Πρακτικά Ημερίδας 

Η γλώσσα της λογοτεχνίας και η γλώσσα της μετάφρασης 

Θεσσαλονίκη, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 1998 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΟΥΛΟΣ, Απορίες μεταφράζοντας το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

«δεν εγκατέλειπε το πρόβλημα που είχε
συντάξει μέσα του και γύρευε τη λύση.»
Σελέστ Αλμπαρέ, Ο κύριος Προυστ

Τη στιγμή κατά την οποία -όπως είναι πιθανό να γνωρίζετε- οδεύει προς το τυπογραφείο το πρώτο μέρος της νέας, επτάτομης έκδοσης του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, θαρρώ πως είναι σκόπιμο να δώσω ορισμένες διευκρινίσεις γύρω από ό,τι θα αποκαλούσα «οδηγητικές αρχές» ή «ρυθμιστικούς κανόνες» που διέπουν στην προκειμένη περίπτωση τη μεταφραστική και εκδοτική εργασία. Πράγματι, και σε ό,τι με αφορά ειδικότερα, είναι αναγκαίες οι διευκρινίσεις αυτές, αφού τούτη η μεταφραστική και εκδοτική εργασία παρουσιάζει ευθύς εξαρχής κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στον βαθμό που θα αποτελεί, όταν με το καλό ολοκληρωθεί, τη συνισταμένη των προσπαθειών δύο τουλάχιστον ατόμων, και μάλιστα θα μπορούσαμε ίσως κάπως πιο συμβατικά να πούμε δύο τουλάχιστον γενιών.

Άλλωστε, αναγκαία μοιάζει να είναι τούτη η ρητή έκφραση κάποιων ρυθμιστικών κανόνων και για άλλους λόγους, ανάμεσα στους οποίους θα αναφέρω επιγραμματικά μόνο δύο:

Ο πρώτος είναι ότι, με την πάροδο των εβδομήντα χρόνων που μας χωρίζουν από τη δημοσίευση της τελευταίας ενότητας του μυθιστορήματος, του Ξανακερδι σμένου χρόνου, δηλαδή με τη διαδοχική συσσώρευση πάσης φύσεως υλικών (από την απλή και συνήθως αφελή μαρτυρία έως τις πιο επεξεργασμένες και λεπτομερείς βιογραφίες ή τις συνθετικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις), η προυστική φιλολογία φαίνεται να έχει αγγίξει ένα σημείο μη επιστροφής, όπου, με την έμπρακτη αδυναμία ελέγχου της διεθνούς βιβλιογραφίας, παρατηρείται και κάποιου είδους χαλάρωση στα κριτήρια βάσει των οποίων θα μπορούσε να προωθηθεί ενδεχομένως η διατύπωση γόνιμων υποθέσεων γύρω από το μυθιστορηματικό εγχείρημα του Προυστ, ικανών να ανανεώσουν συνολικά το ζήτημα. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι, απέναντι στην αδρανή μάζα την οποία σχηματίζουν τα ίδια τα ίχνη της εργασίας του συγγραφέα (κείμενα και σχεδιάσματα, άρθρα σε εφημερίδες και μελέτες σε περιοδικά, μεταφράσεις και μιμήσεις, επιστολές), να θυμηθούμε ότι «εκεί που η ζωή εντοιχίζει, η νόηση είναι σε θέση να ανοίξει μια διέξοδο» (Proust 1987-1989, IV, 484) και να βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει όσο γίνεται πιο καθαρά.

Ο δεύτερος λόγος -αν όχι πιο υποκειμενικός, τουλάχιστον πιο μυθιστορηματικός- είναι ότι ο μελετητής και μεταφραστής του Προυστ οφείλει, σε κάποιες συγκεκριμένες στιγμές της ζωής του, να ασκεί ενός είδους αυτοέλεγχο: να κάνει δική του την εύλογη απορία του αφηγητή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αναφορικά με τον Σουάν, και να αναρωτιέται με τη σειρά του «σε ποιαν άλλη ζωή [ο Σουάν] επιφυλασσόταν να πει επιτέλους σοβαρά τι σκεφτόταν για τα πράγματα, να διατυπώσει κρίσεις που θα μπορούσε να μην τις βάλει σε εισαγωγικά […]» (Προυστ 1998, 92).

Κοντολογίς, είτε τούτο οφείλεται σε ζητήματα που σχετίζονται με ορισμένα χαρακτηριστικά της εποχής μας είτε σε πτυχές που αναφέρονται στη στάθμιση των -έστω μερικών- κατακτήσεων μιας ατομικής πορείας σκέψης, αυτό στο οποίο μου φαίνεται ότι καλούμαστε εδώ είναι να εξηγήσουμε τους λόγους ή, εν πάση περιπτώσει, κάποιους λόγους της μεταφραστικής και εκδοτικής μας πρακτικής.

Ο τίτλος της ανακοίνωσής μου είναι «Απορίες μεταφράζοντας το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Θα αποπειραθώ να αναλύσω έναν έναν τους όρους που τον απαρτίζουν, αφήνοντας για τον επίλογο την έκθεση μιας πιο συνθετικής προσέγγισης του ζητήματος. Πρώτα λοιπόν θα εξηγήσω για ποιον λόγο η μεταφραστική και εκδοτική εργασία σε σχέση με το μυθιστόρημα του Προυστ συνάμα προϋποθέτει και οδηγείται στη διατύπωση αποριών (στον πληθυντικό). Δεύτερον, θα εξετάσω μερικά ζητήματα μορφής, ζητήματα του τρόπου έκφρασης ή της μανιέρας του Προυστ, που συνιστούν και την πρώτη ύλη της μεταφραστικής εργασίας. Τρίτον, θα αναφερθώ σε ορισμένα ζητήματα περιεχομένου του έργου, που σχετίζονται και με κάποιες όψεις της εκδοτικής εργασίας. Τα ζητήματα αυτά θέτουν, κατά τη γνώμη μου, υπό αμφισβήτηση μερικές από τις παραδοχές μας ως προς την έννοια της τέχνης του λόγου, όπως αυτή διαμορφώνεται στο ίδιο το μυθιστόρημα -παραδοχές τις οποίες άκριτα εκλαμβάνουμε ως αυτόδηλες. Τέταρτον, βασιζόμενος στην προοπτική που χαράζει η διάσταση την οποία θα αποκαλέσω στρατηγική της μεταφοράς, θα προσεγγίσω το ζήτημα του τυπικού περιεχομένου του μυθιστορήματος και θα προσπαθήσω να επισημάνω το δικτύωμα των παρομοιώσεων και των θετικών αμφισημιών μέσα από το οποίο συγκροτείται σταδιακά ένα βιβλίο, το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, που ο Σεφέρης (1992, 265) δικαιολογημένα, όπως πιστεύω, αποκάλεσε «βιβλίο του Χρόνου». Ο απώτερος στόχος μου είναι να δείξω τόσο με ποιον τρόπο αιτιολογείται ο χαρακτηρισμός αυτός, όσο και ποιες είναι οι συγκεκριμένες επιπτώσεις του στη μεταφραστική και εκδοτική μου πρακτική.

Ι. Γιατί «απορίες» ή «δυσκολίες»;

Το πρώτο σημείο είναι επομένως «γιατί απορίες», γιατί, αν προτιμάτε, απέναντι σε ένα περίπλοκο και πολυδιάστατο έργο τέχνης που αποπειράται, όπως θα δούμε στο τέλος, να διαλευκάνει το «μυστήριο» της εξατομίκευσης, να επιμένουμε στις «δυσκολίες» ή τα «αινίγματα»; Η μέθοδος, ή καλύτερα η τέχνη της απορητικής έκθεσης έχει κατά τη γνώμη μου τα εξής προτερήματα:

Κατά πρώτο λόγο, η απορία δεν απορρίπτει αλλά καλλιεργεί, ως έναν βαθμό, τη σχέση νοήματος και ιστορίας -μιας ιστορίας που νοείται ως η διάσταση από την οποία απελευθερώνεται σταδιακά και επίπονα ο συγγραφέας για να γίνει το ίδιο το υποκείμενο του έργου του.

Η απορία, κατά δεύτερο λόγο, μας μαθαίνει πώς να αντικαθιστούμε σιγά σιγά τις γενικολογίες, τις αοριστολογίες ή τη σύγχυση που ενδέχεται να χαρακτηρίζουν τα λεγόμενα γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα με προσδιορίσιμες, δηλαδή επαληθεύσιμες ή διαψεύσιμες, υποθέσεις.

Η απορία διαμορφώνει, κατά τρίτο λόγο, μια προσωρινή ηθική, διατηρεί δηλαδή μια στάση ενεργητικής ουδετερότητας απέναντι στους παγιωμένους θεσμούς της πνευματικής διαίρεσης της εργασίας, στην προκειμένη περίπτωση ανάμεσα στα φιλολογικά, τα λογοτεχνικά και τα φιλοσοφικά ζητήματα τα οποία φαίνεται να διακυβεύονται στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.

Τέλος, η αναλυτική γραμμή πλεύσης της απορίας δεν διαχωρίζεται από τη στιγμή της συνθετικής προσέγγισης, που είναι και η στιγμή της υπέρβασης μιας συγκεκριμένης απορίας.

Θα υποθέσουμε λοιπόν ότι η, κατά κάποιον τρόπο, μέση οδός του μεταφραστή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ολοκληρώνεται με τη διατύπωση ολοένα και πιο εκλεπτυσμένων αποριών σε αναφορά προς το δίπολο μορφή και περιεχόμενο του έργου.

II. Η συγκρότηση της αφηγηματικής επιφάνειας

Το δεύτερο σημείο αναφέρεται σε ζητήματα μορφής και ρυθμού των φράσεων. Ακολουθώντας εδώ ορισμένα διδάγματα από ένα δοκίμιο του Προυστ σχετικά με το «ύφος» (ακριβέστερα, με όψεις του «ύφους») του Φλωμπέρ, θα λέγαμε ότι ο μεταφραστής καλείται πριν από όλα να «αισθητοποιήσει» την ίδια την παρουσία του μυθιστορήματος (απαραίτητη προϋπόθεση για την επικοινωνία του αναγνωστικού κοινού με το έργο), με άλλα λόγια να προσπαθήσει να αποδώσει στη μεταφραστική γλώσσα, όσο γίνεται πιο απτά, το συγκεκριμένο ή τους συγκεκριμένους τρόπους θέασης των πραγμάτων που διέπουν το ύφος της μεταφραζόμενης γλώσσας.

Νομίζω ότι, ως προς το σημείο αυτό, το παράδειγμα μιας φράσης του Μοντεσκιέ,[1] το οποίο επικαλείται ο Προυστ τόσο στη μελέτη του για τον Φλωμπέρ όσο και στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, είναι ικανό να μας διαφωτίσει περισσότερο. Η φράση του Μοντεσκιέ, συνοδευμένη από μια πιστή αλλά προφανώς κακή μετάφραση, είναι η ακόλουθη: «Les vices d'Alexandre étaient extrêmes comme ses vertus ; il était terrible dans la colère; elle le rendait cruel.» [Οι κακίες του Αλέξανδρου ήσαν τόσο ακραίες, όσο και οι αρετές του˙ (αυτός) γινόταν φοβερός με την οργή˙ (τούτη) τον έκανε βάναυσο]. Με πολύ απλά λόγια, θα λέγαμε εδώ πως το πρόβλημα του Προυστ είναι να δείξει με ποιον τρόπο, δηλαδή μέσα από ποιαν απόκλιση ως προς τη χρήση των γραμματικών κατηγοριών, ο Φλωμπέρ κατορθώνει σταδιακά να διαμορφώσει το «συνεχές» του ύφους του και να αυτοσυσταθεί ως συγγραφέας.

Γενικεύοντας κάπως, σε ό,τι πλέον αφορά τον ίδιο τον συγγραφέα του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, θα προσθέταμε ότι αυτό το παιχνίδι της εναλλαγής του υποκειμένου των φράσεων συγκροτεί πράγματι ενός είδους ρυθμό -κάτι ανάλογο προς αυτό που ο ίδιος ο Προυστ αποκαλεί «κυλιόμενο διάδρομο»[2]- και επιδιώκει να θέσει σε κίνηση την ίδια τη δύναμη της αισθητικότητάς μας (όλοι οι έλληνες μεταφραστές του Προυστ έχουν άλλωστε τονίσει τούτη τη διάσταση του έργου, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη μιαν ιδιαίτερη άσκηση, μια «προσαρμογή της ευαισθησίας» του[3]).

Ως παράδειγμα θα μπορούσαμε να αναφέρουμε εδώ ένα απόσπασμα από τον Ξανακερδισμένο χρόνο (Proust 1987-1989, IV, 451), απόσπασμα που διακρίνεται τόσο για τον ρυθμό των φράσεών του και την εναλλαγή των υποκειμένων του, όσο και για ζητήματα περιεχομένου ή ουσίας:

Το πλάσμα που, με μια παρόμοια δόνηση ευτυχίας, είχε ξαναγεννηθεί μέσα μου, όταν είχα ακούσει τον κρότο ο οποίος ήταν κοινός στο κουτάλι που αγγίζει το πιάτο και στο σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όπως κι όταν είχα νιώσει την αστάθεια των βημάτων στο πλακόστρωτο της αυλής των Γκερμάντ και στο βαπτιστήριο του Αγίου Μάρκου κλπ. -τούτο το πλάσμα συντηρείται μόνο με την ουσία των πραγμάτων, μόνο μέσα σ' αυτή μπορεί να βρει τη διατροφή, τις απολαύσεις του. Ατονεί με την παρατήρηση του παρόντος, όπου οι αισθήσεις δεν μπορούν να του την προσφέρουν, με τη θεώρηση ενός παρελθόντος που η νόηση του το αποξηραίνει, με την προσδοκία ενός μέλλοντος που η βούληση κατασκευάζει με θραύσματα του παρόντος και του παρελθόντος, από τα οποία αφαιρεί κι ένα τμήμα της υπόστασής τους, διατηρώντας μόνο ό,τι ταιριάζει στη στενά ανθρώπινη, χρησιμοθηρική σκοπιμότητα που τους ορίζει η ίδια. Όμως αρκεί ένας κρότος, μια μυρωδιά που έχουμε ήδη ακούσει ή άλλοτε οσφρανθεί να επανεμφανιστούν στο παρόν αλλά ταυτόχρονα και στο παρελθόν, υπαρκτοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδεατοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, και τότε η μόνιμη και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων αμέσως απελευθερώνεται, και το αληθινό μας εγώ που συχνά για χρόνια έμοιαζε νεκρό αλλά δεν ήταν εντελώς, αφυπνίζεται, εμψυχώνεται με την ουράνια τροφή που του προσφέρεται. Μία και μόνο στιγμή χειραφετημένη από την τάξη του χρόνου ανάπλασε μέσα μας, για να του γίνει αισθητή, τον άνθρωπο τον χειραφετημένο από την τάξη του χρόνου. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ο άνθρωπος αυτός παραδίνεται στη χαρά του, παρ' όλο που δεν μοιάζει δυνατό η απλή γεύση μιας μ α ν τ λ έ ν να περιέχει τους λόγους τούτης της χαράς˙ καταλαβαίνουμε πως η λέξη «θάνατος» δεν έχει κανένα νόημα γι' αυτόν. Τοποθετημένος, όπως είναι, εκτός χρόνου, γιατί το μέλλον θα του προκαλούσε δέος;

Απέναντι σε αυτό τον έντονα επεξεργασμένο γραμματικο-συντακτικό τρόπο θέασης των πραγμάτων, θα έλεγε κανείς ότι, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, ο μεταφραστής δεν έχει μεγάλα περιθώρια κινήσεων, πρώτος στόχος του είναι να αποτυπώσει τούτη την ιδιαίτερα τιθασευμένη ροή των φράσεων που οικοδομούν την αφηγηματική επιφάνεια του μυθιστορήματος, η οποία με τη σειρά της μοιάζει να ιχνογραφεί συνεχώς μιαν αναλογία ανάμεσα στην τέχνη και τον στοχασμό. Θα πρόσθετα μόνο εδώ πως το προκαταρκτικό αυτό χρέος του μεταφραστή δεν ολοκληρώνεται με την παράδοση του χειρογράφου˙ εφόσον επιδιώκει να αποτυπωθούν ανάγλυφα οι προθέσεις του Προυστ στην τυπωμένη σελίδα, ο μεταφραστής καλείται να επιμεληθεί ή να εποπτεύσει από κοντά τη δουλειά πάνω στα τυπογραφικά δοκίμια.

III. Η διαμόρφωση της λογοτεχνικής γραμματικής

Πώς να περιγράψουμε το τι συμβαίνει στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το περιεχόμενο, ποια η «πλοκή» ή με ποιον τρόπο «υφαίνεται» η ιστορία του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο; Το ότι η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα δεν είναι τόσο απλή όσο θα φαινόταν εκ πρώτης όψεως διαπιστώνεται εν μέρει και στην εκδοτική εργασία, όταν δηλαδή αποπειράται κανείς να συνοψίσει μία μία τις ενότητες του μυθιστορήματος ή όταν συντάσσει κάποιες σημειώσεις που στόχο έχουν να διευκολύνουν την πρόσβαση του αναγνώστη στους λαβύρινθους του προυστικού κόσμου, προσφέροντάς του ενός είδους κάτοψη του μνημονικού και εγκυκλοπαιδικού θησαυρού του συγγραφέα.

Με τις περιλήψεις και τις σημειώσεις, βλέπει κανείς καθαρότερα πως, ενώ υποβοηθούν τον αναγνώστη να επανέλθει στο τάδε ή το δείνα επεισόδιο του μυθιστορήματος ή να έρθει σε επαφή με τον πολιτισμικό περίγυρο του έργου, δεν τέμνουν καθόλου τη διάσταση της αναγνωστικής εμπειρίας, πόσο μάλλον τη διάσταση των πολλαπλών επιπέδων έκφρασης του έργου. Με αφορμή μιαν άλλη εργασία μου που αναφέρεται ειδικότερα στο μεταφραστικό ήθος του Παύλου Ζάννα (Πούλος 1997), οδηγήθηκα, ως προς αυτό το σημείο, στις ακόλουθες διατυπώσεις: «Μελετώντας την πορεία του ίδιου του αφηγητή μέσα στο μυθιστόρημα, υπάρχει ανάγκη να διακρίνουμε προκαταρκτικά ανάμεσα στο "μεγάλο κύκλωμα", το οποίο σχηματίζεται από την αλυσίδα των διαδοχικών πλανών και διαψεύσεων που ορίζουν τη συνείδηση του αφηγητή ως φενακισμένη, και το "μικρό κύκλωμα" των αθέλητων φαινομένων της αντίληψης και της μνήμης: με άλλα λόγια (ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός και η συνακόλουθη μεταφορά), το μικρό κύκλωμα των "αυτοπλασιών", οι οποίες καταπολεμούν, έως έναν βαθμό, ή τουλάχιστον ενδέχεται να βραχυκυκλώσουν τις νεοπλασίες της συνείδησης του αφηγητή, δηλαδή τα καρκινώματα που παράγει η ίδια η ιδεολογία ως μυθικό σχήμα της συνείδησης. Θα λέγαμε ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με μιας μορφής προκαταλήψεις ή παραποιήσεις του πραγματικού που συνεπάγονται τον εγκλεισμό του αφηγητή σε μια επίπλαστη φυλακή».

Με άλλα λόγια, όταν θέτουμε το ερώτημα του περιεχομένου του έργου, υπάρχει ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα στο μεγάλο κύκλωμα που σχετίζεται με την παράσταση της έγχρονης διάστασης ενός βίου και το μικρό κύκλωμα που σχηματίζεται κατά κάποιον τρόπο στα διάκενα της αφήγησης και που σχετίζεται με την έκφραση της δημιουργικής διάστασης ενός βίου. Θα ισχυριστώ λοιπόν ότι το πρόβλημα που θεματοποιεί το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αναφέρεται στην έκβαση της σχέσης ανάμεσα στην παράσταση και την έκφραση, ανάμεσα σε δύο διαφορετικά επίπεδα, που, όπως είναι γνωστό[4], έχουν άλλωστε αποτελέσει και το αντικείμενο μιας διάκρισης ή μιας αντίστιξης ανάμεσα στην ηθελημένη και την αθέλητη μνήμη.

Ωστόσο, διαγράφεται εδώ ένας κίνδυνος: ο κίνδυνος αυτός, τον οποίο δυστυχώς δεν μπορεί να τον καταλάβει εύκολα ένας αναγνώστης που δεν έχει τη δυνατότητα να διαβάσει ολόκληρο το μυθιστόρημα του Προυστ, είναι με πολύ απλά λόγια να εκλάβουμε ένα από τα πάμπολλα δείγματα επεξήγησης που μας προτείνει το έργο ως το μόνο ικανό να προσφέρει μιαν εις βάθος περιγραφή του τι συμβαίνει. Ας θυμηθούμε ότι τόσο ο Σουάν, όταν ερωτεύεται την Οντέτ, όσο και ο Μπεργκότ, λίγο πριν πεθάνει, εκλαμβάνουν ανεπιτυχώς κάποιες ενδείξεις (μια «μικρή φράση», μια «μικρή επιφάνεια κίτρινου τοίχου») ως κλειδιά για την ερμηνεία του νοήματος της ύπαρξής τους.[5] Τα παραδείγματα αυτά μου αρκούν εδώ για να επισημάνω το ακόλουθο: ότι τόσο με το να υποτιμούμε τον ένα ή τον άλλο από τους όρους της προηγούμενης διάκρισης όσο και με το να περιοριζόμαστε στη ρητή επανάληψή της, αποτυγχάνουμε να συγκροτήσουμε μιαν επαρκή, εις βάθος περιγραφή του τι συμβαίνει «επί σκηνής».

Πρέπει να μελετήσουμε, έστω και επί τροχάδην, τις διαφορετικές μορφές με τις οποίες αυτή παρουσιάζεται στην πορεία του μυθιστορήματος και να υποθέσουμε επιπλέον κάποια γενικευτική διατύπωσή της, με την έννοια ότι συνεπάγεται τη γέννηση ενός δυαδικού σχήματος, του σχήματος αντικείμενο/τελεστική πράξη. Και με την αναφορά σε αυτό το δυαδικό σχήμα είμαστε, νομίζω, σε θέση να εξηγήσουμε καλύτερα τόσο τη διαμόρφωση της συγκεκριμένης εμπειρίας, όσο και τη διεργασία των όρων που καθιστούν δυνατές διαφορετικές μορφές έκφρασης.

Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι μοχλός της αθέατης κίνησης του Αναζη τώντας τον χαμένο χρόνο είναι μια διαρκής μεταμόρφωση του δυαδικού αυτού σχήματος: γιατί, για παράδειγμα, άλλου είδους αντιπαράθεση παρατηρείται ανάμεσα στις δυό μορφές παρουσίασης του τόπου των παιδικών αναμνήσεων του αφηγητή (Κομπραί), και άλλου είδους εναντίωση προκαλεί στη συνείδηση του αφηγητή η αντί­ληψη κάποιου «δυνάμει» φαινομένου και η αποτύπωση των «δυνατών» κόσμων της εφηβείας (Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών)˙ όπως επίσης, άλλης μορφής εκδήλωση παρουσιάζει το δυαδικό αυτό σχήμα με το να πλαισιώνεται το γενεαλογικό δένδρο της αριστοκρατίας στο επεισόδιο του θανάτου της γιαγιάς του αφηγητή (Η μεριά του Γκερμάντ), και διαφορετικής μορφής εκδήλωση με το να παρατίθεται το ανεξάντλητο παιχνίδι της τοπωνυμιολογίας στους στοχασμούς του αφηγητή σχετικά με τις διαλείψεις της καρδιάς (Σόδομα και Γόμορρα)˙ όπως, τέλος, διαφορετικού είδους αντίστιξη παρατηρείται, ως προς το ζήτημα της τέχνης, ανάμεσα στη μίμηση του ύφους των Γκονκούρ και τους τελευταίους στοχασμούς του αφηγητή στον Ξανακερδισμένο χρόνο.[6] Πράγμα που μοιάζει να δείχνει ότι η λογοτεχνική γραμματική του Προυστ όχι μόνον αλλάζει τους κανόνες της κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος αλλά και τείνει, κατά κάποιον τρόπο (στο μέτρο που δεν την έχει σφραγίσει ο θάνατος), τόσο στον πολλαπλασιασμό των περιεχομένων της όσο και στην εξαντλητική οικειοποίησή τους.

Με άλλα λόγια, και γενικεύοντας, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ορισμένων λογοτεχνικών κειμένων τα οποία έχουν κατορθώσει να επινοήσουν νέους, μεταβαλλόμενους συσχετισμούς ανάμεσα στα πράγματα, και να υπερβούν, κατ' αυτό τον τρόπο, το «είδος»[7] τους. Όμως, η ειδοποιός διαφορά τους από τα κοινά λογοτεχνικά έργα συσκοτίζεται, νομίζω, εφόσον η γλώσσα της περιγραφής τους ακολουθήσει τους στεγανοποιημένους όρους μιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του ψυχισμού, ενώ, αντίθετα, φωτίζεται εν μέρει με την επισήμανση ότι έχουν κατορθώσει να μεταμορφώσουν και να ενσωματώσουν διαφορετικά επίπεδα έκφρασης.

Το επακόλουθο είναι απλό: στο μέτρο που η μεταφραστική γλώσσα πρέπει να ανταποκρίνεται στην έννοια της λογοτεχνίας την οποία συμπαραδηλώνει, με τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης εμπειρίας, το εν λόγω μυθιστόρημα, ο μεταφραστής καλείται, κατά το δυνατόν, να εμπλουτίσει τα εκφραστικά μέσα της γλώσσας του και όχι να απωθήσει το πρόβλημα, στο όνομα μιας παγιωμένης ή κωδικοποιημένης χρήσης της λογοτεχνικής γλώσσας. Και θα πρόσθετα εδώ ότι δεν αρκεί να λέμε πως η ισοπέδωση των ζητημάτων της έκφρασης οφείλεται αποκλειστικά στον διάχυτο φανατισμό (βλ. Τσίρκας 1996)˙ πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι η ισοπέδωση αυτή συνδέεται πολύ συχνά και με την έλλειψη μιας συγκροτημένης επιχειρηματολογίας ή με την απουσία σκέψης πάνω σε αυτά τα ζητήματα.

IV. Η στρατηγική της μεταφοράς

Ας προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα: «Αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα», μας λέει ο Προυστ στον Ξανακερδισμένο χρόνο, «είναι ένας ορισμένος συσχετισμός ανάμεσα σ' αυτές τις αισθήσεις και σ' αυτές τις αναμνήσεις που μας περιβάλλουν ταυτόχρονα […], συσχετισμός μοναδικός τον οποίο ο συγγραφέας οφείλει να ξαναβρεί για να ενσωματώσει παντοτινά στη φράση του τους δύο διαφορετικούς όρους. Σε μια περιγραφή, μπορεί να είμαστε σε θέση να παρουσιάζουμε διαδοχικά και επ' αόριστον τα αντικείμενα που απεικονίζονταν στον τόπο τον οποίο περιγράφουμε, όμως η αλήθεια αναφαίνεται μόνο τη στιγμή που ο συγγραφέας πάρει δύο διαφορετικά αντικείμενα, εδραιώσει τον συσχετισμό τους -ανάλογο στον κόσμο της τέχνης προς εκείνον που στον κόσμο της επιστήμης έχει η αποκλειστική σχέση του νόμου της αιτιότητας-, και τα περικλείσει στους αναγκαίους κρίκους ενός ωραίου ύφους˙ και πόσο μάλλον, όταν αυτός, όπως η ζωή, με το να συμπλέκει ένα γνώρισμα επίκοινο σε δύο αισθήσεις, απελευθερώνει την κοινή τους ουσία συνενώνοντάς τες, για να τις υπεξαιρέσει από τα συμβεβηκότα του χρόνου, σε μια μεταφορά». Και καταλήγει: «αντιλαμβανόμουν πως τούτο το ουσιαστικό βιβλίο, το μόνο αληθινό βιβλίο, ένας μεγάλος συγγραφέας δεν χρειάζεται, με την τρέχουσα σημασία της λέξης, να το επινοήσει, αφού υπάρχει κιόλας μέσα μας, αλλά να το μεταφράσει. Η άσκηση και το καθήκον ενός συγγραφέα είναι ίδιες με του μεταφραστή» (Proust 1987-1989, IV, 468-469).

Ας προσπαθήσουμε να διαβάσουμε το δύσκολο αυτό απόσπασμα στο φως των προηγούμενων παρατηρήσεων. Το λεπτό σημείο της παρούσας προσέγγισης είναι ότι η γλώσσα που δημιουργεί ο Προυστ συν τω χρόνω διέπεται και η ίδια από το σχήμα αντικείμενο/τελεστική πράξη, που στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να περιγραφεί ως ένταση ανάμεσα στη μεταφορά ως εικόνα ή απολίθωμα και τη μεταφορά ως παρομοίωση,[8] παρομοίωση που αποτελεί και τον κινητήριο ανανεωτικό μοχλό της διεργασίας. Με διαφορετικά λόγια, όταν φτάνει ο Προυστ στο σημείο να χαρακτηρίσει την εργασία του συγγραφέα ίδια με την εργασία του μεταφραστή, μου φαίνεται ότι υπαινίσσεται πως έχει κατορθώσει να αυτοσχεδιάσει πάνω στον αυτοσχεδιασμό του, δηλαδή πως έχει κατορθώσει να αποτυπώσει, κατά κάποιον τρόπο, στη γλώσσα του κειμένου του το γνωστό μας δίπολο μεταφραζόμενη/μεταφραστική γλώσσα.

Μπορούμε δηλαδή να υποθέσουμε ότι, με τον προοδευτικό σχηματισμό ενός κατάλληλου δικτυώματος παρομοιώσεων το οποίο αντιπαρατίθεται στο πλέγμα των απολιθωμένων εικόνων, το ίδιο το κείμενο μεταβαίνει από την αδράνεια σε ενός είδους δράση, με την ακόλουθη έννοια, ότι η μεταφραστική του γλώσσα, κατά κάποιον τρόπο, κινητοποιείται.[9] Μπορούμε ισοδύναμα να υποθέσουμε ότι, εφόσον καταδειχτεί με ακρίβεια το δικτύωμα αυτών των παρομοιώσεων που αναφέρονται σε θεμελιώδη ζεύγη τόσο της λογοτεχνίας όσο και της φιλοσοφίας, όπως σώμα/ψυχή, έρως/θάνατος, άτομο/κοινωνία, έρως/σεξουαλικότητα, και βαθύτερα σε θετικές αμφισημίες του τύπου «το δικό μου βιβλίο/το μόνο αληθινό βιβλίο», «η δική μου ζωή/η ζωή εν γένει», γίνεται εναργέστερο το γεγονός ότι η παρουσία του συγγραφέα μέσα στο έργο αλλάζει λειτουργία: από παθητικό υποκείμενο, πηγή των εντυπώσεων, μετατρέπεται σταδιακά σε ενεργητικό υποκείμενο, δηλαδή αναγνώστη, θεατή, ακροατή ή εκτελεστή του ίδιου του του έργου. Στην περίπτωση αυτή, θα ισχυριστούμε λοιπόν ότι αυτό που αποκαλούμε βιβλίο του Χρόνου είναι προϊόν μιας σκληρής διεργασίας εμβάθυνσης και διαγραφής (ως γνωστόν, οι 10.000 χειρόγραφες σελίδες γίνονται 3.000 τυπωμένες), όπου ρυθμιστικό ρόλο παίζει η συγκρότηση αυτού του δικτυώματος των παρομοιώσεων και των θετικών αμφισημιών, οι οποίες κατοχυρώνουν ολοένα και περισσότερο τη θέση του συγγραφέα ως αναγνώστη του έργου του.[10]

Θα μου επιτρέψετε όμως να δοκιμάσω και με ένα άλλο φίλτρο την εγκυρότητα του παραπάνω διαλογισμού, ο οποίος μοιάζει άλλωστε να ενισχύει την άποψη του Προυστ ότι η μεταφορά δίνει «ενός είδους αιωνιότητα στο ύφος».[11] Θα ήθελα να παραθέσω, κλείνοντας αυτό το σημείο, το ποίημα του Καβάφη που φέρει τον τίτλο «Στον ίδιο χώρο» (Καβάφης 1991, 86).

Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας
που βλέπω κι όπου περπατώ˙ χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες:
με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κ' αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.

Θα συγκεντρώσω εδώ την προσοχή μου αποκλειστικά στον τελευταίο στίχο του μικρού αυτού αριστουργήματος. Από τη μια πλευρά, ο Γ. Π. Σαββίδης (1993, 38, σημ.) παρατηρεί ότι «το ρήμα "αισθηματοποιώ" συντέθηκε από τον Καβάφη, προφανώς κατ' αναλογία προς το "αισθητοποιώ"»- ενσωματώντας στην πορεία του συλλογισμού μου αυτή την παρατήρηση, μπορώ τώρα να ισχυριστώ ότι η αποτίμηση του βαθμού επιτυχίας ή αποτυχίας του μεταφραστή συναρτάται με το κατά πόσο αυτός κατορθώνει να καταστήσει έκδηλη στη μεταφραστική γλώσσα, με υπόβαθρο πάντοτε την αισθητή παρουσία της αφηγηματικής επιφάνειας του μυθιστορήματος, τούτη την «αισθηματοποίηση». Από την άλλη πλευρά, θα παρατηρήσω ότι η χρήση της έκφρασης «για μένα»[12] συσχετίζεται εδώ με το κατεξοχήν έγχρονο ρήμα «αισθηματοποιώ»˙ και πράγματι, όπως προσπάθησα να δείξω, ο στοχαστικός καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τούτη την έκφραση μόνον εφόσον έχει κατοχυρώσει, με τη συναρμογή του ύφους του, τη θέση του αναγνώστη, του θεατή, του ακροατή ή του εκτελεστή μέσα στο έργο του. Αυτό που μένει επομένως να σχολιάσουμε, είναι το τι θα μπορούσε να σημαίνει πρακτικά για τον μεταφραστή, σε σχέση με το έργο τέχνης ή καλύτερα με το βιβλίο του Χρόνου, η χρήση της λέξης «ολόκληρο».

V. Το μεταφραστικό εργαλείο

Ίσως να σας φάνηκε ότι έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από τα απτά προβλήματα της μετάφρασης. Και πράγματι, θα έλεγε κανείς πως δεν έθιξα καθόλου τον κύριο και χρονοβόρο όγκο της δουλειάς του μεταφραστή, μια δουλειά που σχετίζεται με την άσκηση της φρόνησης και που συνοψίζεται με τη σταδιακή προσέγγιση της λεπτομέρειας: χρήση των -δίγλωσσων ή μη- λεξικών και εγκυκλοπαιδειών, διαδοχικές στρώσεις ρυθμού και νοήματος, διορθώσεις των αβλεψιών της στίξης και της σύνταξης πάνω στα τυπογραφικά δοκίμια κ.ά.˙ επιπλέον, θα έλεγε κανείς πως δεν έθιξα καθόλου τις όψεις της δουλειάς του επιμελητή, ο οποίος καλείται, στο πλαίσιο μιας ενιαίας έκδοσης του μυθιστορήματος και στο μέτρο των δυνάμεών του, να επιβλέψει και να συντονίσει το σύνολο της εργασίας του προκατόχου του.[13] Με άλλα λόγια, θα έλεγε κανείς πως υποτίμησα εδώ τόσο τις ψυχολογικές όσο και τις κοινωνικές διαστάσεις που πλαισιώνουν κάθε μεταφραστικό και εκδοτικό εγχείρημα και που παρουσιάζονται, όπως εύκολα μπορούμε να το διαπιστώσουμε, με ιδιαίτερη ένταση στην προκειμένη περίπτωση.

Ωστόσο, απομονώνοντας εδώ κάποια αυστηρώς επιλεγμένα παραδείγματα δυσκολιών οι οποίες αναφαίνονται στη διεργασία παραγωγής μερικών βιβλίων που είναι γραμμένα «σε ενός είδους ανοίκεια γλώσσα»,[14] ιδίως στη μετάβαση από «ένα επίπεδο σε ένα άλλο»,[15] καθώς και, τηρουμένων των αναλογιών, στη μετάβαση από τη μία γλώσσα στην άλλη, θέλησα να δείξω ότι η άσκηση αυτής της φρόνησης είναι άρρηκτα δεμένη με μια ολοένα καθαρότερη επίγνωση των δυνατοτήτων και των δυνάμεων που εμπερικλείει η μεταφραστική γλώσσα. Διότι πεποίθησή μου είναι ότι, εφόσον επαληθευτούν οι προηγούμενες παρατηρήσεις, είμαστε πλέον σε θέση να ισχυριστούμε ότι η καλλιτεχνική εργασία του Προυστ όχι μόνον εδραιώνει μια συγκεκριμένη εμπειρία, αλλά και καθιστά έκδηλη -«ποιεί το πράγμα προ ομμάτων», όπως θα έλεγε ένας οικείος μας φιλόσοφος (βλ. Düring 1991, 214, σημ. 16)-, με τον ολοένα και λεπτότερο συσχετισμό μορφής και περιεχομένου, τη λειτουργία διαφορετικών επιπέδων δραστηριότητας της γλώσσας: η γλώσσα ως ρυθμός ή μορφή ζωής, η γλώσσα ως δυναμική που διασαφηνίζει από μόνη της τους όρους που καθιστούν δυνατή την έκφραση, η γλώσσα ως εργαλείο μετάβασης από μορφές έκφρασης σε μορφές δημιουργίας.

Και όλα αυτά νιώθω την ανάγκη να τα αναφέρω, επειδή πιστεύω πως ο μεταφραστής, εφόσον αγνοεί τους όρους διαμόρφωσης της συγκεκριμένης εμπειρίας σε σχέση με τα διαφορετικά επίπεδα δραστηριότητας της γλώσσας, διατρέχει συνεχώς τον κίνδυνο του αποπροσανατολισμού ή του μονόπλευρου εγκλωβισμού των μεταφραστικών του επιλογών, αφαιρώντας κατ' αυτό τον τρόπο από το προϊόν της εργασίας του βασικές διαστάσεις και πτυχές του μεταφραζόμενου έργου τέχνης.

Τι θέλω να πω με αυτό; Θέλω να πω πολύ απλά πως, αν το βιβλίο του Χρόνου μας προτρέπει να ασκούμε με φρόνηση τη μεταφραστική μας πρακτική, άλλο τόσο μας θέτει, με τη στρατηγική της μεταφοράς, το ζήτημα της προσέγγισης του Όλου, δηλαδή μας προτρέπει να σταθμίζουμε και να διακρίνουμε με τόλμη, μέσα από την εκδίπλωση της εν λόγω εμπειρίας, τι διακυβεύεται κάθε φορά, καθώς και με ποιον τρόπο τούτο διακυβεύεται.

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του Χρόνου, χρειάζεται επομένως μεγάλη προσοχή: ο οικείος μας φιλόσοφος μπορεί, όπως είδαμε, να πλέκει το εγκώμιο της μεταφοράς, υπενθυμίζει ωστόσο αλλού ότι «παν γαρ ασαφές το κατά μεταφοράν λεγόμενον».[16] Και πράγματι, μελετώντας τις διαφορετικές χρήσεις της λέξης «Χρόνος» στο μυθιστόρημα, θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε, αν όχι στη διατύπωση μερικών παραδόξων, τουλάχιστον στη διαπίστωση μιας γενικευμένης ασάφειας. Για να διακρίνουμε λοιπόν καθαρότερα μερικές παγίδες που ελλοχεύουν στη χρήση της μεταφοράς ως στρατηγικής επιλογής, και, αντιστοίχως, στη μετάφραση της αναζήτησης του χαμένου χρόνου, ας επανέλθουμε με άλλον τρόπο και για τελευταία φορά σε πράγματα που έχουμε ήδη δει.

Αν δεχόμουν άκριτα την παρατήρηση ότι «υπάρχουν κομμάτια του Τέρνερ οτο έργο του Πουσσέν και μια φράση του Φλωμπέρ στον Μοντεσκιέ» (Proust 1987-1989, III, 211), τίποτα δεν θα με εμπόδιζε να υιοθετήσω, με την παραδοχή μορφών ανάδρομου χρόνου, την αντίληψη ότι, σε μια τέχνη που διέπεται από το συμβεβηκός, όλα επικοινωνούν με όλα. Ή ακόμη, αν υιοθετούσα στη μεταφραστική μου εργασία την παλιά αντίληψη και έννοια της λογοτεχνίας περί ξεχωριστών, διακριτών μεταξύ τους, περιοχών του ψυχισμού και της ανθρώπινης δραστηριότητας, ενδεχόμενη συνέπεια τούτης της παραδοχής μου θα ήταν να εισέλθω στην ιδιαίτερη χρονικότητα του εφικτού, των ισοδύναμων, εξίσου «δυνατών» αναγνωστικών διαδρομών και μεταφραστικών επιλογών: τίποτε δεν θα με εμπόδιζε σε αυτή την περίπτωση να μετατρέψω τη στρατηγική της μεταφοράς σε οπτική μιας κάποιας ερμηνευτικής προσέγγισης (της ερμηνευτικής της αλληγορίας, της αριθμολογίας και ούτω καθεξής).

Με άλλα λόγια και γενικεύοντας, θα έμπαινα στον πειρασμό (και ομολογώ πως έχω μπει κατά καιρούς στον πειρασμό) να συγκρίνω κάθε φορά, το εγχείρημα του Προυστ με κάποιον συγκεκριμένο κλάδο γνώσης ή ποιητικής δραστηριότητας (λογοτεχνία, φιλοσοφία,[17] ψυχολογία, ιστορία της τέχνης, μουσικολογία κτλ.), με μια προκατασκευασμένη θεωρία ή με προϋπάρχοντα έργα τέχνης, ενισχύοντας κατ' αυτό τον τρόπο, και ανάμεσα σε άλλες, την εντύπωση ότι το μυθιστόρημα εντάσσεται απλώς και μόνο, ως έργο τέχνης, στην αδιάσπαστη ενότητα της «ποιητικής» δραστηριότητας και της καλλιτεχνικής πρακτικής του ανθρώπινου γένους.

Ωστόσο -και εδώ ίσως έγκειται η μεγαλύτερη δυσκολία στη μετάφραση του μυθιστορήματος, και ιδιαίτερα του Ξανακερδισμένου χρόνου-, πιστεύω ότι, στον βαθμό που ο προηγούμενος διαλογισμός μας γύρω από τη στρατηγική της μεταφοράς είναι γόνιμος, οδηγούμαστε σιγά σιγά σε μια διάψευση των παραπάνω αντιλήψεων και μεταφραστικών επιλογών. Από τη στιγμή που θα νοήσουμε το βιβλίο του Χρόνου ως μεταφραστικό εργαλείο, οδηγούμαστε στην επαλήθευση της αντίληψης ότι οι διαφορετικές χρήσεις της έννοιας του Χρόνου στο μυθιστόρημα μας προσκαλούν, χάρη στην επιφανειακή τους ασάφεια και αμφισημία (τι άλλο είναι η εμμονή του Προυστ στην οικοδόμηση του χαμένου χρόνου;), σε μια συνεχή εσωτερική σύγκριση ανάμεσα στην κληρονομημένη γλώσσα εν γένει και τη γλώσσα προς δημιουργία. Με αυτή την έννοια, μπορούμε τώρα να πούμε ότι η δουλεμένη, δηλαδή κατακτημένη, χρονική διάσταση του μυθιστορήματος είναι συνάμα ρυθμισμένη και ρυθμίζουσα.

Αυτό σημαίνει ότι το μυθιστόρημα, όσο κι αν χρειάζεται να εμπεδώνει διαρκώς και ποικιλοτρόπως στην αφηγηματική του επιφάνεια μιαν αναλογία ανάμεσα στην τέχνη και τον στοχασμό, όσο κι αν οδηγείται στο να μας υποβάλει ως εικασία την άποψη για την αδιάρρηκτη συνέχεια της καλλιτεχνικής πρακτικής,[18] στοχεύει την εδραίωση του εξατομικευτικού δικτυώματος των παρομοιώσεων ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, δηλαδή στοχεύει τελικά τον τρόπο με τον οποίο αντικαθίσταται ανεπαισθήτως μια παλιά γλώσσα με μια νέα -μια νέα γλώσσα η οποία να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου, χωρίς βεβαίως να είναι υποχρεωμένη να υποταγεί ή να μιμηθεί τις όποιες «επίκαιρες» ή «αφηρημένες» απαιτήσεις του (Proust 1987-1989, IV, 451).

Θέλησα να δείξω εδώ ότι ο Μαρσέλ Προυστ ούτε προφήτης είναι ούτε νοσταλγός: με το να λειαίνει ή να ακονίζει το μεταφραστικό του εργαλείο, ο εν λόγω συγγραφέας είναι πριν οπό όλα δημιουργός γλώσσας. Ασκώντας με στοχαστική συνέπεια την τέχνη του, κι ενόσω απομακρύνεται από προκατασκευασμένες θεωρίες περί τέχνης και από προϋπάρχοντα έργα τέχνης, εγκαινιάζει μία νέα πρακτική της λογοτεχνίας νοούμενης ως έγχρονης, εμπράγματης, εξατομικευτικής και αυτορρυθμιζόμενης δραστηριότητας. Προεικάζει, κατ' αυτό τον τρόπο, ανάλογες χειρονομίες και στον κλάδο της φιλοσοφίας.

Παρ' όλο τα μεγάλα εμπόδια που ορθώθηκαν στον δρόμο του δημιουργού του έργου και που αντιμετωπίζει, συνακόλουθα, ο μεταφραστής του, πιστεύω επομένως πως έρχεται η στιγμή της αυτορρύθμισης, κατά την οποία αναγνωρίζουμε την εσωτερική αναγκαιότητα που διέπει τη μετάβαση «από το ευμετάβλητο αντικείμενο της νοητικής απόλαυσης στο μόνιμο όργανό του» (Proust 1987-1989, IV, 471), κάνοντας δική μας τη ρήση του αφηγητή, ότι '«τόσο οι μεγαλύτεροι μας φόβοι όσο και οι πιο μεγάλες μας ελπίδες δεν υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας» και ότι είμαστε σε θέση, αρκεί να επιμείνουμε, «να καταφέρουμε να υπερνικήσουμε τους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες»˙ (Proust 1987-1989, IV, 612˙ πβ. 614). Γιατί εκείνο που ρυθμίζει πλέον τη μεταφραστική και εκδοτική μας προσπάθεια είναι η επίγνωση τούτης της κατακτημένης εσωτερικής σύγκρισης ανάμεσα στον «μεγαλύτερο ήλιο» και το «νέο φεγγάρι» -όπως το διατυπώνει ο ποιητής στον οποίο αναφέρθηκα στην αρχή της ανακοίνωσής μου (Σεφέρης 1989, 293)-, δηλαδή η επίγνωση τούτης της μετάβασης από την κληρονομημένη στην εξατομικευτική γλώσσα, στη γλώσσα προς δημιουργία.

Αυτή η δύναμη ζωής που μας προσφέρει το μυθιστόρημα, με τον τρόπο με τον οποίο μας την προσφέρει -δύναμη ζωής που πιστεύω ότι εκδηλώνεται υποδειγματικά στην εργασία του πρώτου έλληνα μεταφραστή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο-, είναι, εν κατακλείδι, άρρηκτα δεμένη και με το χιούμορ του Προυστ. Θα τελειώσω λοιπόν κατά κάποιον τρόπο ανεκδοτολογικά, με ένα σχόλιο που έκανε ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης - στοχαστής του 20ού αιώνα, εννοώ τον Λούντβιχ Βιττγκενστάιν: «Μερικές φορές», παρατηρεί ο Βιττγκενστάιν, «μπαίνουμε στο γραφείο ενός ανθρώπου και διαπιστώνουμε έναν τέτοιο διασκορπισμό των βιβλίων και των χαρτιών του, που αναφωνούμε χωρίς δισταγμό: "Τι χάος! Τούτο το δωμάτιο πρέπει να τακτοποιηθεί!" Αλλες φορές, ωστόσο, τυχαίνει να μπούμε σε ένα δωμάτιο που μοιάζει εντελώς με το πρώτο: κι όμως αφού κοιτάξουμε γύρω μας, αποφασίζουμε ότι πρέπει να το αφήσουμε έτσι όπως είναι ακριβώς, έχοντας τη βεβαιότητα πως, σε τούτη εδώ την περίπτωση, ακόμα και η σκόνη έχει τη θέση της» (Bouveresse 21987. 706-707).

Σημειώσεις

1 Βλ. τη μελέτη «A propos du "style" de Flaubert» στο Proust 1971, 587.

2 «[…] ce grand Trottoir roulant que sont les pages de Flaubert […]»(Proust 1971, 587).

3 Βλ. «Préface» στο Proust 1971, 570˙ η προσαρμογή αυτή, προσθέτει ο Προυστ, «είναι χρονοβόρα».

4 Προυστ 1998, 47, 380.

5 Σε ό,τι αφορά τη «μικρή φράση» και τη «μικρή επιφάνεια κίτρινου τοίχου», βλ. αντίστοιχα Προυστ 1998, 167-330 και Proust 1987-1989, III, 692.

6 Βλ. αντιστοίχως Προυστ 1998, 13-47, 50-166˙ Προυστ, υπό έκδοση, II, 249-252˙ Proust 1987-1989, II, 615-641˙ III, 152˙ IV, 287- 295, 443.

7 Η διατύπωση είναι του Mallarmé (1945,386), εις απάντηση του τότε ήδη συγκροτημένου αλλά ακόμη άπειρου, ως προς αυτό το σημείο, Μαρσέλ Προυστ (βλ. «Contre I'obscurité» στο Proust 1971, 390-395).

8 Προσαρμόζω με τη δέουσα προσοχή στο υπό εξέταση μυθιστόρημα ορισμένους κανόνες ανάγνωσης τους οποίους διατύπωσε σε άλλο πλαίσιο ο Granger (1990).

9 Χρησιμοποιώ τις διατυπώσεις του Δ. Ν. Μαρωνίτη (1997).

10 Η καταστασιακή θέση (ή, αν προτιμάμε, το «στάτους») του αναγνώστη στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο ελέγχεται ακριβώς σε αυτό το σημείο, με την έννοια ότι είναι άρρηκτα δεμένη με τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο λειτουργούν εν προόδω τούτες οι θετικές αμφισημίες˙ για τα ζητήματα αυτά, πβ. Nehamas 1985, ιδίως κεφ. 5-7.

11 Βλ. τη μελέτη «A propos du "style" de Flaubert» στο Proust 1971, 586.

12 Πβ. Προυστ 1998, 165: «Επειδή έδεσαν ίσως αδιαχώριστα μέσα μου διαφορετικές εντυπώσεις, μόνο και μόνο κάνοντάς με να τις νιώσω ταυτόχρονα, η μεριά της Μεζεγκλίζ ή η μεριά του Γκερμάντ με οδήγησαν αργότερα σε πολλές απογοητεύσεις, ακόμα και σε λάθη. Γιατί συχνά θέλησα να ξαναδώ ένα πρόσωπο δίχως ν' αντιληφθώ πως το ήθελα μόνο γιατί μου θύμιζε ένα φράχτη από ασπραγκαθιές, και έφτασα να πιστέψω, ή να κάνω να πιστέψουν, στο ξαναζέσταμα μιας συμπάθειας, μόνο και μόνο απ' την επιθυμία μου να ταξιδέψω. Αλλά και έτσι ακόμα, και μένοντας ζωντανές σ' όσες απ' τις τωρινές μου εντυπώσεις μπορούν να συνδεθούν, τους δίνουν μια βάση, ένα βάθος, μια επιπλέον διάσταση από τις άλλες. Τους προσθέτουν και μια γοητεία, ένα νόημα που είναι αποκλειστικά γ ι α μ έ ν α» (η αραίωση δική μου).

13 Θα επανέλθω αναλυτικά σε αυτά τα ζητήματα στην εργασία μου «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο: όψεις της μεταφραστικής και εκδοτικής εργασίας», η οποία θα δημοσιευτεί στη φυσική της θέση -αφού θα έχει ολοκληρωθεί η επανέκδοση της μετάφρασης του Παύλου Ζάννα-, δηλαδή στο επίμετρο της έκτης ενότητας του μυθιστορήματος, της Δραπέτισσας.

14 Βλ. τα σχεδιάσματα του Προυστ με τίτλο Contre Sainte -Beuve στο Proust 1971, 305.

15 Βλ. τη μελέτη «A propos du "style" de Flaubert» στο Proust 1971, 599.

16 Αριστοτέλης, Τοπικά, 139b, 34 στο Aristotle 1966, 564.

17 Βλ., για παράδειγμα, στη μικρή αλλά αξιοσέβαστη σοδειά προυστικών μελετών στον τόπο μας, τη μνεία του ιερού Αυγουστίνου και του Καρτέσιου από τον Ξ. Λευκοπαρίδη (1930, 694)·του Μάρκου Αυρηλίου από τον Ν. Δετζώρτζη (1937,515 σημ.)·του Αριστοτέλη από τον Δ. Καπετανάκη (1988,207-214)˙ του Μπερξόν από τον Κλ. Παράσχο (1956,171-179) και του Κίρκεγκωρ από τον Π. Ζάννα (1998,401).

18 Για την εικασία ύπαρξης ενός «νου ποιητικού» με την αριστοτελική σημασία του όρου, βλ. Προυστ, υπό έκδοση, II, 124, καθώς και το σχεδίασμα με τίτλο «Sainte-Beuve et Baudelaire» στο Proust 1971, 262.

Βιβλιογραφικές αναφορές

ARISTOTLE. 1996. Posterior Analytics , Topica . Έκδ. και μτφρ. Η. Tredennick και E.S. Forster. Loeb Classical Library. Κέμπριτζ, Μασσ.-Λονδίνο: Harvard University Press & William Heinemann.

BOUVERESSE, J. 21987. Le Mythe de I'interiorité. Expérience, signification et langage privé chez Wittgenstein. Critique. Παρίσι: Éditions de Minuit.

ΔΕΤΖΩΡΤΖΗΣ N. 1937. Ποιητική. Νέα Εστία21 (247): 513-523.

DÜRING, 1.1991. Ο Αριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της σκέψης του. 1ος τόμ. Μτφρ. Π. Κοτζιά-Παντελή. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

ΖΑΝΝΑΣ, Π.Α. 1998. Αναζητώντας… Στο ΠΡΟΥΣΤ, 1998, 385-406. GRANGER, G.-G. 1990. Bild et Gleichnis: Remarques sur le style philosophique de Wittgenstein. Στο Invitation à la lecture de Wittgenstein, 189-199. Αιξ-αν-Προβάνς: Alinéa.

ΚΑΒΑΦΗΣ, Κ.Π. 1991. Τα ποιήματα, τόμ. Β' (1919-1933). Έκδ. Γ.Π. Σαββίδη, Αθήνα: Ίκαρος.

ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ, Δ. 1988. Μια διάλεξη για τον Προυστ. Στο Μυθολογία του ωραίου, 207-225. Λίμνη Ευβοίας-Αθήνα: Εκδόσεις Χάρβεϋ.

ΛΕΥΚΟΠΑΡΙΔΗΣ, Ξ. 1930. Γύρο από τον Μαρσέλ Προυστ - αποσπάσματα. Νέα Εστία 8 (85): 694-696.

ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Δ. Ν. 1997. Μεταφράζοντας. Το Βήμα, 4 Μαίου.

MALLARMÉ, S. 1945. Le Mystère dans les Lettres. Στο Oeuvres complètes, εκδ. Η. Mondor & G. Jean-Aubry, 382-387. Bibliothèque de la Pléiade. Παρίσι: Gallimard.

NEHAMAS, A. 1985. Nietzsche. Life as Literature. Κέμπριτζ, Μασσ.: Harvard University Press.

ΠΑΡΑΣΧΟΣ, K. 1956. Μαρσέλ Προυστ (Η «Ποιητική» του). Στο Ευρωπαϊκή Πεζογραφία και Ποίηση, 161-195. Αθήνα: Δίφρος.

ΠΟΥΛΟΣ, Π. 1997. Η μεταφραστική εργασία του Παύλου Ζάννα. Μετάφραση 3:105-110.

ΠΡΟΥΣΤ, Μ. 1998. Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. 1ος τόμ. Από τη μεριά του Σουάν. Μτφρ. Παύλος Ζάννας, επιμ. Παν. Πούλος. Κλασικοί Συγγραφείς. Αθήνα: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.

-. Υπό έκδοση. Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. 2ος τόμ. Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών. Μτφρ. Παύλος Ζάννας, επιμ. Παν. Πούλος. Κλασικοί Συγγραφείς. Αθήνα: Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.

PROUST, Μ. 1971. Contre Sainte-Beuve précédé de Pastiches et mélanges et suivi de Essais et articles. Επιμ. Ρ. Clarac. Bibliothèque de la Pléiade. Παρίσι: Gallimard.

-. 1987-1989. À la recherche du temps perdu. 4 τόμ. Επιμ. J.-Y. Tadié. Bibliothèque de la Pléiade. Παρίσι: Gallimard.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Γ.Π. 1993. Βασικά θέματα της ποίησης του Καβάφη. Αθήνα: Ίκαρος.
ΣΕΦΕΡΗΣ, Γ. 1989. Τρία κρυφά ποιήματα. Στο Ποιήματα, 275-306. Αθήνα: Ίκαρος.

-. 1992. Η Κιβωτός του Νώε. Στο Δοκιμές, τόμ. Γ'. Παραλειπόμενα (1932-1971), 263-266. Αθήνα: Ίκαρος.

ΤΣΙΡΚΑΣ, Σ. 1996. Ο φανατισμός εκχυδαΐζει και ισοπεδώνει. Η Λέξη 136 (Νοέμ.-Δεκ.): 699-700.

Τελευταία Ενημέρωση: 07 Μάρ 2007, 15:48