Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Τ"

7 εγγραφές [1 - 7]
τάξις
Α. |στρατιωτικός όρος 1. παράταξη και διάταξη στρατεύματος σε συγκεκριμένη θέση και σειρά |κατάταξη και οργάνωση στρατιωτικών δυνάμεων, πεζικού ή ναυτικού, σε υποδιαιρέσεις (τάγμα, λόχος, μοίρα...) |κάθε κατάλληλος σχηματισμός στρατιωτικών δυνάμεων για μάχη, παράταξη |θέση στις γραμμές μάχης 2. (στην αρχαία Αθήνα) η στρατιωτική δύναμη που αναλογούσε σε κάθε φυλή σε καιρό πολέμου Β. 1. διάταξη, οργάνωση βάσει κανόνων, τάξη |πολιτειακή οργάνωση 2. θέση, αξίωμα, ρόλος, κατάσταση 3. γενικά σύνολο ή ομάδα ανθρώπων, κατηγορία, τάξη (πολιτική, κοινωνική)
ταπεινός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. χαμηλός |για τόπους και πράγματα |κοντός, μικρός, αντ. ὑψηλός |για ανάστημα ή μέγεθος |ρηχός, αντ. βαθύς |για όγκο Β. 1. φτωχός, μικρός, αδύναμος, υποταγμένος |για κατάσταση |από ταπεινή καταγωγή, αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα |για κοινωνική θέση 2. κατηφής, θλιμμένος |για διάθεση 3. ποταπός, άθλιος, πρόστυχος |με ηθική σημασία |ταπεινόφρων, μετριόφρων, σεμνός |θετικά Γ. ασήμαντος, ευτελής |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με ταπεινοφροσύνη |αρνητικά |φρ. ταπεινῶς πράττω=βρίσκομαι σε κατάσταση παρακμής, ζω σε κατάσταση μετριότητας και αφάνειας
τεκμαίρω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ φανερώνω με τεκμήρια, αποδεικνύω |μετά τον ΟΜ Β. ΜΕΣΟ 1. διατάζω, καθορίζω, ορίζω, σχεδιάζω |προμηνύω, προλέγω 2. καταλήγω σε μια γνώμη, κρίση, συμπέρασμα, υπόθεση κτλ., εικάζω, υποθέτω, συμπεραίνω |απόλ. |με αιτ. |με αιτ. και απρφ. |με ειδική πρόταση 3. κρίνω ή συμπεραίνω βασισμένος σε κτ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτιολογική πρόταση
τέλος
1. ολοκλήρωση, τελείωση, εκπλήρωση, έκβαση 2. η ακμή της κάθε ηλικίας, ωριμότητα |για ηλικία και χρόνο |ωρίμανση |για φυτά και ζώα 3. τέλος, παύση, λήξη |τέλος ζωής, θάνατος |φρ. τέλος, ἐς (εἰς) τέλος, ἐπὶ τέλος, κατὰ τὸ τέλος=στο τέλος |φρ. διὰ τέλους=καθ' όλη τη διάρκεια μιας πράξης, μέχρι το τέλος |φρ. τέλος γήραος, θανάτοιο, γάμοιο=γήρας, θάνατος, γάμος |φρ. τέλος ἔχω, λαμβάνω=τελειώνω, τέλος ἐπιγίγνεται=επέρχεται το τέλος, εκπληρώνομαι 4. το επιθυμητό τέλος μιας ενέργειας, ο σκοπός |φιλοσοφία |το αγαθό, η αρετή 5. απόλυτη εξουσία |φρ. οἱ ἐν τέλει=όσοι κατέχουν εξουσία ή αξίωμα, οι αξιωματούχοι (πολιτικοί ή στρατιωτικοί) 6. τέλη, δασμοί |οικονομία |πρόσοδος, έξοδα, δαπάνες |οικονομία 7. απόφαση δίκης |δικανικός όρος 8. θυσίες, προσφορές, μυστήρια, μυσταγωγίες |θρησκεία 9. διαίρεση στρατιωτικού σώματος, λόχος ιππέων, μοίρες πλοίων |στρατιωτικός όρος
τιμάω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. εκτιμώ, υπολογίζω την αξία |με γεν. 2. (από τον κατώτερο ηλικιακά, κοινωνικά, στην κλίμακα ανθρώπινου-θείου προς τον ανώτερο, τους νόμους, την πατρίδα, την μητρόπολη) αποδίδω τιμές, την πρέπουσα λατρεία 3. (από τον ανώτερο προς τον κατώτερο) δείχνω εύνοια, προτίμηση 4. (μεταξύ ίσων) τιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, προβάλλω ως πρότυπο |αποδίδω ως τιμή |εκτιμώ, σέβομαι, θεωρώ κτ. σημαντικό, προτιμώ από κτ. άλλο |με γεν. συγκρ. 5. παίρνω απόφαση ως δικαστήριο, επιβάλλω ποινή |δικανικός όρος Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. υπολογίζεται η αξία μου, αξιολογούμαι |με γεν. 2. μου αποδίδονται τιμές, προνόμια |προβάλλομαι ως πρότυπο, χαίρω γενικής εκτίμησης, αξιολογούμαι θετικά 3. μου επιβάλλεται ποινή, καταδικάζομαι |δικανικός όρος
τιμή
Α. εκτίμηση, σεβασμός, αξιοπρέπεια, εκδήλωση τιμής και σεβασμού |τιμητική προσφορά, δώρο |με γεν. |με δοτ. προσ. |φρ. τιμὴν ή τιμὰς νέμειν, ἀπονέμειν, ὀπάζειν, πορεῖν, διδόναι, ἀποδιδόναι, φέρεσθαι, προσάπτειν, περιάπτειν |φρ. τιμῆς λαγχάνειν, τυγχάνειν |φρ. ἐν τιμῇ ή ἐν τιμαῖς εἶναι, ἔχειν, ἄγειν, ἄγεσθαι, τίθεσθαι |φρ. τιμῆς ἕνεκα |φρ. ἄξιος τιμῆς Β. 1. αξίωμα, τιμητική θέση, εξουσία, ἀρχοντες |τα δικαιώματα, τα προνόμια 2. η ανώτατη εξουσία των θεών και των βασιλιάδων, το υπέρτατο αξίωμά τους Γ. αξία, κόστος, αντίτιμο, υπολογισμός αξίας (για αποζημίωση, πρόστιμο και κατανομή φόρου)
τυγχάνω
1. χτυπώ με όπλο και πετυχαίνω το στόχο μου |με αιτ. |με γεν. |απόλ. 2. πετυχαίνω, συναντώ τυχαία, πέφτω πάνω σε κπ. |για πρόσωπα |με γεν. |με κτγ. |ὁ τυχών=ο οποιοσδήποτε, ο τυχαίος 3. πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ, παίρνω, κατέχω, αξιώνομαι |για πράγματα και έννοιες |με γεν. |με αιτ. |με απρφ. |πετυχαίνω, παίρνω κτ. από κπ. |πετυχαίνω τον σκοπό μου, πετυχαίνω κτ. που ζήτησα |τό τυχεῖν=η νίκη |με αρνητική σημασία 4. τυχαίνω, συμβαίνω σε κπ. |με δοτ. προσ. |απόλ. |με προσωπική σύνταξη |όπως, όπου, όταν κτλ. τυχαίνει, συμβαίνει |ως απρόσωπο στο γ΄εν. |τὸ τυχόν=το τυχαίο, το οτιδήποτε |ως επίρρημα τυχόν=κατά τύχη, ίσως |έχω την τύχη ή τη μοίρα 5. συμβαίνει να βρίσκομαι κάπου τυχαία |το τυγχάνω συνάπτεται με μτχ. άλλου ρήματος και αποκτά επιρρηματική σημασία, ενώ η μτχ. δηλώνει την κύρια έννοια και αποδίδεται με ρήμα |φρ. τυγχάνω ὤν=τυχαίνει να είμαι, είμαι |με παράλειψη της μτχ. ὤν
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες