Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "Γ"

3 εγγραφές [1 - 3]
γιγνώσκω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. γνωρίζω, μαθαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, γνωρίζω καλά |με αιτ. |με απρφ. |με γεν. |με κτγ.μτχ. |με δευτερεύουσα πρόταση |απόλ. |η μτχ. ως ουσ. ὁ γιγνώσκων=αυτός που αντιλαμβάνεται |φρ. ἔγνων=κατάλαβα |φρ. ἔγνως=έχεις δίκιο, μιλάς σωστά 2. αναγνωρίζω μετά από παρατήρηση, διακρίνω, ξεχωρίζω 3. πιστεύω, σχηματίζω γνώμη για κπ. ή για κτ., κρίνω, αποφασίζω Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ γίνομαι γνωστός, αναγνωρίζομαι |ως ουσ. τὰ γιγνωσκόμενα=αυτά που γίνονται αντιληπτά |ανακοινώνεται, δημοσιοποιείται |δικανικός όρος |κρίνεται ένοχος, καταδικάζεται |για άνθρωπο |μτχ.πρκ. ἐγνωσμένος με ενεργητική σημασία=είμαι αποφασισμένος |τὰ ἐγνωσμένα=οι αποφάσεις
γλυκύς
Α. γλυκός, αντ. του πικρός, ὀξύς, ἀλμυρός |για γεύση |ως ουσ. ὁ γλυκύς (ενν.ὁ οἶνος) Β. |μτφ. 1. ευχάριστος, ήπιος, ηδονικός |για αφηρημένα ουσιαστικά 2. αγαπητός, γλυκός |σε προσφώνηση |σε υπερθ. |αφελής, ανόητος |ειρων. |φρ. γλυκύ (ενν. ἐστι)
γραφή
1. η χάραξη στοιχείων σε μια επιφάνεια, η αποτύπωση του γραπτού λόγου, η διαδικασία της γραφής |το αποτέλεσμα της γραφής: γραπτό κείμενο, επιστολή, έγγραφο, επιγραφή 2. σχεδίαση, ιχνογράφηση, ζωγραφιά, σχέδιο, πίνακας |τέχνη |περιγραφή 3. κατηγορητήριο έγγραφο, καταγγελία σε δημόσια δίκη (αντ. δίκη=καταγγελία για ιδιωτική υπόθεση) |δικανικός όρος |φρ. γραφήν γράφεσθαι |φρ. γραφήν διώκειν |φρ. γραφήν φεύγεσθαι |φρ. γραφήν εισέρχεσθαι |φρ. γραφήν κατασκευάζειν ή γραφήν παρασκευάζειν |τυπικός κανονισμός μιας διαδικασίας, συμφωνίες |νομικός όρος
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες