικά σωστή θέση ότι «η αναντιστοιχία μεταξύ φωνημάτων και γραφημάτων είναι σύνηθες φαινόμενο της ιστορικής ορθογραφίας» και αναλύουν τις περιπτώσεις τέτοιων αναντιστοιχιών (σελ. 1037). Ωστόσο, οι αναντιστοιχίες αυτές θα μπορούσαν να ιεραρχηθούν: ορισμένες διέπονται από τη λογική της σχέσης προφοράς και ιστορικής ορθογραφίας (π.χ. η απόδοση των [p+s] ως <ψ>) και άλλες μαρτυρούν μια σημαντική απομάκρυνση της ορθογραφίας από την προφορά και επιδέχονται μεταρρυθμίσεων (π.χ. ο συνδυασμός γραμμάτων <αυ> που αποδίδει τους φθόγγους [av], [af], αποδίδει δηλαδή με γράμμα φωνήεντος ένα συμφωνικό φθόγγο, ο οποίος κατά περιπτώσεις τονίζεται στη γραφή, π.χ. αύριο).

Περιγράφονται επίσης ικανοποιητικά τα χαρακτηριστικά του τόνου στη νέα ελληνική, καθώς και η λειτουργία του επιτονισμού. Στην ανάλυση του τονισμού (σελ. 1047-1054) ο τόνος διακρίνεται σε δυναμικό και μουσικό και ως παραδείγματα γλωσσών που αξιοποιούν φωνολογικά τον μουσικό τόνο δίνονται «η κινεζική, η βιετναμική και πολλές αφρικανικές γλώσσες» (σελ. 1048). Καλό θα ήταν στο σημείο αυτό να αναφερθεί και η αρχαία (κλασική) ελληνική ως γλώσσα που διέθετε και μουσικό τόνο (βλ. μεταξύ άλλων και Allen 1987, 116˙ Μαλικούτη-Drachman 2001, 399), πληροφορία που αναφέρεται στο Γλωσσάριο (σελ. 1141). Μια τέτοια αναφορά αφενός θα ήταν συμβατή και με την επιλογή των συγγραφέων να αναφέρονται παρεμπιπτόντως στις διαφορές της αρχαίας ελληνικής με τη νέα (π.χ. στη σελ. 54 αναλύεται η δοτική πτώση της αρχαίας ελληνικής και ο τρόπος που καλύπτονται οι λειτουργίες της δοτικής της αρχαίας στη νέα ελληνική) και αφετέρου θα μπορούσε να συνδυαστεί με άλλα φαινόμενα της εξέλιξης της γλώσσας (π.χ. μονοφθογγισμός διφθόγγων, κατάργηση της διάκρισης μακρών και βραχέων φωνηέντων).

Το πέμπτο μέρος ολοκληρώνεται με την πραγμάτευση των βασικών σημείων στίξης, όπου και εξηγούνται ορισμένες επιπλέον χρήσεις του τονικού σημαδιού που ακολουθούνται στη Γραμματική.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η Γραμματική των Κλαίρη και Μπαμπινιώτη είναι ένα σημαντικό επιστημονικό έργο τόσο με απόλυτα κριτήρια, όσο και κυρίως εάν συγκριθεί με την υπόλοιπη σχετική ελληνική βιβλιογραφία. Βασικά του προσόντα είναι η «ολιστική» προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας και το πλήθος των πληροφοριών που προσφέρει για τη δομή, τη λειτουργία και τη χρήση της νέας ελληνικής.

Το έργο στοχεύει να είναι -και είναι- έργο αναφοράς. Σε αυτήν την κατεύθυνση θα βοηθούσε μια λεπτομερέστερη βιβλιογραφία (εκτός της γενικής επιλεγμένης που υπάρχει) για τις γλωσσολογικές εργασίες που αφορούν τα νέα ελληνικά και που τα τελευταία 25 χρόνια είναι πολλές και σημαντικές.

Οι επόμενες εκδόσεις του έργου μπορούν ασφαλώς να είναι βελτιωμένες και σε αυτό το σημείο, καθώς και σε ζητήματα ενοποίησης της περιγραφής και της ορολογίας.

Επιπλέον, η αναμενόμενη προσθήκη του τμήματος για το «κείμενο» θα ολοκληρώσει το έργο και μπορεί να το καταστήσει ικανοποιητική αφετηρία για διδακτικές χρήσεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

  1. Allen, W. S. 1987. Vox Graeca. The Pronunciation of Classical Greek (3η έκδ.). Cambridge: Cambridge University Press.
  2. Μαλικούτη-Drachman, Α. 2001. Η φωνολογία της κλασικής ελληνικής. Στο Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα, επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης, 386-401. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών,.
  3. Μόζερ, Α. 1994. Ποιόν και απόψεις του ρήματος. Αθήνα: Παρουσία - Παράρτημα αρ. 30.
  4. Πετρούνιας Ε. 2002. Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική (αντιπαραθετική) ανάλυση. Τόμ. Α' Φωνητική και Εισαγωγή στη Φωνολογία, Μέρος Α' Θεωρία. Θεσσαλονίκη: Ζήτη.
Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45