Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "σπουδάζω"

1 εγγραφή
σπουδάζω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι |απόλ. |με απρφ. 2. ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία, ασχολούμαι σοβαρά με κτ., φροντίζω με επιμέλεια, αφοσιώνομαι σε κτ. |για πράγματα |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με απρφ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ. |με πρόταση ὅπως ή ὡς |ασχολούμαι, δίνω προσοχή σε κπ., φροντίζω, ενδιαφέρομαι, ενεργώ προς το συμφέρον κπ. |για πρόσωπα |με εμπρόθετο προσδιορισμό 3. είμαι σοβαρός, λέγω, κάνω ή παίρνω κτ. στα σοβαρά |απόλ. |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. επιδιώκομαι με ζήλο, ετοιμάζομαι με φροντίδα |συχνός ο τύπος της μτχ. ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια, επεξεργασμένος 2. εξετάζομαι σοβαρά, με παίρνουν στα σοβαρά |μου συμπεριφέρονται με σεβασμό
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες