Πρακτικά Ημερίδας 

Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης 

Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998 

DAVID RICKS, Η νεοελληνική ποίηση, μεταφρασμένη και αμετάφραστη

Poetry is what gets lost in translation: «Ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση». Αν πάρουμε ως αφετηρία το παροιμιώδες ρητό του μεγάλου αμερικανού ποιητή, να το κάνουμε με την απαιτούμενη προσοχή. Η γνώμη του Robert Frost έχει καταδικαστεί επανειλημμένα ως άστοχη.[1] Ωστόσο, όπως οξυδερκέστατα υπενθυμίζει ο Νάσος Βαγενάς, ο ορισμός «ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση» ορίζει όχι τη μετάφραση αλλά την ποίηση (Βαγενάς 1989, 13-14, όπου πολλές καίριες παρατηρήσεις). Δεν λέει ο Frost ότι η ποίηση δεν μεταφράζεται·ισχυρίζεται ότι το στοιχείο ενός ποιητικού κειμένου που μεταφράζεται δύσκολα, ή και καθόλου, αποτελεί τον πυρήνα της ποιητικότητάς του. Και δεν στερείται ενδιαφέροντος η πληροφορία ότι ο Frost κάποτε παρότρυνε τον φίλο του (και μετέπειτα αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα) Lincoln MacVeagh να επιμεληθεί μιαν ανθολογία της νέας ελληνικής ποίησης σε μετάφραση.[2] Πρόκειται για έναν συναισθηματικό δεσμό με τη νεότερη Ελλάδα, που οφείλεται εν μέρει στη νεανική γνωριμία του ποιητή με το πάλαι ποτέ δημοφιλέστατο ποίημα του Fitz-Greene Halleck «Marco Bozzaris» και που εκφράζεται σε ένα από τα πρώτα άγουρα ποιήματα που δημοσίευσε το μοιραίο έτος 1897 (βλ. Frost 1995, 502, 931).

Πάντως η συζητήσιμη και πολυσυζητημένη γνώμη του Frost γεννάει σκέψεις ως προς την ποσοτική και ποιοτική παρουσία της νέας ελληνικής ποίησης μέσω των μεταφράσεων στον αγγλόφωνο χώρο. Ποια εικόνα της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής έχει ο αναγνώστης που περιορίζεται στα αγγλικά; Και ποια στοιχεία της νεοελληνικής ποιητικής αφομοιώνονται δύσκολα, ή και κινδυνεύουν να χαθούν, στις αγγλικές μεταφράσεις; Η συζήτησή μου, που το δεύτερο σκέλος του τίτλου της το δανείστηκα από ένα γόνιμο άρθρο του Διονύση Καψάλη (1995), εξετάζει και τις δύο όψεις του θέματος.

Θα αρχίσω λοιπόν με μια σύντομη και επομένως περιορισμένης εμβέλειας επισκόπηση της νέας ελληνικής ποίησης σε αγγλική μετάφραση, με βάση τις σημαντικότερες περιπτώσεις παρόντων και απόντων ποιητών. Στην όλη συζήτηση θέλω να αποφύγω, όσο το δυνατόν, τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς, και σπάνια θα αναφέρομαι σε ονόματα μεταφραστών. Ωστόσο θα επισημάνω απερίφραστα και τα κενά που υπάρχουν και την ανεπάρκεια που πολλές φορές χαρακτηρίζει τις μεταφράσεις από το έργο μειζόνων ελλήνων ποιητών. Θα προχωρήσω να εξετάσω εκ του σύνεγγυς τις δυσκολίες του αγγλόφωνου μεταφραστή, με τρόπο κάπως αυθαίρετο, ελπίζω όχι και αυθάδη (πβ. Connolly 1996α, που ακολουθεί μια παρόμοια τακτική). Θα βασιστώ σε μια δική μου μετάφραση ενός ποιήματος που ανήκει σε μια κατηγορία η οποία απουσιάζει σχεδόν από το ως τώρα μεταφρασμένο υλικό·ενός ποιήματος δηλαδή γραμμένου με την τεχνοτροπία που μάλλον καταχρηστικώς λέγεται «παραδοσιακή» (για το όλο ζήτημα, βλ. Βαγενάς 1996). Με βάση το χειροπιαστό αυτό παράδειγμα θα γίνει φανερό, ελπίζω, ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ο μεταφραστής και ποιες λύσεις, γενικότερα αποδεκτές ή όχι, μπορεί να βρει.

Ας αρχίσουμε με πέντε παρόντες, με πέντε μείζονες νεοέλληνες ποιητές που είναι και αξιόλογοι και προσιτοί στο αγγλόφωνο κοινό. Αφήνω απ' έξω τον Ελύτη με τον οποίον έχει ασχοληθεί τελευταία ο David Connolly (1994- 1996β), έμπειρος μεταφραστής και μελετητής του.

Την πρώτη θέση έχει χωρίς αμφιβολία ο Καβάφης, ο διεθνώς πιο γνωστός έλληνας ποιητής από όσους εμφανίστηκαν μετά τον Θεόκριτο: πασίγνωστη η περίπτωση της παγκόσμιας ακτινοβολίας του Αλεξανδρινού (βλ. Ricks 1993). Ο Καβάφης ασκεί πλέον μιαν ισχυρή επίδραση και στους ποιητές που τον ξέρουν μόνον από τις μεταφράσεις. (Παρόμοια τον 19ο αιώνα λίγοι γάλλοι ποιητές έμειναν ανεπηρέαστοι από την ποίηση ενός Poe ή ενός Whitman, παρόλο που είχαν μια μάλλον αμυδρή ιδέα για το έργο τους). Είναι αλήθεια ότι οι μεταφράσεις των αισθησιακών ποιημάτων του Καβάφη είναι λιγότερο πετυχημένες (είναι λίγοι οι μεταφραστές που έχουν καταφέρει να αποδώσουν και να μεταδώσουν τον παλμό των μικρών αυτών αριστουργημάτων), όμως η συμβολή του Καβάφη στη διαμόρφωση της σύγχρονης αγγλόφωνης ποίησης μπορεί να εκτιμηθεί από το γεγονός ότι κορυφαίοι ποιητές (W.H. Auden, James Merrill, Christopher Middleton, Derek Mahon κ.ά.) αντλούν από το έργο του σε τέτοιον βαθμό, ώστε να γίνονται κάποτε δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ποίησης και μετάφρασης.[3] Στην περίπτωση του Καβάφη και μόνον, οι αγγλικές μεταφράσεις έχουν λειτουργήσει, ως έναν βαθμό, ως διαμορφωτές ενός νέου ποιητικού ιδιώματος (βλ. Ricks, υπό έκδοση).

Δεν λείπει και η επίδραση του Σεφέρη στη σύγχρονη αγγλόφωνη ποίηση, από τότε που βγήκε μια εκλογή από το έργο του στα 1948. Και πάλι, είναι λίγοι οι ποιητές που δεν γνώρισαν τα ποιήματά του στη μετάφραση των Keeley και Sherrard. Ο Σεφέρης που ξέρουν όμως είναι κυρίως ο ποιητής του ελεύθερου στίχου: έμμετρες μεταφράσεις των έμμετρων ποιημάτων του είναι λίγες.

Τρίτη περίπτωση ο Ρίτσος. Η απλή του γλώσσα και η συγγένειά του με την ποίηση της διεθνούς Αριστεράς (Neruda, Aragon κ.ά.) τον κάνουν περισσότερο προσιτό, και οι σημερινοί αμερικανοί ποιητές φαίνεται ότι αισθάνονται μεγάλη έλξη προς τα σύντομα ποιήματά του. Με το πέρασμα του χρόνου το έργο του Ρίτσου ξεφεύγει σταδιακά από τον κλοιό της στρατευμένης Αριστεράς για να επηρεάσει και τους ουδέτερους, έτσι ακριβώς όπως η ποίηση του Καβάφη, μολονότι η αρχική διάδοσή της στο εξωτερικό έγινε στους ομοφυλοφιλικούς κύκλους, θεωρείται πλέον κοινό κτήμα όλων.

Η τέταρτη περίπτωση, ο Παλαμάς, αποτελεί ίσως μια μικρή έκπληξη. Υπάρχουν όμως αξιόλογες έμμετρες μεταφράσεις από το έργο του, προϊόντα της αγάπης και του μόχθου του Γιώργου Κατσίμπαλη και του Θεόδωρου Στεφανίδη. Οι μεταφράσεις αυτές, μολονότι άνισες, επιτρέπουν κάποια εξοικείωση με έναν ευρωπαίο ποιητή όχι μόνον ιστορικής σημασίας. Και στις καλύτερες στιγμές τους (ακόμη και σε ένα ποίημα τόσο δύσκολο όσο η Φοινικιά) πετυχαίνουν να αναπαραγάγουν ως έναν βαθμό τη συναισθηματική συνοχή του πρωτοτύπου.[4]

Μεταφράσεις της μεταπολεμικής ποίησης υπάρχουν βέβαια πολλές. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι από όλα τα μεταπολεμικά έργα που έχουν μεταγλωττιστεί δεσπόζουσα θέση κατέχουν τα ποιήματα του Σινόπουλου. Ο τόμος που επιμελήθηκε ο Kimon Friar περιέχει μιαν υπεύθυνη και κατατοπιστική εκλογή από το έργο του, όμως το τοπίο θανάτου μας αποκαλύπτεται εναργέστερα στις εξαίρετες μεταφράσεις του Γιάννη Σταθάτου. Ο Σινόπουλος λίγα χάνει σε μια μετάφραση που έχει την αίσθηση του ρυθμού.

Αυτά για τους ποιητές (υπάρχουν βέβαια και άλλοι) που μας ικανοποιούν και σε μετάφραση. Και συνεχίζω με την αναγκαστικά λιγότερο αισιόδοξη συζήτηση για τους ποιητές που οι μεταφράσεις από το έργο τους είναι ανεπαρκείς ή και ανύπαρκτες.

Εδώ πρώτη θέση έχει, όπως θα περίμενε κανείς, ο Σολωμός. Ο Kipling μεταφράζει με επιτυχία τις πρώτες στροφές του Ύμνου την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλες έμμετρες μεταφράσεις που να ανταποκρίνονται, έστω και στοιχειωδώς, στις ανάγκες του ξένου αναγνώστη που θέλει να κάνει τη γνωριμία του Σολωμού δεν υπάρχουν (με εξαίρεση μιαν έμμετρη μετάφραση του Πόρφυρα˙ βλ. Solomos 1993-94). Οι δυσκολίες είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητες. Δεν είναι τόσο η πυκνότητα της έκφρασης του ώριμου Σολωμού, ούτε το εκδοτικό πρόβλημα, όσο η απουσία του μυθολογικού υποστρώματος που κάπως προσανατολίζει τον αναγνώστη των εξίσου σκοτεινών συγχρόνων του Leopardi και Hölderlin και, προπάντων, η έλλειψη ανάλογων ποιητικών και πολιτισμικών συμφραζομένων. Η αφήγηση του Κρητικού π.χ. είναι χωρίς άλλο τόσο συναρπαστική όσο εκείνη του Γέρο-ναυτικού του Coleridge, αλλά πώς ο μεταφραστής να αποδώσει στα αγγλικά τη σολωμική ανάπλαση του κρητικού δεκαπεντασύλλαβου; Ο μεταφραστικός στόχος φαίνεται μάλλον ανέφικτος. Μόνον ένας ποιητής μεγάλου ταλέντου, σε συνεργασία με έναν ελληνιστή που θα του έδινε πρόχειρες αποδόσεις και πλούσια σχόλια, θα μπορούσε να καταφέρει κάτι. Αλλά ας μην απελπιστούμε˙ η ποίηση του Coleridge έχει στιγμές γνήσια σολωμικές, όπως φαίνεται στους περίφημους αυτούς στίχους, που είναι ανάλογοι με την περιγραφή της Φεγγαροντυμένης: «She, she herself, and only she/Shone through her body visibly» (Coleridge 1974, 393).

Η απουσία του Κάλβου βέβαια δεν εκπλήσσει. Η μόνη μετάφραση, από όσες έχω δει, που μου φαίνεται να διατηρεί, παρ' όλες τις ατέλειές της, κάτι από την παράξενη ενάργεια του πρωτοτύπου έχει γίνει από κάποιαν Florence McPherson (1884, 487-488). Ίσως κάποιος που να έχει εμβαθύνει και στα αγγλικά διαβάσματα του Κάλβου (στον Milton και τον Gray) να κατορθώσει να τον μεταφράσει με επιτυχία. Αλλά αυτό θέλει και αρετή και τόλμη.

Η απουσία του Σικελιανού είναι εξίσου κατανοητή. Υπάρχει μια εκλογή από το έργο του στα αγγλικά, δυστυχώς όμως η μετάφραση, που πρωτοδημοσιεύτηκε en face με το πρωτότυπο, δεν στέκει μόνη της, επειδή απομακρύνεται από μετρικές μορφές του πρωτοτύπου. (Πρόκειται για ένα γενικότερο πρόβλημα: η μετάφραση που συνοδεύει το κείμενο θα πρέπει, ίσως, να βασιστεί σε άλλες αρχές από ό,τι η μετάφραση που τυπώνεται αυτοτελώς). Η θεματική ποικιλία και το ηθικό βάρος της ποίησης του Σικελιανού διακρίνονται και σε μετάφραση, αλλά τα λυρικά επιτεύγματά του έχουν μια μεστότητα και έναν τόσο λεπτό ηχητικό χρωματισμό που δύσκολα φαντάζεται κανείς μιαν επαρκή μετάφρασή του. Αλλά είναι και κάτι άλλο. Ο Βαγενάς (1989, 39) εύστοχα χαρακτηρίζει την ποιητική μετάφραση ως την «αναγνώριση από τον μεταφραστή του εαυτού του στο ποίημα που μεταφράζει». Στην περίπτωση του Σικελιανού, παρ' όλο που είναι μεγάλος ποιητής, μάλλον θα έπρεπε να ανησυχήσουμε για τη διανοητική ισορροπία του μεταφραστή που θα αναγνώριζε τον εαυτό του στον λευκαδίτη Αρχάγγελο.

Και ο Εμπειρίκος επίσης περιμένει τον μεταφραστή του, κάποιον που να γνωρίζει καλά εκείνα τα αγγλόφωνα έργα που θα τον βοηθήσουν στη δουλειά του: όχι μόνον του Whitman και του Ginsberg αλλά και του Wallace Stevens. Μόνον ο τελευταίος μπορεί να μας υποβάλει τη στιλπνή γλώσσα και την άψογη στιχουργία της Ενδοχώρας, και ας υπενθυμίσουμε ότι ο μεταφραστής γενικά θα πρέπει να είναι σε θέση όχι μόνο να κρίνει αλλά και να συγκρίνει τα κείμενα που αναδημιουργεί, ή δημιουργεί, με τα καλύτερα πρωτότυπα ποιήματα της δικής του παράδοσης.

Η απουσία των τεσσάρων μεγάλων ποιητών στους οποίους αναφέρθηκα είναι τόσο έντονη όσο και οδυνηρή, αλλά ίσως και αναμενόμενη. Το ίδιο δεν ισχύει, πιστεύω, για τον πέμπτο μεγάλο απόντα, με τον οποίο θα ασχοληθώ κάπως αναλυτικότερα. Ποιητής του άστεως, ειρωνικός, νεωτεριστής, ο Καρυωτάκης επιβιώνει όσο κανένας άλλος στη σύγχρονη ελληνική ποίηση και οι ποιητικές του συγγένειες (ο Laforgue και ο Tailhade) είναι οικείες στον αγγλόφωνο αναγνώστη, τουλάχιστον μέσω του έργου των Έλιοτ και Πάουντ (βλ. Eliot 1996, 204-205, 487-488). Και, προπάντων, ο ίδιος ο Καρυωτάκης είναι εξαιρετικής δεξιοτεχνίας και εφευρετικότητας μεταφραστής, που οι μεταφράσεις του αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του έργου του. Είναι τότε περίεργο ότι στο εξωτερικό δεν κατέχει τη θέση που του αρμόζει και δεν έχει προκαλέσει ουσιαστικές μεταφραστικές προσπάθειες. Οι λίγες μεταφράσεις που έχουμε χαρακτηρίζονται από στιχουργική αδράνεια: δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να μιμηθούν τις δραστικές στιχουργικές μορφές του πρωτοτύπου. Πρόκειται δυστυχώς για μια γενικότερη τάση: όπως σωστά διαπιστώνει ο Διονύσης Καψάλης (1995, 213), «Με τη βαθμιαία εγκατάλειψη των κανονικών έμμετρων μορφών […] η τέχνη της ποιητικής μετάφρασης εκπίπτει σε έναν άχαρο και αγχώδη κυριολεκτισμό».

Κατά τη γνώμη μου, δεν έχουμε άλλη λύση παρά να ανατρέξουμε στη μεταφραστική στρατηγική που ακολουθεί, με λαμπρά αποτελέσματα, ο ίδιος ο Καρυωτάκης. Θα πρέπει δηλαδή κάθε φορά να διατηρήσουμε πάση θυσία τον ρυθμό και τη στιχουργική μορφή του πρωτοτύπου. Αν η έλξη του ποιήματος είναι αλήθεια τόσο ισχυρή, αν ο μεταφραστής έχει μέσα του αυτό που ανταποκρίνεται στις αδυσώπητες ανάγκες του ποιήματος, τότε οι ακροβασίες που είναι αναγκασμένος να κάνει θα του δημιουργήσουν, ίσως, την έμπνευση που χαρακτηρίζει τόσο ένα καλό ποίημα όσο και μια καλή μετάφραση. Και ο Καρυωτάκης είναι μεν ο νοσηρός ποιητής του κλειστού χώρου, αλλά είναι ταυτόχρονα και ο αθλητής του στίχου, ο εκτελεστής τολμηρότατων στιχουργικών σχοινοβασιών. Η μεταφραστική τόλμη του Καρυωτάκη είναι αυτό ακριβώς που χρειάζεται ο μεταφραστής του. Η μετάφραση θα πρέπει να γίνει à la manière de Karyotakis.

Απογοητευμένος λοιπόν από τη χαμηλή ποιότητα των μεταγλωττισμένων ποιημάτων του Καρυωτάκη και, προπάντων, από τη δειλία των μεταφραστών του, κάθισα και σκάρωσα την παρακάτω απόδοση του πασίγνωστου ποιήματος «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο»:

MARCHE FUNÈBRE ET PERPENDICULAIRE

I gaze at the plaster ceiling.
The meander's dance starts to attract.
Happiness, I reflect,
Must be somehow uplifting.

Artifice of eternity,
Roses without end,
Thorns in a white garland,
A great horn of plenty.

(Art degree zero,
How late I come round to your point!)
Dream relief, I shall make your ascent
Like some alpinist hero.

Horizons of expectations
Would only close in on me later:
Life's stale bread and butter,
The affairs, the frustrations.

Yes, that nice plaster crown-
Time for its unveiling.
Framed by the ceiling,
How well I'll go down!

after K.G. Karyotakis

To κύριο μέλημά μου ήταν να μείνω κοντά στον ρυθμό και τη στιχουργική μορφή του πρωτοτύπου. Οι ομοιοκαταληξίες στη μετάφραση δεν είναι τόσο αυστηρές όσο αυτές του πρωτοτύπου, όμως η ατελής ρίμα είναι καθιερωμένη πλέον στην αγγλική ποίηση του 20ού αιώνα, ενώ στην ελληνική ποίηση παραμένει μάλλον αδόκιμη.

Ως εδώ δεν περιμένω διαμαρτυρίες. Οι ενστάσεις του αναγνώστη που θέλει πιστή τη μετάφραση θα αφορούν τις ριζικές αλλαγές που έχουν γίνει στο περιεχόμενο. Θα τις υπερασπιστώ με το επιχείρημα ότι η μετάφραση έγινε με τον τρόπο του Καρυωτάκη, με τρόπο δηλαδή που επιτρέπει στον μεταφραστή μιαν ελεύθερη, ή έστω ελευθεριάζουσα, αντιμετώπιση του πρωτοτύπου, υπό τον όρο ότι δημιουργεί τον ίδιο τόνο. Ότι αυτή είναι, κατά κανόνα, η τακτική του Καρυωτάκη μεταφραστή δεν χωράει αμφιβολία. Σταχυολογώ από τα πολύτιμα σχόλια του αείμνηστου Γ. Π. Σαββίδη: «μένει πιστός στη στιχουργική μορφή του γαλλικού κειμένου, αλλά το διασκευάζει ελεύθερα», «μένει πιστός στο μετρικό σχήμα […] και συνάμα επιτρέπει στον εαυτό του αξιοπρόσεκτες νοηματικές παρεκκλίσεις», «μένει πιστός στο μετρικό σχήμα […] αλλά μεταφέρει στα "καθ' ημάς" σχεδόν όλους τους στίχους» (Καρυωτάκης 1992, 361-363).

Πιστεύω λοιπόν ότι είναι θεμιτό να τροποποιήσει κανείς το υλικό κάθε στροφής, με τον όρο ότι παραμένει ίδια η στιχουργική και νοηματική δομή του συνόλου. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, η πρώτη όπως και η τελευταία στροφή διατηρεί με ασήμαντες αλλαγές το νόημα του πρωτοτύπου: το «go down well» είναι η σωστή μετάφραση του «αρέσω»,[5] αν και κάνει κάπως ωμότερη την εικόνα του απαγχονισμένου, και στην τελευταία στροφή επίσης τα αποκαλυπτήρια του ποιητή - αγάλματος τη στιγμή της αυτοκτονίας δεν είναι ολότελα ξένο στοιχείο. Οι τρεις κεντρικές στροφές όμως εισάγουν στοιχεία που δεν βασίζονται άμεσα στο κείμενο.

Παρακάτω θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω τις μεταφραστικές μου πρωτοβουλίες. Πρώτα-πρώτα όμως ας ρίξουμε μια ματιά στην αρχή και το τέλος. Με την προσθήκη της φράσης «after Κ. G. Karyotakis» (δηλαδή κατά τον Καρυωτάκη) δηλώνω με τρόπο καθιερωμένο στην αγγλόφωνη μεταφραστική πρακτική ότι το κείμενο δεν ανταποκρίνεται αναγκαστικά στο αίτημα της σχολαστικής πιστότητας. Πολλές φορές μάλιστα ο μεταφραστής εκμεταλλεύεται άλλη μία σημασία της λέξης «after», που σημαίνει και 'μετά', οπότε η μετάφραση είναι μετά τον Καρυωτάκη ή και μετα-καρυωτακική (βλ. Porter 1972). Καμιά φορά ο μεταφραστής που θέλει να διαψεύσει εξαρχής την προσδοκία ότι πρόκειται για μια «πιστή» μετάφραση προτιμά κάποιον άλλον όρο. Λαμπρό παράδειγμα μια μετάφραση του Martin Bell που έχει υπότιτλο «A Caricature from Laforgue» (Davie 1975, 40-42, όπου και πλούσια συζήτηση του όλου θέματος). Σκέφτηκα και εγώ μια τέτοια λύση, όμως ο συνδυασμός «καρικατούρα-Καρυωτάκης» δεν μου φάνηκε και τόσο ευτυχισμένος. Τον τίτλο του ποιήματος γιατί άραγε τον έβαλα στα γαλλικά; Απλώς ήθελα να διατηρήσω και τον επίσημο τόνο και την άμεση σχέση με τον Laforgue αφενός και με τη μουσική αφετέρου -ο Wallace Stevens (1996,699, 752) επιμένει άλλωστε ότι η γαλλική και η αγγλική είναι κατά βάθος μία γλώσσα.

Στη δεύτερη στροφή του ποιήματος ο Καρυωτάκης ειρωνεύεται τη συμβολιστική ποιητική. Μια κατά λέξιν απόδοση όμως χωλαίνει, γι' αυτό αντικαθιστώ το «Σύμβολα ζωής υπερτέρας» με την περίφημη φράση του Yeats «Artifice of eternity» από το ποίημα «Sailing to Byzantium». (Επωφελήθηκα αδίστακτα, στο πνεύμα πάλι του Καρυωτάκη, από μια ιστορικής φύσεως σύμπτωση: τα δυο ποιήματα γράφτηκαν στην τελική τους μορφή την ίδια χρονιά). Το θρησκευτικό περιεχόμενο του «ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα» το αποδίδω με μια φράση από το αγγλικανό ευχολόγιο. Και στις δυο περιπτώσεις το ποίημα το μεταφέρω στα «καθ' ημάς», αντλώντας από την παράδοση της λεγόμενης γλώσσας-στόχου.

Όλα αυτά είναι, ελπίζω, νόμιμα. Στην τρίτη στροφή όμως επιτρέπω στον εαυτό μου ριζικότερες και προκλητικότερες ελευθερίες. Πρόκειται για έναν από τους δυο κατάφωρους αναχρονισμούς στη μετάφραση.[6] Δεν ξέρω ακριβώς ποια τρέχουσα αισθητική θεωρία έχει στο στόχαστρό του ο Καρυωτάκης, πάντως βάζω στη θέση του την κάπως παράλληλη φράση-σύνθημα του Roland Barthes: «le degré zéro de l'écriture». Εξίσου αμφισβητήσιμη είναι η εισαγωγή του ορειβάτη, το δικαιολογώ όμως με βάση ένα γνωστό περιστατικό της δεκαετίας του '20. Το ότι το «κατακορύφως» μας φέρνει στον νου την ορειβασία δεν είναι τυχαίο: το 1924 είχαν σκοτωθεί πάνω στο όρος Έβερεστ οι θρυλικοί ορειβάτες Mallory και Irving.

Στην τέταρτη στροφή βάζω στη θέση του «ψωμί κι αλάτι» το αντίστοιχο (αν και κάπως διαφορετικής χροιάς) αγγλικό «bread and butter». Με περισσότερη αυθαιρεσία, μιλώ για τους «ορίζοντες προσδοκίας» του γερμανού θεωρητικού της λογοτεχνίας Hans Robert Jauss. Πρόκειται για άλλον έναν αναχρονισμό που δικαιολογείται (εάν δικαιολογείται) από την προσπάθειά μου να διέπεται η μετάφραση από το ίδιο κράμα συμβολικής-κριτικής γλώσσας αφενός και κυριολεκτικής-προσωπικής αφετέρου. Στο πρωτότυπο κάθε τετριμμένη φράση με προέλευση τον (μάλλον δημοσιογραφικό) κριτικό στοχασμό αποκαλύπτεται με θαυμάσιο μαύρο χιούμορ ως ενδεικτική της βούλησης του επίδοξου αυτόχειρα, θύματος του «περιβάλλοντος, της εποχής». Έναν παρόμοιο συνδυασμό θα πρέπει να δημιουργήσει και ο μεταφραστής, έστω και θυσιάζοντας τα ιστορικά συμφραζόμενα του πρωτοτύπου. Αν στην περίπτωση που μας απασχολεί το αποτέλεσμα είναι τελικά μετάφραση ή διασκευή ή παραλλαγή ή, απλώς, hommage, αυτό είναι κάτι που το αφήνω στην κρίση του αναγνώστη.

Σημειώσεις

1 Βλ. π.χ. Tomlinson (1980, viii). Σημειωτέον ότι τα λόγια του Frost, αν και δεν τίθεται ζήτημα γνησιότητας, προέρχονται από την προφορική παράδοση.

2 Βλ. Frost ([1931] 1964, 401-402). Ο ποιητής, ωστόσο, θεωρούσε ως κάθε άλλο παρά καλό σημάδι την πληθώρα των μεταφράσεων της ποίησης στη σύγχρονη εποχή (βλ. Frost 1995, 808).

3 Βλ. Philippides 1990, όπου πληροφορίες για τις αγγλικές μεταφράσεις από τα έργα και των άλλων ποιητών που αναφέρονται παρακάτω.

4 Βλ. Ricks 1990˙ Παλαμάς [χ.χ.], 434-435, όπου πολύτιμες σκόρπιες παρατηρήσεις για τη μετάφραση.

5 Πβ. π.χ. τον πρώτο στίχο του καβαφικού «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης»(οι άλλες μεταφράσεις της τελευταίας στροφής είναι αρκετά δύσκαμπτες και πάσχουν από ανεπάρκεια τόνου)· βλ. Friar (1973, 284):

Ah! it's now time for me to wear
that beautiful wreath of plaster.
Thus, with the ceiling as frame around me,
all shall admire me.

και Hadas (1983, 160):

Ah! Now I must put on
this splendid wreath of plaster.
Thus, framed by the ceiling.
I 'll look delightful

6 Για τη λειτουργία των αναχρονισμών στις μεταφράσεις της αρχαίας ελληνικής ποίησης, βλ. Ricks 1997.

Βιβλιογραφικές αναφορές

ΒΑΓΕΝΑΣ, Ν. 1989. Η μετάφραση ως πρωτότυπο. Στο Ποίηση και Μετάφραση, 13-47. Αθήνα: Στιγμή.

-, επιμ. 1996. Η ελευθέρωση των μορφών. Η ελληνική ποίηση από τον έμμετρο στον ελεύθερο στίχο (1880-1940).Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

COLERIDGE, S.T. 1974. «Phantom». Poetical Works. Οξφόρδη: Oxford University Press.

CONNOLLY, D. 1994. Οδυσσέας Ελύτης σε αγγλική μετάφραση˙ άξιον εστί το τίμημα. Πόρφυρας 69 (Απρ.-Ιούν.): 119-129.

-.1996α. Από «Μπολιβάρ» σε «Bolivar», ή μεταφράζοντας ένα ελληνικό ποίημα. Στο Νίκος Εγγο νόπουλος: Ωραίος σαν Έλληνας. [Εννέα μελέτες], επιμ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, 115-142. Αθήνα: Ίδρυμα Γουλανδρή-Χ-.1996β. Η μετάφραση της ποίησης ή Η μετάφραση των ποιητών; Η περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη. Πορφύρας 76 (Ιαν.-Μάρτ.): 198-205.

DAVIE, D. 1975. Poetry in Translation. Milton Keynes: Open University.

ELIOT, T.S. 1996. Inventions of the March Hare: Poems 1909-1917, επιμ. Christopher Ricks. Λονδίνο: Faber.

FRIAR, K. 1973. Mode rn Greek Poetry: From Cavafis to Elytis. Νέα Υόρκη: Simon and Schuster.

FROST, R. [1931] 1964. Selected Letters. Επιμ. L. Thompson. Νέα Υόρκη: Holt.

-.1995. Collected Poems, Prose and Plays. Επιμ. Richard Poirier & Mark Richardson. Νέα Υόρκη: Library of America.

HADAS, R. 1983. Enjoying the Funeral: Constantine Karyotakis. Grand Street 3.1 (φθινόπωρο): 153-160.

ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Κ.Γ. 1992. Γα ποιήματα. 1913-1928. Επιμ. Γ.Π. Σαββίδης. Αθήνα: Νεφέλη.

ΚΑΨΑΛΗΣ, Δ. 1995. Γέητς, μεταφρασμένος και αμετάφραστος. Ποίηση 5 (άνοιξη): 207-216.

McPHERSON, F. 1884. Poetry of Modern Greece: Specimens and Extracts. Λονδίνο: Macmillan and Co.

ΠΑΛΑΜΑΣ, Κ. χ.χ. Άπαντα, 8ος τόμ. [Αθήνα]: Μπίρης.

PHILIPPIDES, DIA M.L. 1990. Census of Modern Greek Literature, 1821-1987. New Haven.

PORTER, P. 1972. After Martial. Οξφόρδη: Oxford University Press. RICKS, D. 1990. Translating Palamas. Journal of Modern Greek Studies 8:275-290.

-.1993. Cavafy translated. Κάμπος: Cambridge Papers in Modern Greek 1:85-110.

-.1997. On looking into the first paperback of Pope's Homer. Classics Ireland4:97-120.

-.Υπό έκδοση. Ο βρετανικός Καβάφης. Στα Πρακτικά της Η' Συνάντησης του Τομέα Μ. Ν. Ε. Σ. του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. (Απρίλιος 1997).

SEFERIS, G. 1948. The King of Asine and Other Poems. Μτφρ. Bernard Spencer, Nanos Valaoritis & Lawrence Durrell. Εισαγ. Rex Warner. Λονδίνο: John Lehmann.

SOLOMOS, D. 1993-1994. «The Shark». Μτφρ. David Ricks. Greek Letters8 (αφιέρ. στη μετάφραση): 73.

STEVENS, W. 1996. Letters. Μπέρκλεϋ: University of California Press. TOMLINSON, CH., επιμ. 1980. The Oxford Book of Verse in English Translation. Οξφόρδη: Oxford University Press.

Τελευταία Ενημέρωση: 07 Μάρ 2007, 15:48