Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
Αναζήτηση για: "πλάσσω"
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πλάσσω
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζω, δίνω μορφή 2. διαπλάθω, διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4. προσποιούμαι 5. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Β. ΜΕΣΟ 1. σχηματίζω για τον εαυτό μου 2. προσποιούμαι 3. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζομαι, παίρνω μορφή 2. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. είμαι επινοημένος, είμαι πλαστός