Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "σε"

1 εγγραφή
σεμνός
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. σεβαστός, σεπτός, όσιος, άξιος τιμής |για θεό |στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες |για θεία πράγματα Β. σεβάσμιος, σοβαρός, ευγενής, μεγαλοπρεπής |για ανθρώπους |σεβαστός, επίσημος, λαμπρός, επιβλητικός |για πράγματα |φρ. σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο, ευγενικό, αξιόλογο πράγμα να... |φρ. ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ. ή κπ. ως προς την ευγένειά του Γ. 1. υπερήφανος, υπερόπτης, αλαζόνας |αρνητικά 2. πομπώδης, σοβαροφανής, επίσημος, μεγαλοπρεπής |ειρων. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό, με ευγένεια, με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες