Basic Lexicon of Ancient Greek
Results for: "Λ"
4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
- λανθάνω και λήθω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ διαφεύγω την προσοχή κπ., παραμένω άγνωστος, μένω απαρατήρητος (συχνά με άρνηση) |με αιτ. προσ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ., που αποδίδεται με ρ. και το ρ. με επίρρημα κρυφά, μυστικά, απαρατήρητα |απόλ. |με αναφ. πρότ. Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. κρατώ κτ. κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ |με γεν. |κυρίως στον αόρ. β' 2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω, παρέρχομαι - λέγω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. συλλέγω |επιλέγω 2. αριθμώ, συγκαταλέγω |φρ. λέγω τινά οὐδαμοῦ=θεωρώ κάποιον μηδαμινό, τιποτένιο |φρ. κέρδος λέγω=θεωρώ κέρδος 3. απαριθμώ, επαναλαμβάνω, διηγούμαι Β. ΜΕΣΟ συλλέγω για τον εαυτό μου |επιλέγω για τον εαυτό μου Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. συλλέγομαι, επιλέγομαι 2. συγκαταλέγομαι, απαριθμούμαι Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. λέω, μιλώ, αναφέρω |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με αιτ. και απρφ. |με ειδική πρόταση |με πλάγια ερωτηματική πρόταση |απόλ. |με μτχ. |με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |με αιτ. προσ. και αιτ. πράγμ. |φρ. λέγω τά τινος=αναφέρω για κπ. |φρ. εὖ λέγω=επαινώ, κακῶς λέγω=κακολογώ, αποδοκιμάζω |πλεοναστική χρήση |φρ. λέγω τι=έχω δίκιο, λέω κάτι (με ευφημιστικό τόνο) |φρ. εὖ λέγω, καλῶς λέγω, ὀρθῶς λέγω=μιλώ ορθά |φρ. λέγω οὐδέν=λέω κτ. χωρίς σημασία ή ψεύδομαι |φρ. κακῶς λέγω=δεν μιλώ ορθά 2. προσδιορίζω, αποκαλώ, θεωρώ 3. διατάζω, παραγγέλλω 4. ανακοινώνω, διακηρύττω |για χρησμούς, έγγραφα 5. εννοώ, προσδιορίζω |φρ. τί λέγω, πῶς λέγω=τι θέλω να πω, τι εννοώ 6. διαβάζω δυνατά κτ. γραμμένο |τραγουδώ, ψάλλω |εγκωμιάζω, εξυμνώ, καυχιέμαι για κτ. |κάνω λόγο για κτ. |έχω ρητορική ικανότητα, ευφράδεια |ρητορική |φρ. (δίκας) λέγειν ὑπέρ τινος=ομιλώ ως συνήγορος κπ. |εκθέτω δημόσια με το λόγο απόψεις, ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω |διατάζω να πουν, αποστέλλω λόγο με κπ. άλλο, γνωστοποιώ Β. ΜΕΣΟ απαριθμώ, επαναλαμβάνω, διηγούμαι Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. λέγομαι, αναφέρομαι |λέγεται, αναφέρεται |απρόσ. |φρ. τὸ λεγόμενον=όπως λένε |απόλ. 2. προσδιορίζομαι, θεωρούμαι, αποκαλούμαι - λιπαρός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. |κυριολ. 1. λιπαρός, αυτός που περιέχει λίπος |φυσική και βιολογία |για οσμή |αλειμμένος με λάδι, γυαλιστερός |για άνθρωπο |στιλπνός, ζωηρός, με όψη υγιή |για μέρη του σώματος 2. ευτραφής Β. |μτφ. 1. πλούσιος, λαμπρός, έξοχος, ωραίος |για πράγματα |πλούσιος, ευχάριστος |για συνθήκες ζωής, καταστάσεις |ως επίθετο πόλεων 2. γόνιμος, εύφορος |για τόπο |ΕΠΙΡΡΗΜΑ σε αφθονία, σε πλούτο - λόγος
Α. Ο ΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΣ και ΓΡΑΠΤΟΣ) 1. λόγος, λόγια, ομιλία |φρ. ὡς εἰπεῖν λόγῳ=για να μιλήσουμε, για να πούμε |φρ. λόγῳ-ἔργω=αντίθεση αυτού που απλώς λέγεται με αυτό που είναι πραγματικότητα |αναφορά, μνημόνευση |δήλωση, ισχυρισμός |υπόσχεση, απάντηση |ρητό, απόφθεγμα, παροιμία |απόφαση, λύση |διαταγή, εντολή, προτροπή |διακήρυξη, διδασκαλία |όρος, προϋπόθεση 2. φήμη, παράδοση, θρύλος |φρ. λόγος ἔχει σε |φήμη, νέα, πληροφορία, είδηση 3. χρησμός, αποκάλυψη 4. το ζήτημα για το οποίο γίνεται λόγος, το γεγονός |αρχή, πρόταση, ορισμός |υπόθεση, παράδειγμα 5. ικανότητα της ομιλίας, χρήση του λόγου |δικαίωμα του λόγου, εξουσία |διάλογος (ως λογοτεχνικό είδος) |φρ. εἰς λόγους ἐλθεῖν, συνελθεῖν, ἀφικέσθαι, διά λόγων ἰέναι, ἐς λόγους ἄγειν |φρ. οἰ ἐν τοῖς λόγοις=οι διαλεκτικοί 6. πεζός λόγος, φράση |διήγηση πραγματικών γεγονότων, διήγηση ιστορική, ιστορία, τμήμα ιστορικού έργου |βιβλίο, μέρος έργου |ρητορικός λόγος |φανταστική διήγηση |μύθος (ως λογοτεχνικό είδος) Β. Ο ΕΝΔΙΑΘΕΤΟΣ ΛΟΓΟΣ (ΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ) 1. η ικανότητα της λογικής σκέψης, της αιτιολόγησης |κίνητρο, αιτία, δικαιολόγηση |σχέδιο, πρόγραμμα 2. λογοδοσία, λογαριασμός (προφορικά ή εγγγράφως) |φρ. λόγον αἰτεῖν, ἀπαιτεῖν, διδόναι, λόγον ὑπέχειν, λόγον ἀποφέρειν |εξήγηση |εκτίμηση, ενδιαφέρον, φροντίδα, αποτίμηση |φρ. λόγον τινός ποιοῦμαι, λόγον ἔχειν (περί τινος) |αναφορά, σχέση, αναλογία