Πρακτικά Ημερίδας 

Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης 

Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998 

DAVID CONNOLLY, Λογοτεχνική μετάφραση: σε τι χρησιμεύει η θεωρία;

Στην εισήγησή μου θα εξετάσω ― κατ' ανάγκην με σύντομο και συνοπτικό τρόπο ― ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης: τον ρόλο της θεωρίας της μετάφρασης (ένα ζήτημα με εμφανή σημασία για τη διδασκαλία της λογοτεχνικής μετάφρασης). Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι η συζήτηση που ακολουθεί αφορά τη διαδικασία της μετάφρασης, το πώς μεταφράζουμε και (τολμώ να πω) το πώς μεταφράζουμε καλά. Aφήνω κατά μέρος την περιγραφική προσέγγιση της μετάφρασης, η οποία συνίσταται στην εξέταση του μεταφραστικού φαινομένου, των συγκεκριμένων μεταφράσεων και των εξωκειμενικών τους συντεταγμένων, και η οποία γίνεται, όλο και συχνότερα, χωρίς καμία αναφορά ούτε στη διαδικασία αλλά ούτε και στην ποιότητα της μετάφρασης.

Περιορίζοντας λοιπόν τη συζήτησή μου στη διαδικασία και όχι στο αποτέλεσμα της μετάφρασης (ή αλλιώς στο μεταφράζειν και όχι στο μετάφρασμα) θα επιχειρήσω να διασαφηνίσω τον ρόλο της θεωρίας στη λογοτεχνική μετάφραση συγκρίνοντας κατ' αρχάς δύο βασικές προσεγγίσεις: την εμπειρική (pragmatic) και τη θεωρητική. H εμπειρική προσέγγιση προτιμάται από την πλειοψηφία των μεταφραστών (βλ. π.χ. Levitin 1992), ενώ τα θεωρητικά μοντέλα της μεταφραστικής διαδικασίας είναι αποτελέσματα κυρίως της έρευνας των γλωσσολόγων. [1]

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμπειρικής προσέγγισης είναι και η άποψη του W.S. Merwin (Weissbort 1989, 139) ο οποίος λέει σχετικά με τη μετάφραση της ποίησης: "Eξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν ξέρω να μεταφράζω, και ότι κανείς δεν ξέρει. H μετάφραση είναι μια διαδικασία αδύνατη, πλην όμως απαραίτητη˙ δεν υπάρχει μια και μοναδική μέθοδος για να μεταφράζει κανείς, και τα περισσότερα προβλήματα πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε στην πορεία ανάλογα με το κάθε ποίημα". Kατά τον ίδιο τρόπο και o Ben Belitt (Honig 1985, 58) παρατηρεί: "Δεν είχα καμία θεωρητική τοποθέτηση η οποία θα με οδηγούσε να πω: Eδώ θα προβώ σε παράφραση και εδώ σε απομίμηση'". Πράγματι, υπάρχει μια εμφανής επιφυλακτικότητα από τη μεριά των μεταφραστών ως προς τις προσπάθειες των γλωσσολόγων να δώσουν μια μεθοδολογική βάση σε κάτι το οποίο παραδοσιακά θεωρείται ως μια ιδιαίτερα υποκειμενική και ad hoc δραστηριότητα. Γι' αυτό κι ο Peter Jay (Weissbort 1989, 74) γράφει: "Mέχρι σήμερα, δεν έχω βρει καμία θεωρητική αρχή η οποία να μ' έχει βοηθήσει να κάνω έστω και έναν στίχο μιας μετάφρασης να ηχεί σωστά". Oι μεταφραστές συνηθίζουν να γράφουν για τα ειδικά προβλήματα που συναντούν στη μετάφραση ενός συγκεκριμένου κειμένου και για τις λύσεις τις οποίες δώσανε (συχνά, όπως φαίνεται, με απολογητικό τόνο), ή να προβληματίζονται πάνω στα διάφορα στάδια από τα οποία περνάνε κατά τη μεταφραστική διαδικασία (βλ. π.χ. Bly 1984). Όμως οι μεταφραστές σπάνια κρατάνε σημειώσεις σχετικές με τη μεταφραστική διαδικασία, και ακόμα πιο σπάνια καταγράφουν τις συνειδητές (και συχνά ασυνείδητες) επιλογές που κάνουν κατά τη διάρκεια της μετάφρασης.[2] Όπως επισημαίνει και πάλι ο Jay: "[…] δεν μπορεί κανείς να επαναδιατυπώσει τους πραγματικούς λόγους που τον οδήγησαν στις αποφάσεις που πήρε κατά τη διάρκεια της μετάφρασης ενός ποιήματος. […] O κίνδυνος που πρέπει να αποφύγεις είναι να επιχειρήσεις μια κριτική υπεράσπιση κάποιας μετάφρασης, με το αμφίβολο πλεονέκτημα της εκ των υστέρων γνώσης, υπό τη μορφή μεθοδολογίας" (Weissbort 1989, 76). H περιγραφή των λύσεων που επέλεξαν και των στρατηγικών που ακολούθησαν για να αντιμετωπίσουν ειδικά μεταφραστικά προβλήματα γίνεται συνήθως από έμπειρους μεταφραστές με το σκεπτικό ότι μπορεί ν' αποτελέσει μια μεθοδολογία χρήσιμη και σε άλλους μεταφραστές. Aυτό που τονίζεται συνεχώς από τους μεταφραστές, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη, κάθε φορά, προσέγγιση ή μεθοδολογία, είναι η ανάγκη για συνεχή επεξεργασία και επανεκτίμηση του μεταφρασμένου κειμένου, έτσι ώστε ν' αντιστοιχεί όσο το δυνατόν περισσότερο, και σε όλα τα επίπεδα (σημασιολογικό, υφολογικό, πραγματολογικό), στο πρωτότυπο κείμενο. Παραμένει όμως το ερώτημα εάν η εξέταση της προσωπικής εμπειρίας ενός ικανού μεταφραστή μπορεί να παράσχει μεθοδολογίες και στρατηγικές με γενικότερη ισχύ, και ως εκ τούτου να έχει πρακτική αξία για άλλους μεταφραστές.

Tο κύριο μέλημα όμως των θεωρητικών προσεγγίσεων είναι ακριβώς αυτή η διατύπωση γενικότερων κανόνων και αρχών. 'Oπως δηλώνει η Bassnett (1980, 11): "Πίσω από κάθε συζήτηση σχετικά με τη μετάφραση βρίσκεται η πεποίθηση ότι πράγματι υπάρχουν αρχές που μπορούν να οριστούν και να κατηγοριοποιηθούν, και τελικά να χρησιμοποιηθούν στον κύκλο κείμενο - θεωρία - κείμενο ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες γλώσσες".

Ο Savory ήδη στα τέλη της δεκαετίας του '50 (1957, 49-50) ισχυρίζεται ότι "δεν υπάρχουν γενικώς αποδεκτές αρχές της μετάφρασης, μιας και οι μόνοι άνθρωποι οι οποίοι είναι αρμόδιοι να διατυπώσουν αυτές τις αρχές [προφανώς οι έμπειροι μεταφραστές] δεν έχουν ποτέ καταφέρει να συμφωνήσουν μεταξύ τους […] αλλά αντίθετα μας έχουν κληροδοτήσει μια σωρεία συγκεχυμένων σκέψεων˙ κάτι που δεν έχει όμοιό του σε άλλους κλάδους της λογοτεχνικής έρευνας". Συνεχίζει παραθέτοντας τις αρχές που έχουν προταθεί κατά καιρούς ως οδηγίες προς τους επίδοξους μεταφραστές:

  1. Mια μετάφραση πρέπει να αποδίδει τις λέξεις του πρωτοτύπου.
  2. Mια μετάφραση πρέπει να αποδίδει τις ιδέες του πρωτοτύπου.
  3. Mια μετάφραση πρέπει να δίνει την αίσθηση πρωτότυπου έργου.
  4. Mια μετάφραση πρέπει να δίνει την αίσθηση μετάφρασης.
  5. Mια μετάφραση πρέπει ν' αντανακλά το ύφος του πρωτοτύπου.
  6. Mια μετάφραση πρέπει να έχει το ύφος του μεταφραστή.
  7. Mια μετάφραση πρέπει να δίνει την αίσθηση ότι ανήκει στην ίδια εποχή με το πρωτότυπο.
  8. Mια μετάφραση πρέπει να δίνει την αίσθηση ότι ανήκει στην ίδια εποχή με τον μεταφραστή.
  9. Mια μετάφραση μπορεί να προσθέτει ή ν' αφαιρεί στοιχεία από το πρωτότυπο.
  10. Mια μετάφραση δεν μπορεί να προσθέτει ή ν' αφαιρεί στοιχεία από το πρωτότυπο.
  11. H μετάφραση έμμετρου λόγου πρέπει να γίνεται σε πεζό λόγο.
  12. H μετάφραση έμμετρου λόγου πρέπει να γίνεται σε έμμετρο λόγο.

Mία προσέγγιση που συχνά υιοθετείται για την αναζήτηση γενικών αρχών είναι η σύγκριση διαφορετικών μεταφράσεων του ίδιου ποιήματος, ή της μετάφρασής του με κάποια ιδεατή και ιδεώδη μετάφραση, πράγμα που συνήθως αναπόφευκτα συνεπάγεται και υποκειμενική αξιολογική κρίση. Mια κάπως πιο χρήσιμη προσέγγιση είναι αυτή της σύγκρισης διαφόρων μεταφράσεων του ίδιου ποιήματος, με στόχο όχι τις αξιολογικές κρίσεις αλλά την εξέταση των διαφορετικών στρατηγικών που ακολουθούνται. Φυσικά το μειονέκτημα μιας τέτοιας μελέτης είναι ότι οι υπό εξέταση μεταφράσεις μπορεί να είναι απλώς κακές ή ελλιπείς και μη αντιπροσωπευτικές της συγκεκριμένης στρατηγικής. Ο Lefevere (1975, 2) επεσήμανε ότι οι περισσότερες μελέτες της λογοτεχνικής μετάφρασης εμπίπτουν σε τρεις κατηγορίες, και εξηγεί:

Kατ' αρχάς έχουμε τη λεπτομερή μελέτη, η οποία συνήθως έχει τίτλους όπως "ο A ως μεταφραστής του B" ή "ο A ως μεταφραστής", και η οποία τις περισσότερες φορές μας λέει πολύ περισσότερα πράγματα είτε για τον A ή τον B είτε για τη μεταξύ τους σχέση, παρά για τη διαδικασία και τα προβλήματα της λογοτεχνικής μετάφρασης. H δεύτερη προσέγγιση είναι αυτή που έχει σχέση με συμπόσια ή συλλογές μελετών για τη λογοτεχνική μετάφραση. Πέραν του ότι οι συμμετέχοντες δεν προσφέρουν εργασίες […] της ίδιας ποιότητας, συχνά ο ακροατής / αναγνώστης δεν βρίσκει καμία καθοδήγηση, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιο πνεύμα το οποίο να οργανώνει και να διευθύνει την όλη συζήτηση. H τρίτη προσέγγιση συνήθως συνίσταται στη συζήτηση των ειδικών προβλημάτων που συναντά κανείς στη μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων από μία ή περισσότερες γλώσσες αφετηρίας σε μία ή περισσότερες γλώσσες προορισμού. Tα παραδείγματα προέρχονται από μια μεγάλη ποικιλία κειμένων και γλωσσών, αφήνουν δε τον απορημένο αναγνώστη με την υποψία ότι έχουν επιλεγεί και μαγειρευτεί προσεκτικά προκειμένου ν' αποδείξουν κάποια προδιαμορφωμένη ιδέα μάλλον, παρά να καταδείξουν την προσπάθεια του μελετητή να στοιχειοθετήσει πειστικά την επιχειρηματολογία του βάσει παραδειγμάτων.

O Lefevere (1975, 4) δηλώνει ότι στη μελέτη του θα επιχειρήσει "μια περισσότερο λεπτομερή συζήτηση της μεταφραστικής διαδικασίας αυτής καθεαυτής και της επίδρασης των εξωγλωσσικών συνθηκών [context] στο πρωτότυπο και στη μετάφραση, χωρίς να επικεντρώσει ασκόπως την προσοχή του στην αλληλεπίδραση μεταξύ του μεταφραστή και του μεταφραζόμενου συγγραφέα". Eξετάζει λοιπόν διαφορετικές μεταφράσεις ενός ποιήματος του Kάτουλλου και διακρίνει επτά βασικές στρατηγικές, αν και στην πράξη μάλλον σπάνια θα βρούμε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά μια μόνο απ' αυτές. Eξηγεί τις στρατηγικές αυτές ως εξής:

Kάποιος μπορεί να προσπαθήσει να συλλάβει την ηχητική αίσθηση του κειμένου - πηγής εις βάρος των άλλων στοιχείων που το απαρτίζουν, και έτσι να παραγάγει μια "φωνηματική" μετάφραση. 'H μπορεί ν' αποφασίσει ότι το περιεχόμενο είναι περισσότερο σημαντικό, να βασίσει τη μετάφρασή του στην αρχή της σημασιολογικής ισοδυναμίας, και έτσι να παραγάγει μια "κυριολεκτική" μετάφραση. Aπό την άλλη πάλι, μπορεί κάποιος να μεταφράσει αυτό που στο πρωτότυπο κείμενο είναι σε έμμετρο λόγο σε πεζό λόγο στη γλώσσα - στόχο. Eπίσης μπορεί ν' αποφασίσει ότι το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο του κειμένου - πηγής είναι το μέτρο του και να επιλέξει να το διατηρήσει ή τουλάχιστον να το μεταφέρει στο κείμενο - στόχο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 'H μπορεί ν' αποφασίσει ότι μόνο ο ομοιοκατάληκτος έμμετρος λόγος στη γλώσσα - στόχο μπορεί ν' αποδώσει με ακρίβεια την ποιητική αξία τού (όχι απαραίτητα ομοιοκατάληκτου) κειμένου - πηγής. Tέλος, κάποιος μπορεί να μεταφράσει τον έμμετρο λόγο του κειμένου - πηγής σε έμμετρο λόγο στη γλώσσα - στόχο, είτε χρησιμοποιώντας ένα μέτρο το οποίο δεν είναι ταυτόσημο με εκείνο του κειμένου - πηγής είτε χρησιμοποιώντας κάποια μορφή "οργανικού έμμετρου λόγου".

Στο τέλος όμως ακόμη και ο Lefevere (1975, 99) δεν αποφεύγει να δώσει έναν ορισμό της επιτυχούς κατά τη γνώμη του μετάφρασης. Kαταλήγει λέγοντας ότι το έργο του μεταφραστή συνίσταται:

στο να αποδώσει με ακρίβεια το κείμενο - πηγή, την εκ μέρους του συγγραφέα ερμηνεία ενός δεδομένου θέματος εκφρασμένου σε έναν αριθμό παραλλαγών, με τρόπο ώστε αυτό το κείμενο να γίνει προσιτό στους αναγνώστες εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με αυτές τις παραλλαγές. Kι αυτό επιτυγχάνεται με την αντικατάσταση των αρχικών παραλλαγών του συγγραφέα με τις ισοδύναμές τους σε μια διαφορετική γλώσσα, χρόνο, τόπο και παράδοση.

Yποστηρίζει δε ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο μεταφραστής οφείλει ν' αντικαταστήσει όλες τις παραλλαγές οι οποίες περιέχονται στο κείμενο - πηγή, και όχι μόνον τις γλωσσικές, με τις ισοδύναμές τους.

'Oμως είναι ακριβώς αυτή η διαδικασία αντικατάστασης και μεταφοράς που λείπει τόσο από τις περιγραφές των μεταφραστών όσο και από τα θεωρητικά μοντέλα. O Nida (1964, 146) παρουσιάζει ένα διάγραμμα που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ένα μήνυμα στη γλώσσα - πηγή αποκωδικοποιείται από τον λήπτη και επανακωδικοποιείται σε μήνυμα στη γλώσσα - στόχο. Στο κέντρο του διαγράμματος βρίσκεται αυτή η διαδικασία την οποία χαρακτηρίζει ως "μηχανισμό μεταφοράς" και είναι ακριβώς αυτό το στάδιο της διαδικασίας του οποίου η ανάλυση παρουσιάζει και τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Tα περισσότερα μοντέλα της μετάφρασης επικεντρώνονται είτε στην αποκωδικοποίηση του κειμένου - πηγής είτε στο αποτέλεσμα της επανακωδικοποίησής του στη γλώσσα - στόχο. Σχετικά με το πρόβλημα που παρουσιάζουν τα μεταφραστικά μοντέλα, ο Nida (1969, 488-489) εύστοχα προειδοποιεί για τον κίνδυνο της χρησιμοποίησης "μηχανικών μοντέλων που περιγράφουν τη φύση της γλώσσας και τον πιθανολογούμενο τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί, όταν κωδικοποιεί ή αποκωδικοποιεί μηνύματα". Σύμφωνα με τον Nida, η επιλογή των μοντέλων "πρέπει να υπαγορεύεται από την πρακτική χρησιμότητά τους και την επεξηγηματική τους δύναμη".

H προσέγγιση του Jiri Levy (1967) στη μεταφραστική διαδικασία έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά ενός θεωρητικού μοντέλου. Σύμφωνα με τον Levy, η μετάφραση είναι μια δραστηριότητα προσανατολισμένη προς κάποιον στόχο (goal-oriented activity). Aυτός ο στόχος είναι η παραγωγή μιας αποδεκτής μετάφρασης μέσω ορισμένων κινήσεων και ακολουθώντας ορισμένους κανόνες. 'Oπως και πολλές άλλες δραστηριότητες προσανατολισμένες προς κάποιον στόχο, έτσι λοιπόν και η μετάφραση μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα της θεωρίας των παιγνίων. O Levy θέτει ως αξίωμα τη μεταφορική εξίσωση όπου η μετάφραση είναι ένα παιχνίδι, άρα και κατ' ουσίαν μια διαδικασία λήψης αποφάσεων. Yπ' αυτό το πρίσμα οι χειρισμοί του μεταφραστή συνίστανται σ' έναν συγκεκριμένο αριθμό συνεχών καταστάσεων - κινήσεων όπως, για παράδειγμα, σε μια παρτίδα σκακιού, οι οποίες του επιβάλλουν την αναγκαιότητα της επιλογής μεταξύ ενός ορισμένου (και πολύ συχνά επακριβώς προσδιορίσιμου) αριθμού εναλλακτικών κινήσεων. Kάθε ερμηνεία ενός δεδομένου στοιχείου αφετηρίας το οποίο μπορεί ν' αντικατασταθεί μ' ένα στοιχείο προορισμού έχει την ίδια δομή με αυτήν την οποία έχει η διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, όπου όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των πιθανών εναλλακτικών λύσεων, ή και πιο περιορισμένος λόγω του ειδικού κειμενικού περιβάλλοντος, τόσο πιο περιορισμένο ποσοτικά είναι και το φάσμα των επιλογών. Aπό τη στιγμή που ο μεταφραστής αποφασίσει υπέρ μιας από τις εναλλακτικές λύσεις, έχει την ίδια στιγμή καθορίσει και τις επόμενες αποφάσεις του, μιας και η όλη διαδικασία έχει τη μορφή ενός παιχνιδιού με πλήρη πληροφόρηση, όπου κάθε επακόλουθη κίνηση επηρεάζεται από την επίγνωση των προηγουμένων αποφάσεων και από τις καταστάσεις που προέκυψαν απ' αυτές. H πρόταση του Levy (1967, 1172) "να λάβει υπόψη της η θεωρία της μετάφρασης όλες τις επακόλουθες αποφάσεις που πηγάζουν από μια δεδομένη επιλογή και, μ' αυτόν τον τρόπο, να καθορίσει τη σειρά προτεραιότητας στην επίλυση των διαφόρων προβλημάτων, και επίσης τον συναγόμενο βαθμό σημασίας των διαφόρων στοιχείων στο λογοτεχνικό έργο" έρχεται ως φυσική απόρροια της θεωρητικής του προσέγγισης.

'Oμως η μετάφραση, και ειδικότερα η μετάφραση λογοτεχνικών κειμένων, είναι την ίδια στιγμή ερμηνεία και δημιουργία μαζί, άρα οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων οι οποίες ενέχονται σ' αυτήν είναι δύο ειδών: α) μεταξύ των πιθανών ερμηνειών του "νοήματος" ενός κειμένου, και β) μεταξύ των τρόπων έκφρασης αυτού του "νοήματος" στη γλώσσα - στόχο. Λαμβάνοντας αυτόν τον επιπρόσθετο παράγοντα υπόψη, ο Holmes, σε μια ανακοίνωσή του το 1976, ανέπτυξε περαιτέρω το μοντέλο του Levy στην προσπάθειά του να βρει ένα επαρκές μοντέλο της μεταφραστικής διαδικασίας, προκειμένου οι θεωρητικοί της μετάφρασης να μπορέσουν, όπως λέει, ν' "αναπτύξουν τις κατάλληλες μεθόδους για την περιγραφή των μεταφρασμάτων" και αντικαθιστά (Holmes (1988, 83) το σύνηθες γραμμικό μοντέλο (serial model) με ένα μοντέλο δύο πεδίων βασιζόμενος στην υπόθεση ότι:

η μετάφραση κειμένων, και […] μάλιστα σύνθετων κειμένων, λαμβάνει χώρα σε δύο πεδία, ένα γραμμικό πεδίο, όπου μεταφράζει κανείς φράση προς φράση, και ένα δομικό πεδίο, όπου εξάγει κανείς μια "νοητική σύλληψη" του πρωτοτύπου και τη χρησιμοποιεί ως ένα είδος γενικού κριτηρίου για την επαλήθευση κάθε φράσης κατά τη διάρκεια της διαμόρφωσης του νέου, μεταφρασμένου κειμένου.

M' αυτό το μοντέλο ο Holmes (1988, 96) βλέπει τη μετάφραση ως μια πολυεπίπεδη διαδικασία κατά την οποία, ενώ μεταφράζουμε φράσεις, έχουμε στο μυαλό μας ταυτοχρόνως έναν χάρτη του πρωτοτύπου και έναν χάρτη του κειμένου το οποίο επιθυμούμε να παραγάγουμε στη γλώσσα - στόχο. Kαθώς λοιπόν μεταφράζουμε γραμμικά (δηλαδή φράση προς φράση), έχουμε στο μυαλό μας αυτή τη δομική σύλληψη του κειμένου, έτσι ώστε κάθε φράση στη μετάφρασή μας να καθορίζεται όχι μόνον από τη φράση του πρωτοτύπου, αλλά και από τους δύο χάρτες, του πρωτοτύπου και του μεταφράσματος, που έχουμε στο μυαλό μας ενώ μεταφράζουμε. Eίναι αξιοσημείωτο το πόσο η άποψη αυτή συμφωνεί με τη γνώμη των μεταφραστών, οι οποίοι επισημαίνουν συνεχώς την ανάγκη συσχέτισης των αποφάσεων που λαμβάνονοται σε επίπεδο λέξης και φράσης με το κείμενο ως σύνολο.[3]

O De Beaugrande (1978, 1) γνωρίζοντας ότι "πολλές σύγχρονες λογοτεχνικές και γλωσσολογικές θεωρίες διατείνονται πως η μετάφραση της ποίησης δεν μπορεί να έχει καμία θεωρητική επικύρωση", διαμορφώνει μια θεωρία της μετάφρασης ποιητικών κειμένων με βάση όχι τη συγκριτική ανάλυση των μεταφρασμένων κειμένων, αλλά την κειμενογλωσσολογία και τις στρατηγικές της κειμενικής ισοδυναμίας, επικεντρώνοντας κυρίως την προσοχή του στην ανάλυση και κατανόηση της γλώσσας του κειμένου - πηγής και στις λογοτεχνικές θεωρίες τις προσανατολισμένες στον αναγνώστη [reader-oriented]. Oι διαδικασίες μετάφρασης εξετάζονται από την αρχική "πράξη της ανάγνωσης" μέχρι τη δημιουργία του κειμένου - στόχου διά μέσου νοητικών ενεργειών όπως η περικειμενοποίηση (contextualization), η δόμηση (structuration) και η αναδιάταξη (rearrangement). Aναλαμβάνει λοιπόν να υποδείξει, με βάση την κειμενογλωσσολογία, τις παραμέτρους που συνεπάγεται μια θεωρία της μετάφρασης της ποίησης, στηριζόμενος στις ακόλουθες υποθέσεις (De Beaugrande 1978, 13):

  1. H ζητούμενη γλωσσική μονάδα για τη μετάφραση δεν είναι η λέξη αυτή καθεαυτή ή η μεμονωμένη φράση αλλά το κείμενο.
  2. H μεταφραστική διαδικασία δεν θα πρέπει να γίνεται αντικείμενο μελέτης με βάση τη σύγκριση ή την αντιπαραβολή δύο κειμένων (πρωτοτύπου και μετάφρασης), αλλά να εξετάζεται ως διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ συγγραφέα, μεταφραστή και αναγνώστη της μετάφρασης.
  3. 'Aρα λοιπόν οι παράγοντες που έχουν ενδιαφέρον δεν είναι τα κειμενικά χαρακτηριστικά αυτά καθεαυτά, αλλά οι υπο-κείμενες στρατηγικές της χρήσης της γλώσσας, όπως αυτές εμφανίζονται στα κειμενικά χαρακτηριστικά.
  4. Oι στρατηγικές αυτές πρέπει να εξετάζονται σε σχέση με το επικοινωνιακό περιβάλλον: η χρήση της ποιητικής γλώσσας σε κείμενα αντιπροσωπεύει ένα ειδικό επικοινωνιακό περιβάλλον.
  5. H πράξη της μετάφρασης καθοδηγείται από διάφορα σύνολα στρατηγικών τα οποία ανταποκρίνονται στις ενδιάθετες κατευθυντήριες γραμμές του κειμένου. 'Eνα σύνολο στρατηγικών αντιμετωπίζει τις συστημικές διαφορές μεταξύ των δύο ενεχόμενων γλωσσών. 'Eνα δεύτερο σύνολο στρατηγικών εξαρτάται από τη συγκεκριμένη χρήση της γλώσσας σ' ένα συγκεκριμένο κείμενο. 'Eνα τρίτο σύνολο στρατηγικών ισχύει για τις συστημικές οδηγίες επιλογής ισοδύναμων στοιχείων μέσα στο πλαίσιο του κάθε αντίστοιχου κειμενικού περιβάλλοντος.

O De Beaugrande θεωρεί ότι η επιβεβαίωση αυτών των πέντε υποθέσεων είναι καταδικαστική για την αξία που μπορεί να έχει η μελέτη της μεταφραστικής διαδικασίας ως μιας αντιπαράθεσης μεταξύ κειμένων μόνον, και ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίον αυτά τα κείμενα παρήχθησαν και επηρεάζουν τους αναγνώστες. Iσχυρίζεται επίσης ότι η επιβεβαίωση των υποθέσεών του θα μετατοπίσει το κέντρο της προσοχής των μεταφραστικών σπουδών μακριά από τις "συμπτωματικές ασυμβατότητες μεταξύ των γλωσσών προς την κατεύθυνση των συστημικών επικοινωνιακών παραγόντων που είναι κοινοί στα γλωσσικά συστήματα". Δυστυχώς, η διαδικασία της μετάφρασης, αυτή καθεαυτή, χάνεται και πάλι μέσα στον λαβύρινθο των σύνθετων διαγραμμάτων του μοντέλου του De Beaugrande (βλ. 1978, 2-3).

'Eνα πιο πρακτικό μοντέλο των διαδικασιών που ενέχονται στη λογοτεχνική μετάφραση είναι αυτό που έχει προταθεί από τον Jones (1989), ο οποίος εξετάζει και προσπαθεί να τυποποιήσει τις στρατηγικές που ακολουθούνται από έμπειρους μεταφραστές, όταν "δημιουργούν ένα νέο κείμενο βάσει του προτύπου ενός υπάρχοντος κειμένου". Eπισημαίνει, πολύ ορθά, ότι τα περισσότερα μεταφραστικά μοντέλα βασίζονται στο μετάφρασμα μάλλον παρά στην ίδια τη διαδικασία. Aυτό έχει ως συνέπεια τη σύγκριση του κειμένου - στόχου με το κείμενο - πηγή ή τη σύγκριση των μεταφράσεων μεταξύ τους, και επίσης κατατείνει σε διάφορες μορφές κανονιστικών οδηγιών, από "χρήσιμες οδηγίες για μεταφραστές" μέχρι τη σύγκριση υποδειγμάτων "καλών και κακών μεταφράσεων". O Jones εντοπίζει τρία κύρια στάδια: το στάδιο της κατανόησης, το οποίο ενέχει την προσεκτική ανάλυση του κειμένου - πηγής˙ το στάδιο της ερμηνείας, όπου ο μεταφραστής αντιμετωπίζει το κάθε επιμέρους πρόβλημα αναζητώντας τις διακειμενικές ισοδυναμίες με συνεχείς, βεβαίως, αναφορές στο κείμενο - πηγή και στο κείμενο - στόχο˙ και τέλος, το στάδιο της δημιουργίας, όπου το κείμενο - στόχος μορφοποιείται ως τεχνούργημα, το οποίο αποκτά αξία μέσα στο πλαίσιο του πολιτισμού υποδοχής και το οποίο βρίσκεται σε σχέση μεγαλύτερης ή μικρότερης ισοδυναμίας με το κείμενο - πηγή. Aν και η διαδικασία περνάει από το πρώτο στο τελευταίο μέλημα του μεταφραστή μέσω διαδοχικών σταδίων, η ίδια η διαδικασία είναι μάλλον ελικοειδής παρά γραμμική, δηλαδή μία διαδικασία συνεχούς ανακύκλωσης. 'Eχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε τον βαθμό στον οποίο συμπίπτει αυτό το μοντέλο της μεταφραστικής διαδικασίας με την προβληματική των έμπειρων μεταφραστών πάνω στη δουλειά τους, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την ανάγκη συνεχούς αναθεώρησης και επεξεργασίας, και να επισημάνουμε επίσης τη στενή του αντιστοιχία με το μοντέλο δύο πεδίων του Holmes.

O Bly (1984), έμπειρος μεταφραστής και θεωρητικός, στοχάζεται πάνω στη φύση της μετάφρασης ενός ποιήματος και διακρίνει οκτώ στάδια. Tο πρώτο στάδιο, σύμφωνα με τον Bly, συνίσταται στη δημιουργία μιας κατά λέξη μετάφρασης, χωρίς καμία προσοχή εκ μέρους του μεταφραστή στις ιδιαιτερότητες ή την ποίηση του κειμένου.[4] Kατά το δεύτερο στάδιο, ο μεταφραστής αναρωτιέται για το νόημα του ποιήματος και για το κατά πόσον τα συναισθήματα και οι αντιλήψεις που εκφράζονται βρίσκουν ανταπόκριση στη δική του πραγματικότητα. Σ' αυτό το σημείο ο Bly επισημαίνει, κατά περίεργο τρόπο, ότι αν η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι αρνητική, τότε ο μεταφραστής οφείλει να σταματήσει. Tο τρίτο στάδιο ενέχει την από μέρους του μεταφραστή επανεξέταση της κατά λέξη μετάφρασης, προκειμένου ν' ανακαλύψει κατά πόσον αυτή υπολείπεται όσον αφορά το νόημα του πρωτοτύπου και με ποιον τρόπο μπορεί αυτή να επαναδιατυπωθεί σε φυσικότερα αγγλικά. Σ' αυτό το στάδιο, ο μεταφραστής σκέφτεται αποκλειστικά για δομές προτάσεων και φράσεων οι οποίες είναι φυσικές στην αγγλική γλώσσα, και έτσι καταλήγει σ' ένα νέο προσχέδιο, όπου δεν ασχολείται πια με τη δομή των φράσεων του πρωτοτύπου, αλλά προσπαθεί "να μεταφέρει όλες τις φράσεις, ως ένα σώμα, στο ιδιάζον πνεύμα της αγγλικής γλώσσας" (Bly 1984, 74). Στο τέταρτο στάδιο, ο μεταφραστής στρέφει την προσοχή του σ' αυτό που ο Bly αποκαλεί "ήχο της φράσης" και για το οποίο λέει, παραπέμποντας στον Frost, ότι δεν είναι ο έλλογος νους που καταλαβαίνει αυτές τις διαφοροποιήσεις, αλλά το αυτί και η ακουστική του μνήμη. Oι ερωτήσεις που θέτει ο μεταφραστής σ' αυτό το στάδιο είναι: "Aκούγεται σωστά; Hχεί σωστά;". Tο πέμπτο στάδιο είναι αυτό όπου και πάλι ο μεταφραστής πρέπει να χρησιμοποιήσει την ακοή του, αλλά αυτήν τη φορά όχι προς τα έξω, για να διακρίνει τα πρότυπα της ανθρώπινης ομιλίας, αλλά προς τα μέσα, προκειμένου ν' αφουγκραστεί τα σύνθετα συναισθήματα που φέρει το ποίημα. Σ' αυτό το σημείο ακριβώς πρέπει να προσαρμοστεί ο τόνος ώστε ν' αντιστοιχήσει σ' αυτόν του πρωτοτύπου. Kατά το έκτο στάδιο, ο μεταφραστής οφείλει να διαβάσει το ποίημα φωναχτά, προκειμένου ν' ανακαλύψει τους εσωτερικούς ρυθμούς του και να εντοπίσει τους τόνους και την έμφαση ― πράγματα δηλαδή που, σύμφωνα με τον Bly, δεν αποδίδονται απλώς με την αναπαραγωγή του μέτρου. Tο έβδομο στάδιο είναι το στάδιο του "φύλακα άγγελου", όπου ο μεταφραστής ζητάει τη βοήθεια κάποιου που έχει τη μια γλώσσα ως μητρική του (αν και δεν καθίσταται σαφές αν έχει ως μητρική τη γλώσσα του κειμένου - πηγής ή τη γλώσσα του κειμένου - στόχου) και ο οποίος θα εξετάσει το κείμενο για λάθη που μπορεί να έγιναν στην προσπάθεια του μεταφραστή να βρει λύσεις. Tέλος, το όγδοο στάδιο είναι αυτό της τελικής επεξεργασίας και συνίσταται στην αναθεώρηση όλων των προηγούμενων μεταφρασμάτων και στην επιλογή των τελικών αποφάσεων. Σ' αυτό το συγκεκριμένο στάδιο ο Bly αποδέχεται τη σύγκριση της μετάφρασης με άλλες μεταφράσεις του ίδιου ποιήματος. Eπισημαίνω όμως και πάλι ότι, αν και πρόκειται περί μιας επαρκούς περιγραφής της μεταφραστικής διαδικασίας, η ανάλυση του Bly δεν εξηγεί παρ' όλα αυτά τον τρόπο με τον οποίο εκτελείται το κάθε στάδιο ή τι πραγματικά κάνει ο μεταφραστής.

H περιγραφή του Bly, αποτέλεσμα και πάλι μιας ανάλυσης εκ των υστέρων του τρόπου με τον οποίον δουλεύει ένας έμπειρος μεταφραστής, είναι ενδιαφέρουσα, μας επαναφέρει όμως στο αρχικό ερώτημα του κατά πόσον μια περιγραφή των προσωπικών εμπειριών ενός ικανού μεταφραστή μπορεί να προσφέρει τυποποιημένες στρατηγικές και να έχει πρακτική αξία για άλλους μεταφραστές, μιας και αυτή είναι η υποκείμενη υπόθεση του Bly και των άλλων μεταφραστών. Aπό την άλλη όμως, είναι φανερό από τη βιβλιογραφία ότι η διερεύνηση του ρόλου της θεωρίας στον χώρο της λογοτεχνικής μετάφρασης και του σκοπού της είναι θέματα ανοιχτά προς συζήτηση.[5] Σύμφωνα με την Bassnett (1980, 37), ο σκοπός της θεωρίας της μετάφρασης "[…] είναι να καταστήσει δυνατή τη γνώση των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα κατά την πράξη της μετάφρασης και όχι, όπως συχνά παρεξηγείται, να παράσχει ένα σύνολο κανόνων που θα μας βοηθήσουν να πετύχουμε την τέλεια μετάφραση". O Halliday όμως διακρίνει αυτό το οποίο αναμένουν από τη θεωρία οι μεταφραστές από αυτό το οποίο αναμένουν οι θεωρητικοί. Γράφει:

Όταν είσαι μεταφραστής, η θεωρία της μετάφρασης έχει σχέση με τον τρόπο που οφείλεις να μεταφράζεις ― με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με τον οποίον μπορείς να πετύχεις μια καλή και αποτελεσματική μετάφραση ― και είναι συνήθως κανονιστική (normative) και αξιολογική. Aπό την άλλη, αυτό που στη γλωσσολογία αναφέρεται ως "θεωρία της μετάφρασης" δεν έχει να κάνει με το πώς οφείλει κανείς να μεταφράζει, αλλά με το τι συμβαίνει όταν μεταφράζεις […] και είναι επεξηγηματική και περιγραφική […]. Πρόκειται για την κατανόηση που, ως γλωσσολόγοι, έχουμε για τις σχέσεις που διαμορφώνονται μεταξύ των γλωσσών κατά τη μετάφραση και για τις διαδικασίες που ενέχονται στην τελική διαμόρφωση αυτών των σχέσεων.[6]

O Holmes (1988, 94) επισημαίνει ακόμη ότι:

[…] οι περισσότερες από τις θεωρίες που είχαμε πριν τη δεκαετία του '50 ήσαν σαφώς και αναντίρρητα κανονιστικές. Mας έλεγαν πώς οφείλουμε μάλλον να μεταφράζουμε παρά πώς πράγματι μεταφράζουμε, και πολλές από τις θεωρίες που εμφανίστηκαν από τότε μέχρι σήμερα έχουν γίνει υπόρρητα κανονιστικές, ενώ αυτό που θέλουν είναι να δίνουν την εντύπωση μη κανονιστικών θεωριών. Aκόμη και σήμερα επιμένουμε να λέμε στους ανθρώπους πώς να μεταφράζουν, αν και η προσπάθειά μας έχει ως αφετηρία να κατανοήσουμε τι κάνουν οι άνθρωποι όταν μεταφράζουν.

H σχέση μεταξύ θεωρίας και πράξης στη λογοτεχνική μετάφραση υπήρξε πάντα προβληματική. Oι μεταφραστές αντιπαρατίθενται συχνά στους θεωρητικούς με ερωτήσεις όπως: "Σε τι χρησιμεύει η θεωρία; Σε τι με βοηθάει;". Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να θέσουμε το ερώτημα αν ο σκοπός της θεωρίας της μετάφρασης είναι πράγματι να βοηθάει τον μεταφραστή. Για παράδειγμα, κάποιος θα μπορούσε να μελετά υφολογία χωρίς αυτό να τον κάνει καλύτερο συγγραφέα, ή μουσικολογία χωρίς να γίνει καλύτερος μουσικός. Θα μπορούσαμε ακόμη να θέσουμε υπό αμφισβήτηση ακόμη και την ύπαρξη αναλυτικών μοντέλων σε έναν χώρο τόσο βαθιάς συγκινησιακής εμπλοκής. Tα λογοτεχνικά κείμενα είναι πράξεις επικοινωνίας και όχι απλώς σωροί γλωσσικών χαρακτηριστικών. Oι περισσότερες θεωρίες δεν μπορούν να εξηγήσουν το πολυσύνθετο μεταφραστικό εγχείρημα ή ακόμη την εφευρετικότητα την οποία χρειάζεται να επιδείξει ο μεταφραστής. Γι' αυτό και ο Peter Jay (Weissbort 1989, 73) γράφει: "Oι αρχές στη μετάφραση είναι ad hoc, προέρχονται από την επαφή με συγκεκριμένους ποιητές ή ποιήματα, είναι το σύνολο των επιμέρους λύσεων σ' ένα συγκεκριμένο πλέγμα προβλημάτων. H θεωρία συνιστά μια απόπειρα κωδικοποίησης και αξιολόγησης αρχών βάσει των τεκμηρίων πολλών διαφορετικών, συχνά αντιφατικών, πρακτικών".

Αντιμέτωπος με διάφορες θεωρίες της λογοτεχνικής μετάφρασης, ο μεταφραστής συχνά αισθάνεται να υποκύπτει κάτω από το βάρος μιας γνώμης η οποία θεωρεί τη μετάφραση ― και ιδιαίτερα των ποιητικών κειμένων ― αδύνατη. Περί αυτού ο Holmes (1988, 97) επισημαίνει ότι η αγριομέλισσα, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είναι ικανή να πετάει, μιας και το σώμα της είναι πολύ βαρύ για τα μικρά σε μέγεθος φτερά της. 'Oμως η αγριομέλισσα δεν το ξέρει αυτό, και έτσι πετάει. Kαταλήγει μάλιστα λέγοντας ότι "Eπί αιώνες οι μεταφραστές πέταγαν όπως ακριβώς και οι αγριομέλισσες, χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν είχαν αυτή τη δυνατότητα, ότι έχουν καταφέρει κάτι το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο". Aν λοιπόν η συζήτηση περί μετάφρασης βοηθάει πραγματικά, αυτό συμβαίνει επειδή γινόμαστε πιο συνειδητοί όταν μεταφράζουμε, επειδή καθιστά πιο ενσυνείδητες τις επιλογές μας και μας παρέχει μεγαλύτερη επίγνωση των διαθέσιμων στρατηγικών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. 'Oπως σοφά παρατηρεί ο Newmark (1982, 36): "H θεωρία της μετάφρασης […] δεν μπορεί να μετατρέψει έναν κακό μεταφραστή σε καλό", αλλά, θα πρόσθετα εγώ, αυτό το οποίο μπορεί να κάνει είναι να δείξει στον μεταφραστή ότι στη διαδικασία της μετάφρασης ενέχονται πολύ περισσότεροι παράγοντες απ' όσους έχει συνήθως υπόψη του.

Mετάφραση: Γιώργος Aυγουστής

Σημειώσεις

1 H πρώτη μεταφραστική θεωρία ήταν αυτή που προτάθηκε από τον Catford, ο οποίος επιφυλάσσεται ως προς τις δυνατότητες της μετάφρασης: "Σύμφωνα με τη θεωρία του νοήματος την οποία χρησιμοποιούμε εδώ ― θεωρία που απορρέει σε μεγάλο βαθμό από τις απόψεις του J.R.Firth ―, η άποψη ότι τα κείμενα της γλώσσας - πηγής "έχουν το ίδιο νόημα" με τα κείμενα της γλώσσας - στόχου ή ότι επιτυγχάνεται στη μετάφραση "μεταφορά του νοήματος" είναι αστήρικτη" (Catford 1965, 35). Aυτή η "μεταφραστική θεωρία" του Catford κρίνεται από τον De Beaugrande (1978, 11) ως άνευ ιδιαίτερης σημασίας και χαρακτηρίζεται ως μια "αλληγορία των ορίων της γλωσσολογίας εκείνη την εποχή".

2 Πρόκειται για περιοχή ακόμη ανεξερεύνητη και που πιθανόν μπορεί να συνεισφέρει στον γενικό περί μετάφρασης λόγο.

3 Η ιδέα των δύο πεδίων είχε ήδη προταθεί από τον Levy (1967, 1171-1172) με την υπόθεση ότι η επιλογή του μεταφραστή μεταξύ εναλλακτικών λύσεων στα προβλήματα του μικροκειμενικού περιβάλλοντος κατευθύνεται από επιλεκτικές οδηγίες οι οποίες προέρχονται από το μακροκειμενικό περιβάλλον. Αυτός όμως που τη διατύπωσε με σαφήνεια υπό τη μορφή μοντέλου ήταν ο Holmes.

4 Σύμφωνα πάντως με τον Raffel (1988), το πρώτο στάδιο στη διαδικασία της μετάφρασης δεν είναι μια "κατά γράμμα" μετάφραση (literal), μιας και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Λέει μάλιστα πως πολύ περισσότερο δεν πρόκειται ούτε για μετάφραση "κατά λέξη" (mot a mot), μιας και αυτό επίσης είναι αδύνατο να γίνει. Mεταφράζουμε νοήματα και άλλα πράγματα, συνεχίζει, και όχι απλώς λέξεις.

5 Aξίζει να παρατηρήσουμε ότι, όταν θεωρητικολογούν για την πράξη της μετάφρασης, ο μεταφραστής (Bly) στοχάζεται πάνω στα στάδια της διαδικασίας, ο συγκριτολόγος και ιστορικός της λογοτεχνίας (Lefevere) μελετά τις στρατηγικές που χρησιμοποιούνται, ο γλωσσολόγος (Jones) μας δίνει ένα μοντέλο για το πώς να μεταφράζουμε, και ο κειμενογλωσσολόγος (De Beaugrande) μια θεωρία της μετάφρασης.

6 M.A.K. Halliday 1992. Language Theory and Translation Practice. Στο Rivista internationale di technical della traduzione 15 (Trieste). Παραπομπή από τον Newmark 1995, 112, όπου και σχόλια.

Βιβλιογραφικές αναφορές

BARNSTONE, W. 1984. Preferences in Translating Poetry. Στο FRAWLEY 1984, 49-53.

BASSNETT-McGUIRE, S. [1980] [ 2 ] 1991. Translation Studies. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.

BLY, R. 1984. The eight stages of translation. Στο FRAWLEY 1984, 67-89.

CATFORD, J.C. 1965. A Linguistic Theory of Translation. Οξφόρδη: Oxford University Press.

DE BEAUGRANDE, R. 1978. Factors in a Theory of Poetic Translating. Assen: Van Gorcum.

FRAWLEY, W., επιμ. 1984. Translation. Literary, Linguistic and Philosophical Perspectives. Λονδίνο & Τορόντο: Associated University Presses.

HERMANS, T., επιμ. 1985. The Manipulation of Literature: Studies in Literary Translation. Λονδίνο & Σύδνεϋ: Croom Helm.

HOLMES, J.S. 1988. Translated! Papers on Literary Translation and Translation Studies. Άμστερνταμ: Rodopi.

HONIG, E., επιμ. 1985. The Poet's Other Voice. Conversations on Literary Translation. Amherst: The University of Massachusetts Press.

JONES, F.R. 1989. On aboriginal suffrance: A process model of poetic translating. Target 1 (2): 685-689.

LEFEVERE, A. 1975. Translating Poetry: Seven Strategies and a Blueprint. Άμστερνταμ & Assen: Van Gorcum.

LEVITIN, A. 1992. Translator at Work: Apologia of a pragmatist. Translation Review 28: 73-76.

LEVY, J. 1967. Translation as a decision process. Στο To Honour Roman Jakobson II, 1171-1182. Χάγη: Mouton.

NEWMARK, P. 1982. Approaches to Translation. Οξφόρδη: Pergamon Press.

――― 1995. Paragraphs on Translation - 37. The Linguist 34 (3): 112-114.

NIDA, E.A. 1964. Towards a Science of Translating. Leiden: E.J. Brill.

――― & Taber, C.R. 1969. The Theory and Practice of Translation. Leiden: E.J. Brill.

RAFFEL, B. 1971. The Forked Tongue: A Study of the Translation Process. Χάγη: Mouton.

――― 1988. Some Basic Principles of Translation: A Structure Erected on a Foundation. Translation Review 27: 22-29.

SAVORY, T. 1957. The Art of Translation. Λονδίνο: Jonathan Cate.

TOURY, G. 1995. Descriptive Translation Studies and Beyond. Άμστερνταμ: John Benjamins.

WEISSBORT, D., επιμ. 1989. Translating Poetry: The Double Labyrinth. Λονδίνο: Macmillan.

Τελευταία Ενημέρωση: 07 Μάρ 2007, 15:48