Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πίπτω"

1 εγγραφή
πίπτω
Α. πέφτω, καταλήγω στο έδαφος |πέφτω |για φυσικά φαινόμενα Β. |μτφ. 1. πέφτω, τυχαίνω, βγαίνω |για ζάρια, κλήρο, χρησμό |ενσκήπτω, συμβαίνω, πέφτω 2. περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση |συνήθ. με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3. πέφτω στο πεδίο της μάχης, πεθαίνω |πέφτω, ηττώμαι από αντίπαλο |καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι |για στράτευμα |ταπεινώνομαι, εξουδετερώνομαι 4. εκφράζομαι, διατυπώνομαι |για λόγο 5. πέφτω, καταλαγιάζω |για τον άνεμο 6. τέμνω |γεωμετρία 7. εμπίπτω σε μια κατηγορία, ανήκω κάπου |ΑΡΙΣΤ
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες