Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "τί"

2 εγγραφές [1 - 2]
τιμάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία |με γεν. 2. (από τον κατώτερο ηλικιακά, κοινωνικά, στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο, τους νόμους, την πατρίδα, την μητρόπολη) αποδίδω τιμές, την πρέπουσα λατρεία 3. (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια, προτίμηση 4. (μεταξύ ίσων) τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβάλλω ως πρότυπο |αποδίδω ως τιμή |εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ κτ. σημαντικό, προτιμώ από κτ. άλλο |με γεν. συγκρ. 5. παίρνω απόφαση ως δικαστήριο, επιβάλλω ποινή |δικανικός όρος Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υπολογίζεται η αξία μου, αξιολογούμαι |με γεν. 2. μου αποδίδονται τιμές, προνόμια |προβάλλομαι ως πρότυπο, χαίρω γενικής εκτίμησης, αξιολογούμαι θετικά 3. μου επιβάλλεται ποινή, καταδικάζομαι |δικανικός όρος
τιμή
Α. εκτίμηση, σεβασμός, αξιοπρέπεια, εκδήλωση τιμής και σεβασμού |τιμητική προσφορά, δώρο |με γεν. |με δοτ. προσ. |φρ. τιμὴν ή τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν, ὀπάζειν, πορεῖν, διδόναι, ἀποδιδόναι, φέρεσθαι, προσάπτειν, περιάπτειν |φρ. τιμῆς λαγχάνειν, τυγχάνειν |φρ. ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι, ἔχειν, ἄγειν, ἄγεσθαι, τίθεσθαι |φρ. τιμῆς ἕνεκα |φρ. ἄξιος τιμῆς Β. 1. αξίωμα, τιμητική θέση, εξουσία, ἀρχοντες |τα δικαιώματα, τα προνόμια 2. η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων, το υπέρτατο αξίωμά τους Γ. αξία, κόστος, αντίτιμο, υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση, πρόστιμο και κατανομή φόρου)
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες