Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • σεμνός
    • επίθετο
    • -ή, -όν
    • σεμνῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. σεβαστός, σεπτός, όσιος, άξιος τιμής |για θεό |στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες |για θεία πράγματα Β. σεβάσμιος, σοβαρός, ευγενής, μεγαλοπρεπής |για ανθρώπους |σεβαστός, επίσημος, λαμπρός, επιβλητικός |για πράγματα |φρ. σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο, ευγενικό, αξιόλογο πράγμα να... |φρ. ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ. ή κπ. ως προς την ευγένειά του Γ. 1. υπερήφανος, υπερόπτης, αλαζόνας |αρνητικά 2. πομπώδης, σοβαροφανής, επίσημος, μεγαλοπρεπής |ειρων. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό, με ευγένεια, με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. σεβαστός, σεπτός, όσιος, άξιος τιμής
    • για θεό
    • ΣΟΦ ΟιδΚ 55 σεμνὸς Ποσειδῶν
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 800 τὰς δ΄ ἑβδόμας ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτας ἄναξ Ἀπόλλων εἵλετο
    • ΕΥΡ ΙΤαυ 1497 σεμνὴ Νίκη { πανσέβαστη Νίκη }
    • στην Αθήνα αἱ σεμναί θεαί ή απλά σεμναί=οι Ερινύες
    • ΘΟΥΚ 1.126.11 καθεζομένους δέ τινας καὶ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν τοῖς βωμοῖς ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρήσαντο
    • ΑΙΣΧ Ευμ 383 εὐμήχανοι δὲ καὶ τέλειοι κακῶν τε μνήμονες͵ σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῖς
    • για θεία πράγματα
    • ΣΟΛΩΝ απ 4.14 σεμνὰ Δίκης θέμεθλα
    • ΑΙΣΧ Πρ 521 ἦ πού τι σεμνόν ἐστιν ὃ ξυναμπέχεις { κάτι απόρρητο βέβαια θάναι και το κρύβεις }
    • ΕΥΡ Ιππολ 886 τὸ σεμνὸν Ζηνὸς ὄμμα
    • ΕΥΡ Ηλ 1254 ἐλθὼν δ΄ Ἀθήνας Παλλάδος σεμνὸν βρέτας πρόσπτυξον
    • Β. σεβάσμιος, σοβαρός, ευγενής, μεγαλοπρεπής
    • για ανθρώπους
    • ΗΡ 2.173 σὲ γὰρ ἐχρῆν ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα { εσύ λοιπόν έπρεπε να κάθεσαι σοβαρός σε σοβαρό θρόνο }
    • ΙΣΟΚΡ 2.34 ἀστεῖος εἶναι πειρῶ καὶ σεμνός { να προσπαθείς να είσαι ευγενής και μεγαλοπρεπής }
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1314b φαίνεσθαι μὴ χαλεπὸν ἀλλὰ σεμνόν͵ ἔτι δὲ τοιοῦτον ὥστε μὴ φοβεῖσθαι τοὺς ἐντυγχάνοντας ἀλλὰ μᾶλλον αἰδεῖσθαι
    • σεβαστός, επίσημος, λαμπρός, επιβλητικός
    • για πράγματα
    • ΑΙΣΧ Περ 392 οὐ γὰρ ὡς φυγῇ παιᾶν΄ ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε
    • ΠΛ Κριτων 51a μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1408b τῶν δὲ ῥυθμῶν ὁ μὲν ἡρῷος σεμνῆς ἀλλ΄ οὐ λεκτικῆς ἁρμονίας δεόμενος { από τους ρυθμούς ο ηρωϊκός είναι μεγαλοπρεπής, αλλά η αρμονία του δεν ταιριάζει με τον πεζό λόγο }
    • φρ. σεμνόν ἐστι=είναι σπουδαίο, ευγενικό, αξιόλογο πράγμα να...
    • ΙΣΟΚΡ επιστ 9.5 οὔτε γὰρ πόλεις ἑλεῖν οὔτε πολλοὺς ἀποκτεῖναι τῶν πολεμίων οὕτω
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1325a οὐθὲν γὰρ τό γε δούλῳ ᾗ δοῦλος χρῆσθαι σεμνόν { γιατί δεν είναι κανένα σπουδαίο έργο να κάνεις χρήση εξουσίας πάνω σ' ένα δούλο, εφόσον είναι πράγματι δούλος }
    • φρ. ἐπί τὸ σεμνόν μιμεῖσθαι=μιμούμαι κτ. ή κπ. ως προς την ευγένειά του
    • ΠΛ Νομ 814e δύο μὲν αὐτῆς εἴδη χρὴ νομίζειν εἶναι͵ τὴν μὲν τῶν καλλιόνων σωμάτων ἐπὶ τὸ σεμνὸν μιμουμένην͵ τὴν δὲ τῶν αἰσχιόνων ἐπὶ τὸ φαῦλον
    • Γ.
    • 1. υπερήφανος, υπερόπτης, αλαζόνας
    • αρνητικά
    • ΕΥΡ Ιππολ 1064 οἴμοι͵ τὸ σεμνὸν ὥς μ΄ ἀποκτενεῖ τὸ σόν
    • ΣΟΦ Αι 1107 ἀλλ΄ ὧνπερ ἄρχεις ἄρχε͵ καὶ τὰ σέμν΄ ἔπη κόλαζ΄ ἐκείνους
    • 2. πομπώδης, σοβαροφανής, επίσημος, μεγαλοπρεπής
    • ειρων.
    • ΑΙΣΧ Ευμ 368 δόξαι δ΄ ἀνδρῶν καὶ μάλ΄ ὑπ΄ αἰθέρι σεμναὶ
    • ΕΥΡ ΗρΜαιν 151 τί δὴ τὸ σεμνὸν σῶι κατείργασται πόσει;
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1406b εἰσὶν γὰρ καὶ μεταφοραὶ ἀπρεπεῖς͵ αἱ μὲν διὰ τὸ γελοῖον χρῶνται γὰρ καὶ οἱ κωμῳδοποιοὶ μεταφοραῖς͵ αἱ δὲ διὰ τὸ σεμνὸν ἄγαν καὶ τραγικόν
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ με σεβασμό, με ευγένεια, με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα
    • ΙΣΟΚΡ 11.25 ἐκεῖνοι τοίνυν...ἁγίως περὶ ταῦτα καὶ σεμνῶς ἔχουσιν
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.183 ὁ δὲ Σόλων ὁ τῶν νομοθετῶν ἐνδοξότατος γέγραφεν ἀρχαίως καὶ σεμνῶς περὶ τῆς τῶν γυναικῶν εὐκοσμίας
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.6 ἐν δὲ τούτῳ Κυαξάρης σεμνῶς κεκοσμημένος ἐξῆλθε καὶ ἐπὶ θρόνου Μηδικοῦ ἐκαθέζετο
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΣΕΒΟΜΑΙ >
    • Από: *σεβ- + -νος (πβ. ἁγ-νός, τερπ-νός).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο συγκρ. σεμνότερος, υπερθ. σεμνότατος
    • επίρρημα συγκρ. σεμνότερον, υπερθ. Σεμνότατα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: εὐσέβημα, δυσσέβεια, δυσσέβημα, σεμνόμαντις 'σεβάσμιος μάντις', σεμνότης
      • ρήματα: εὐσεβέω-ῶ, σεβίζω 'σέβομαι, αποδίδω τιμή', σέβω, δυσσεβέω-ῶ, σεμνομυθέω-ῶ 'μιλώ με πομπώδη λόγο', σεμνοπροσωπέω-ῶ 'παίρνω στάση επιβλητική', σεμνύνω 'τιμώ', σεμνύνομαι 'παίρνω στάση σοβαρή, επιβλητική', ἀποσοβέω-ῶ 'διαφεύγω'
      • επίθετα: δυσσεβής, θεοσεβής, σεπτός 'σεβαστός', σεμνός 'αξιοσέβαστος', σεμνολόγος 'αυτός που μιλά με τρόπο που αρμόζει σε ευγενή', νυκτίσεμνος 'αυτός που πραγματοποιείται τη νύχτα στα πλαίσια μιας τελετουργίας', σοβαρός 'βίαιος, θυμωμένος, επιβλητικός'
      • επιρρήματα: εὐσεβῶς, σοβαρῶς 'με τρόπο επιθετικό'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: σέβασμα 'αντικείμενο σεβασμού', σεβασμιότης, σεβασμός, σεβαστονίκης 'νικητής σε αυτοκρατορικούς αγώνες', θεοσέβεια, ἀποσόβησις, ἀποσόβημα, ἀποσοβητής, σόβη 'ουρά του αλόγου', σόβησις 'αναταραχή, ανακίνησις', σοβάς 'νωθρός'
      • ρήματα: σεβάζω, σεβαστοκρατέω-ῶ 'κυβερνώ σαν αυτοκράτορας', θεοσεβέω-ῶ
      • επίθετα: σεβάσμιος, σεβαστικός 'σεβαστός', σεβάστιος 'του αυτοκράτορα', σεβαστοδώρητος 'χαρισμένος από τον αυτοκράτορα', σεβαστός, ὑπέρσεμνος 'πολύ άγιος', ἀποσοβητήριος, σοβαροβλέφαρος 'με βλέμμα θυμωμένο'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ευσεβιστής, δυσσεβολογήματα, σέβας, ασεβογραφία, ευσεβοφρονέω-ώ, δυσσεβολογέω-ώ, ευσέβαστος, ευσεβοφανής, σεβασμιοεκλαμπρότατοι, σεβασμιολογιώτατος, ασεβοάδικος, ευσεβάστως
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κρ. σούβηστρο 'σκιάχτρο', Κάρπαθ. ανεσούι(ν), ανεσούισμα 'θόρυβος', Πόντ. σέβω 'σέβομαι', Ήπ. ανασουφάου, Κάρπαθ. ανεσουΐ(ντ)ζω 'ανακατεύω, αναστατώνω, κάνω θόρυβο', Κρ. σομνός 'αδύνατος, άπαχος', Σκύρ. σομνός 'μέτριος'
      • Τα παράγωγα της ομάδας των σοβέω, σοβαρός σχετίζονται με την αρχική σημασία της ρίζας, αλλά, όπως γίνεται φανερό από την παράθεση των σημασιών τους, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή σημασιακή εξέλιξη μέσα στην ευρύτερη ετυμολογική οικογένεια.