Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πλάσσω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζω, δίνω μορφή 2. διαπλάθω, διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου 4. προσποιούμαι 5. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Β. ΜΕΣΟ 1. σχηματίζω για τον εαυτό μου 2. προσποιούμαι 3. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο |απόλ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. σχηματίζομαι, παίρνω μορφή 2. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση 3. είμαι επινοημένος, είμαι πλαστός

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. σχηματίζω, δίνω μορφή
    • ΠΛ Πολ 415a ἀλλ᾽ ὁ θεὸς πλάττων, ὅσοι μὲν ὑμῶν ἱκανοὶ ἄρχειν, χρυσὸν ἐν τῇ γενέσει συνέμειξεν αὐτοῖς
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 624a λέγουσι δέ τινες τοὺς κηφῆνας κηρία μὲν πλάττειν καθ᾽ αὑτούς
    • ΔΗΜ 4.26 ὥσπερ γὰρ οἱ πλάττοντες τοὺς πηλίνους, εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον
    • 2. διαπλάθω, διαμορφώνω με την ανατροφή και την εκπαίδευση
    • ΠΛ Γοργ 483e πλάττοντες τοὺς βελτίστους καὶ ἐρρωμενεστάτους ἡμῶν αὐτῶν, ἐκ νέων λαμβάνοντες
    • ΠΛ Πολ 377c καὶ πλάττειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν τοῖς μύθοις πολὺ μᾶλλον ἢ τὰ σώματα ταῖς χερσίν
    • 3. σχηματίζω στον νου την έννοια ενός αντικειμένου
    • ΠΛ Πολ 374a οὔκ, εἰ σύ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡμεῖς ἅπαντες ὡμολογήσαμεν καλῶς, ἡνίκα ἐπλάττομεν τὴν πόλιν
    • ΠΛ Πολ 588c πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου καὶ πολυκεφάλου
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 411b ποῖον γὰρ μόριον ἢ πῶς ὁ νοῦς συνέξει, χαλεπὸν καὶ πλάσαι
    • 4. προσποιούμαι
    • ΠΛ Κρατ 414c ἀλλὰ τοιαῦτα οἶμαι ποιοῦσιν οἱ τῆς μὲν ἀληθείας οὐδὲν φροντίζοντες, τὸ δὲ στόμα πλάττοντες
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 875a τὰ ὦτα ἐπέπλασαν, ἵνα μὴ ἀκούων εἰς λοιδορίαν τρέπηται
    • 5. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο
    • ΙΣΟΚΡ 15.138 τοιγαροῦν οἱ μὲν ῥήτορες ἔργον εἶχον αἰτίας περὶ αὐτοῦ πολλὰς καὶ ψευδεῖς πλάττειν
    • ΠΛ Απολ 17c οὐδὲ γὰρ ἂν δήπου πρέποι, ὦ ἄνδρες, τῇδε τῇ ἡλικίᾳ ὥσπερ μειρακίῳ πλάττοντι λόγους εἰς ὑμᾶς εἰσιέναι
    • ΔΗΜ 18.121 τί οὖν, ὦ ταλαίπωρε, συκοφαντεῖς; τί λόγους πλάττεις;
    • απόλ.
    • ΙΣΑΙΟΣ 12.10 οὗτοι δὲ ταῦτα ἀκηκοότες παρὰ τῶν τούτου διαφόρων ἢ αὐτοὶ πλάττοντες λέγουσι
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. σχηματίζω για τον εαυτό μου
    • ΞΕΝ Ιππαρ 6.1 εἰ μὴ ἐξ ὧν γε πλάττοιτο παρεσκευασμένα εἴη ὡς πείθεσθαι τῇ τοῦ χειροτέχνου γνώμῃ
    • ΠΛ Πολιτ 297e κατίδωμεν γὰρ δή τι σχῆμα ἐν τούτοις αὐτοῖς πλασάμενοι
    • 2. προσποιούμαι
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 536b ὡς οὐχ ὁμοίας φύσει τῆς διαλέκτου οὔσης καὶ τῆς φωνῆς, ἀλλ᾽ ἐνδεχόμενον πλάττεσθαι
    • ΘΟΥΚ 6.58.1 καὶ ἀδήλως τῇ ὄψει πλασάμενος πρὸς τὴν ξυμφορὰν ἐκέλευσεν αὐτούς
    • 3. επινοώ, πλάθω κτ. ψεύτικο
    • ΔΗΜ 19.215 ἀρνοῦνται, ψεύδονται, προφάσεις πλάττονται, πάντα ποιοῦσιν ὑπὲρ τοῦ μὴ δοῦναι δίκην
    • ΑΙΣΧΙΝ επιστ 2.1.5 ὥστε πεισθῆναί με μηδὲν ὧν διελέχθης πεπλάσθαι σε μηδ᾽ ἄλλως φρονεῖν
    • απόλ.
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 18.5.4 ὡς δ᾽ ἔνιοι λέγουσιν οὐχὶ πλαττόμενος, ἀλλὰ τοὺς συνειδότας ἐμήνυεν
    • ΙΣΟΚΡ 9.21 ἀλλ᾽ ἵνα πᾶσιν ποιήσω φανερὸν ὅτι τοσούτου δέω πλασάμενος εἰπεῖν τι περὶ τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. σχηματίζομαι, παίρνω μορφή
    • ΠΛ Νομ 668e τί δ᾽ εἰ γιγνώσκοιμεν ὅτι τὸ γεγραμμένον ἢ τὸ πεπλασμένον ἐστὶν ἄνθρωπος
    • ΕΥΡ απ 1130.1 ποῖος δ᾽ ἂν οἶκος τεκτόνων πλασθεὶς ὕπο δέμας τὸ θεῖον περιβάλοι τοίχων πτυχαῖς;
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 986b ἐκ τούτων γὰρ ὡς ἐνυπαρχόντων συνεστάναι καὶ πεπλάσθαι φασὶ τὴν οὐσίαν
    • 2. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι με την ανατροφή και την εκπαίδευση
    • ΠΛ Πολ 377b μάλιστα γὰρ δὴ τότε πλάττεται, καὶ ἐνδύεται τύπος ὃν ἄν τις βούληται ἐνσημήνασθαι ἑκάστῳ
    • ΕΥΡ Ιων 830 καινὸν δὲ τοὔνομ᾽ ἀνὰ χρόνον πεπλασμένον Ἴων, ἰόντι δῆθεν ὅτι συνήντετο
    • 3. είμαι επινοημένος, είμαι πλαστός
    • ΠΛ Πολ 377b ἆρ᾽ οὖν ῥᾳδίως οὕτω παρήσομεν τοὺς ἐπιτυχόντας ὑπὸ τῶν ἐπιτυχόντων μύθους πλασθέντας ἀκούειν τοὺς παῖδας
    • ΛΥΣ 12.48 οὐ τἀληθῆ μηνύουσιν, ἀλλὰ τὰ ὑπὸ τῶν τριάκοντα πλασθέντα εἰσαγγέλλουσι
    • ΙΣΑΙΟΣ 8.13 οὗτος δ᾽ ὁ πάντων ἀναισχυντότατος ἀνθρώπων λόγοις πεπλασμένοις καὶ μάρτυσιν οὐ τἀληθῆ μαρτυροῦσιν ἀξιώσει πιστεύειν ὑμᾶς
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΛΑΣΣΩ >
    • Από: πλαθ-jo.
    • Το ρήμα πλάσσω σχηματίζεται από το θέμα πλαθ- με ενεστωτικό μόρφημα -θ- και επίθημα -jo. Μπορεί να αναχθεί στη ρίζα *pelᾱ που σημαίνει απλώνω, εκτείνω. Πρβ. αρχ.ινδ. déhmi, λατ. fingo, αγγλ. fiction.
    • Η αρχική σημασία της λέξης είναι απλώνω, εκτείνω. Στη συνέχεια το ρήμα χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία του αργίλου, για τη γλυπτική, και μεταφορικά για τη δημιουργία, τη φαντασία.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ8
    • πλάσσω, ἔπλασσον, πλάσω, ἔπλασα, πέπλακα, ἐπεπλάκειν
    • πλάσσομαι, ἐπλασσόμην, πλάσομαι, ἐπλασάμην, πέπλασμαι, ἐπεπλάσμην
    • παθ. μέλλ. πλασθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπλάσθην
    • ενεστ. αττ. πλάττω
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: κοροπλάθος, ἰπνοπλάθος 'αυτός που κατασκευάζει κεραμικά που ψήνονται στο φούρνο', πλάστης, κεροπλάστης, κηροπλάστης, πλάσμα 'καθετί που έχει πλαστεί από πηλό ή κερί, είδωλο, ομοίωμα', κατάπλασμα
      • ρήματα: διαπλάσσω, ἐμπλάσσω 'πλάθω μέσα σε κάτι, αλείφω, επιχρίω', ἐπιπλάσσω 'αλείφω επάνω σε κάτι, επιθέτω κάτι πάνω σε κάτι', καταπλάσσω 'ἐπαλείφω, επιχρίω, καλύπτω', περιπλάσσω, προσπλάσσω 'πλάθω, καλουπιάζω', συμπλάσσω 'πλάθω μαζί, διαμορφώνω'
      • επίθετα: πλασματώδης, πλασματικός 'ψεύτικος, κατασκευασμένος', πλαστός 'σχηματισμένος, κατασκευασμένος', πλαστικός 'κατάλληλος να πλαστεί', ἐπίπλαστος 'ο αλειμμένος από πάνω, υποκριτικός, προσποιητός'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • λακ. πλαθᾶ 'εικόνα, άγαλμα'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λογοπλάθος, κουροπλάθος, πηλοπλάθος, χυτροπλάθος, πλάθανον 'δίσκος πάνω στον οποίο ψήνονταν ψωμιά, γλυκίσματα κ.ά.', πλαστήρας, ζῳοπλάστης, ζυγοπλάστης, θεοπλάστης, κοσμοπλάστης, μυθοπλάστης, πηλοπλάστης, πρωτοπλάστης, σιδηροπλάστης, σχηματοπλάστης, τριχοπλάστης, ψευδοπλάστης, διάπλασμα 'μοντέλο, φόρμα', μεταπλασμός 'μεταποίηση', ἔμπλασμα, παράπλασμα 'τέρας'
      • ρήματα: ἀναπλάσσω, ἀποπλάσσομαι 'κατασκευάζω, πλάθω σύμφωνα με ένα πρότυπο', μεταπλάσσω 'πλάθω διαφορετικά, μεταποιώ', παραπλάσσω 'μεταμορφώνω, μεταποιώ', ὑποπλάσσω 'εφευρίσκω, υποκρίνομαι', χειροπλάθω, χοοπλάθω
      • επίθετα: ἀναπλαστικός, ἀνάπλαστος, παράπλαστος, ἀμετάπλαστος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πλάσιμος, πλασματογραφικός, πλασματολογέω, πλασματοποιία, πλασματοποιοί, διαπλαστής 'μορφωτής παίδων', αναπλάστης, αναπλαστικός, έμπλασις, εμπλαστήριον, καταπλασματικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. πράσσου, Κύπ. πλάσκω (μεσ.) πλάσσομαι, πλάσκομαι