Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σπουδάζω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ 1. σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι |απόλ. |με απρφ. 2. ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία, ασχολούμαι σοβαρά με κτ., φροντίζω με επιμέλεια, αφοσιώνομαι σε κτ. |για πράγματα |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με απρφ. |με αιτ. και απρφ. |με μτχ. |με πρόταση ὅπως ή ὡς |ασχολούμαι, δίνω προσοχή σε κπ., φροντίζω, ενδιαφέρομαι, ενεργώ προς το συμφέρον κπ. |για πρόσωπα |με εμπρόθετο προσδιορισμό 3. είμαι σοβαρός, λέγω, κάνω ή παίρνω κτ. στα σοβαρά |απόλ. |με αιτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με ειδική πρόταση Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. επιδιώκομαι με ζήλο, ετοιμάζομαι με φροντίδα |συχνός ο τύπος της μτχ. ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια, επεξεργασμένος 2. εξετάζομαι σοβαρά, με παίρνουν στα σοβαρά |μου συμπεριφέρονται με σεβασμό

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ και ΜΕΣΟ
    • 1. σπεύδω, επείγομαι, βιάζομαι
    • απόλ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 572 γυνή τις ἡμῖν ἐσπουδακυῖα προστρέχει
    • με απρφ.
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.11 εἰ δὲ πάνυ σπουδάζοι φαγεῖν
    • 2. ασχολούμαι με βιασύνη ή προθυμία, ασχολούμαι σοβαρά με κτ., φροντίζω με επιμέλεια, αφοσιώνομαι σε κτ.
    • για πράγματα
    • με αιτ.
    • ΠΛ Φαιδ 114e τὰς δὲ (ἡδονὰς) περὶ τὸ μανθάνειν ἐσπούδασέ τε
    • ΞΕΝ Συμπ 8.17 τὰ ἑαυτοῦ ἡδέα σπουδάζοντα
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.48 ὅσα ἂν ὁρῶ σε σπουδάζοντα͵ συνεργὸς πειράσομαι γίγνεσθαι
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΙΣΟΚΡ 20.2 εὑρήσετε δὲ καὶ τοὺς θέντας ἡμῖν τοὺς νόμους ὑπὲρ τῶν σωμάτων μάλιστα σπουδάσαντας
    • ΠΛ Λαχ 183a ἐκεῖνοι μάλιστα τῶν Ἑλλήνων σπουδάζουσιν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις
    • ΔΗΜ 22.76 πρὸς μὲν χρημάτων κτῆσιν οὐδεπώποθ΄ ὁ δῆμος ἐσπούδασεν
    • με απρφ.
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 1143 οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις
    • με αιτ. και απρφ.
    • ΠΛ Αλκ2 141d ὅσοι τυραννίδος ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ σπουδάσαντες τοῦτ΄ αὐτοῖς παραγενέσθαι͵ ὡς ἀγαθόν τι πράξαντες͵ διὰ τὴν τυραννίδα ἐπιβουλευθέντες τὸν βίον ἀφῃρέθησαν
    • με μτχ.
    • ΞΕΝ Οικ 9.1 ἡ γυνὴ ἐδόκει σοι͵ ἔφην ἐγώ͵ ὦ Ἰσχόμαχε͵ πώς τι ὑπακούειν ὧν σὺ ἐσπούδαζες διδάσκων;
    • με πρόταση ὅπως ή ὡς
    • ΔΗΜ 24.210 χρὴ τοίνυν σπουδάζειν ὅπως ὡς βέλτιστοι δόξουσιν εἶναι
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 14.4 νῦν δ΄ ἐπίσταμαι τοὺς δοκοῦντας πρώτους εἶναι ἐσπουδακότας ὡς μηδέποτε παύωνται ἁρμόζοντες ἐπὶ ξένης
    • ασχολούμαι, δίνω προσοχή σε κπ., φροντίζω, ενδιαφέρομαι, ενεργώ προς το συμφέρον κπ.
    • για πρόσωπα
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΔΗΜ 60.2 ἡ πόλις σπουδάζει περὶ τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τελευτῶντας
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 4.1 περί γε μὴν τῶν ἡβώντων πολὺ μάλιστα ἐσπούδασε
    • ΙΣΟΚΡ επιστ 4.13 σπουδάζων ὑπὲρ ἀνδρῶν φίλων
    • 3. είμαι σοβαρός, λέγω, κάνω ή παίρνω κτ. στα σοβαρά
    • απόλ.
    • ΙΣΟΚΡ 10.11 τὸ σπουδάζειν τοῦ παίζειν ἐπιπονώτερόν ἐστιν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 557 σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῦ σπουδάζειν ἀμελήσας
    • ΞΕΝ Συμπ 2.17 ὁ Σωκράτης μάλα ἐσπουδακότι τῷ προσώπῳ͵ Γελᾶτε͵ ἔφη͵ ἐπ΄ ἐμοί;
    • με αιτ.
    • ΠΛ Γοργ 481b σπουδάζει ταῦτα Σωκράτης ἢ παίζει;
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΠΛ Θεαιτ 167e καὶ ἐν μὲν τῷ παίζῃ τε καὶ σφάλλῃ καθ' ὅσον ἂν δύνηται, ἐν δὲ τῷ διαλέγεσθαι σπουδάζῃ
    • με ειδική πρόταση
    • ΠΛ Φαιδρ 236b ἐσπούδακας͵ ὦ Φαῖδρε͵ ὅτι σου τῶν παιδικῶν ἐπελαβόμην ἐρεσχηλῶν σε; { πίστεψες σοβαρά, Φαίδρε, ότι επιτέθηκα φραστικά σ'αυτόν που αγαπάς θέλοντας να σε πειράξω αστειευόμενος μαζί σου; }
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. επιδιώκομαι με ζήλο, ετοιμάζομαι με φροντίδα
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 10.3 εἰκότως δέ τοι καὶ σπουδάζεται οὗτος ὁ ἀγὼν μάλιστα τῶν ἀνθρωπίνων
    • ΠΛ Πολ 485e χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπουδάζεται
    • ΞΕΝ ΛακΠολ 7.6 τί οὖν ἂν ἐκεῖ χρηματισμὸς σπουδάζοιτο͵ ἔνθα ἡ κτῆσις πλείους λύπας ἢ ἡ χρῆσις εὐφροσύνας παρέχει;
    • συχνός ο τύπος της μτχ. ἐσπουδασμένος=ετοιμασμένος με επιμέλεια, επεξεργασμένος
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.2 τοῖς μάλιστα ἐσπουδασμένοις σίτοις καὶ ποτοῖς χρῆσθαι
    • ΠΛ Νομ 722e πάσης μούσης προοίμια θαυμαστῶς ἐσπουδασμένα πρόκειται
    • 2. εξετάζομαι σοβαρά, με παίρνουν στα σοβαρά
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1449b ἡ δὲ κωμῳδία διὰ τὸ μὴ σπουδάζεσθαι ἐξ ἀρχῆς ἔλαθεν
    • μου συμπεριφέρονται με σεβασμό
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1380a δοκεῖ γὰρ σπουδάζεσθαι ἀλλ΄ οὐ καταφρονεῖσθαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΠΟΥΔΗ >
    • Από: σπουδ- + -άζω
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • σπουδάζω, ἐσπούδαζον, σπουδάσω, (μτγν. σύνθ. -σπουδάσομαι), ἐσπούδασα, ἐσπούδακα, ἐσπουδάκειν
    • σπουδάζομαι, ἐσπουδαζόμην, σπουδάσομαι, ἐσπούδασμαι, ἐσπουδάσμην
    • παθ. μέλλ. σπουδασθήσομαι, παθ. αόρ. ἐσπουδάσθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: σπουδή 'ταχύτητα, προθυμία, σεβασμός', σπουδαιότης, σπούδασμα 'έργο που γίνεται με ζήλο και προθυμία'
      • ρήματα: σπεύδω, ἀντισπεύδω 'αντιστέκομαι', ἀποσπεύδω 'αποτρέπω', ἐπισπεύδω 'βιάζω, ωθώ', συσπεύδω 'βοηθώ με ζήλο', σπουδαιολογέω 'μιλώ για σπουδαία ζητήματα'
      • επίθετα: σπουδαῖος 'γρήγορος, σοβαρός, αγαθός, εξαιρετικός', σπευστέον, σπευστικός 'βιαστικός', σπευστός 'αυτός που πρέπει να επιδιώξει κανείς με προθυμία', σπουδαστέος, σπουδαστικός 'πρόθυμος, δραστήριος', σπουδαστός 'άξιος να επιδιωχθεί με φροντίδα', σπούδεργος 'αυτός που εργάζεται με επιμέλεια'
      • επιρρήματα: σπευστικῶς, ἀσπουδί 'χωρίς προσπάθεια'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σπουδαιολογία, σπουδαιοτρίβησις 'δραστηριότητα, ζήλος', σπουδαρχαιρεσίας 'πολυάσχολος εκλογέας', σπουδάρχης 'αυτός που κυνηγάει τα αξιώματα', σπουδαρχία 'ο ζήλος για την απόκτηση αξιωμάτων', σπουδασμάτιον 'σύντομη πραγματεία, δοκίμιο', σπουδαστής, σπουδασμός, σπεῦσις, κατάσπευσις, κενοσπουδία
      • ρήματα: σπουδαιογραφέω 'γράφω σε σοβαρό ύφος', σπουδαιοτριβέω 'είμαι δραστήριος, ενεργητικός, πολυάσχολος', σπουδαρχέω ή σπουδαρχιάω 'είμαι πρόθυμος για την απόκτηση αξιώματος', κενοσπουδέω, διασπεύδω 'ωθώ, εργάζομαι με ζήλο', κατασπεύδω 'πιέζω', περισπεύδω 'αναζητώ'
      • επίθετα: σπουδαιογέλοιος 'αυτός που συνδυάζει το σοβαρό με το γελοίο', σπουδαιολόγος, σπουδαιόμυθος 'αυτός που μιλάει σε σοβαρό ύφος ή για σοβαρά θέματα', σπουδαιόψυχος, σπευσίδωρος 'αυτός που φέρνει δώρα με προθυμία', ἐπισπευστικός, ἄσπουδος 'αυτός που δεν έχει φιλοδοξίες', κενόσπουδος 'αυτός που ασχολείται με ασήμαντα πράγματα'
      • επιρρήματα: σπευδόντως 'με σπουδή', σπουδαιολόγως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • σπουδαιογραφία, σπουδαιολογικός, σπουδαιοφάνεια, σπουδαιοφανής, σπουδαιοφρονέω, σπουδαρχικός, σπουδαστήριον, σπουδαστικότης, σπουδάστρια, σπουδογελοιότης, σπουδοπαίγνια
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Πελοπ. Πόντ. Σίφν. σπουδή 'βιασύνη, ζήλος, προθυμία', Νάξ. Πόντ. σπούδια 'βιασύνη', Πόντ. σπουδιάζω 'βιάζομαι', Νάξ. σπουδιάρω 'βιάζομαι', Ζάκ. ἀσπούδα 'βιασύνη', Πόντ. σπουδιαχτικός 'βιαστικός', Ζάκ. ἀσπουδάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Καππ. σπουdάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Σίφν. σπουδάτζω 'βιάζω, βιάζομαι', Λέρ. σπυτάζω 'βιάζω, βιάζομαι', Πόντ. σπαουδαχτά 'βιαστικά'
      • Η σημασιολογική εξέλιξη της λέξης σπουδή παρουσιάζει ενδιαφέρον. Από την αρχική σημασία 'ταχύτητα, βιασύνη' άρχισε να σημαίνει το ζήλο και κατά επέκταση την επιμελή ενασχόληση με ένα θέμα, καθώς και το προσχέδιο καλλιτεχνήματος που δημιουργεί ο καλλιτέχνης με σκοπό να τελειοποιήσει την τεχνική του. Στον πληθυντικό οι σπουδές σημαίνουν τη συστηματική προσπάθεια για την απόκτηση γνώσεων σε ακαδημαϊκά πλαίσια.