Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • πίπτω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. πέφτω, καταλήγω στο έδαφος |πέφτω |για φυσικά φαινόμενα Β. |μτφ. 1. πέφτω, τυχαίνω, βγαίνω |για ζάρια, κλήρο, χρησμό |ενσκήπτω, συμβαίνω, πέφτω 2. περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση |συνήθ. με εμπρόθετους προσδιορισμούς 3. πέφτω στο πεδίο της μάχης, πεθαίνω |πέφτω, ηττώμαι από αντίπαλο |καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι |για στράτευμα |ταπεινώνομαι, εξουδετερώνομαι 4. εκφράζομαι, διατυπώνομαι |για λόγο 5. πέφτω, καταλαγιάζω |για τον άνεμο 6. τέμνω |γεωμετρία 7. εμπίπτω σε μια κατηγορία, ανήκω κάπου |ΑΡΙΣΤ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. πέφτω, καταλήγω στο έδαφος
    • ΞΕΝ Ελλ 4.4.5 πίπτει τὸ κιόκρανον ἀπό τοῦ κίονος οὔτε σεισμοῦ οὔτε ἀνέμου γενομένου
    • ΑΝΔΟΚ 1.61 ὕστερον δ᾽ ἐγὼ μὲν ἐν Κυνοσάργει ἐπὶ πωλίον ὅ μοι ἦν ἀναβὰς ἔπεσον καὶ τὴν κλεῖν συνετρίβην καὶ τὴν κεφαλὴν κατεάγην { αργότερα όμως στο Κυνόσαργες έπεσα από ένα άλογο και διέλυσα την κλείδα μου και έσπασα το κεφάλι μου }
    • ΞΕΝ Ελλ 5.2.5 οἱ δὲ χρόνον μέν τινα ξύλα ἀντήρειδον καὶ ἐμηχανῶντο ὡς μὴ πίπτοι ὁ πύργος
    • πέφτω
    • για φυσικά φαινόμενα
    • ΞΕΝ Ελλ 4.7.7 πίπτει κεραυνὸς εἰς τὸ στρατόπεδον
    • ΟΜ Ιλ 12.156 νιφάδες δ᾽ ὡς πῖπτον ἔραζε { έπεφταν όπως οι νιφάδες στη γη }
    • Β.
    • μτφ.
    • 1. πέφτω, τυχαίνω, βγαίνω
    • για ζάρια, κλήρο, χρησμό
    • ΣΟΦ απ 895 ἀεὶ γὰρ εὖ πίπτουσιν οἱ Διὸς κύβοι { τα ζάρια του Δία πάντα βγαίνουν τυχερά }
    • ΠΛ Πολ 619e ὁ κλῆρος αὐτῷ τῆς αἱρέσεως μὴ ἐν τελευταίοις πίπτοι { ο κλήρος που του πέφτει για την εκλογή δεν είναι ανάμεσα στους τελευταίους }
    • ΕΥΡ Ιων 419 χρηστήριον πέπτωκε τοῖς ἐπήλυσιν κοινὸν πρὸ ναοῦ { βγήκε χρησμός μπροστά στο ναό κοινός για όσους είναι ξένοι }
    • ενσκήπτω, συμβαίνω, πέφτω
    • ΣΟΦ Αντ 781 Ἔρως ἀνίκατε μάχαν,/ Ἔρως, ὃς ἐν κτήμασι πίπτεις, ὃς ἐν μαλακαῖς παρειαῖς νεάνιδος ἐννυχεύεις { Έρωτα ανίκητε στον πόλεμο, Έρωτα, που πέφτεις πάνω σε όλη την πλάση, που ξενυχτάς στα απαλά κοριτσίστικα μάγουλα }
    • ΠΛ Νομ 709a τύχαι δὲ καὶ συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως νομοθετοῦσι τὰ πάντα ἡμῖν { το κάθε τι μας το νομοθετούν οι κάθε είδους τύχες και συμφορές που μας συμβαίνουν σε κάθε είδους περίπτωση }
    • ΕΥΡ ΗρΜαιν 597 ἔγνων πόνον τιν᾽ ἐς δόμους πεπτωκότα
    • 2. περιέρχομαι σε ή βγαίνω από μία κατάσταση
    • συνήθ. με εμπρόθετους προσδιορισμούς
    • ΘΟΥΚ 3.82.2 οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν
    • ΕΥΡ απ 138.1 ὅσοι γὰρ εἰς ἔρωτα πίπτουσιν βροτῶν, ἐσθλῶν ὅταν τύχωσι τῶν ἐρωμένων
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 137 αἰαῖ, πίπτω δ᾽ εἰς ἄταν (=τυφλώνομαι, εξαπατώμαι)
    • ΗΡ 3.99.2 πρὸ γὰρ τοῦ τὸν ἐς νοῦσον πίπτοντα πάντα κτείνουσι
    • ΗΡ 6.21 ποιήσαντι Φρυνίχῳ δρᾶμα Μιλήτου ἅλωσιν καὶ διδάξαντι ἐς δάκρυά τε ἔπεσε τὸ θέητρον
    • 3. πέφτω στο πεδίο της μάχης, πεθαίνω
    • ΟΜ Ιλ 1.242 πολλοὶ ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι
    • ΗΡ 6.101 προσβολῆς δὲ γινομένης καρτερῆς πρὸς τὸ τεῖχος ἔπιπτον ἐπὶ ἓξ ἡμέρας πολλοὶ μὲν ἀμφοτέρων
    • ΕΥΡ Ανδρ 652 οὗ πεσήματα πλεῖσθ᾽ Ἑλλάδος πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν { όπου έπεσαν πολλά πτώματα νεκρών Ελλήνων χτυπημένων από δόρατα }
    • πέφτω, ηττώμαι από αντίπαλο
    • ΠΛ ΙππΕ 374a πονηρότερον δὲ καὶ αἴσχιον ἐν πάλῃ τὸ πίπτειν ἢ τὸ καταβάλλειν; { τι είναι χειρότερο και τι φέρνει περισσότερη ντροπή στην πάλη, να πέφτει κανείς ή να καταβάλλει τον αντίπαλό του; }
    • καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι
    • για στράτευμα
    • ΗΡ 9.63 τὸ περὶ ἐκεῖνον τεταγμένον, ἐὸν ἰσχυρότατον, ἔπεσε { το στράτευμα που ήταν γύρω του, παρόλο που ήταν πολύ δυνατό, νικήθηκε }
    • ΘΟΥΚ 2.89.7 στρατόπεδα ἤδη ἔπεσεν ὑπ᾽ ἐλασσόνων τῇ ἀπειρίᾳ
    • ταπεινώνομαι, εξουδετερώνομαι
    • ΣΟΦ Αντ 473 ἀλλ᾽ ἴσθι τοι τὰ σκλήρ᾽ ἄγαν φρονήματα πίπτειν μάλιστα { να ξέρεις όμως ότι οι πολύ αλύγιστοι χαρακτήρες ταπεινώνονται πολύ συχνά }
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 794 πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα { οι καυχησιές των δυνατών ανδρών έχουν ταπεινωθεί }
    • 4. εκφράζομαι, διατυπώνομαι
    • για λόγο
    • ΣΟΦ Τρ 61 κἀξ ἀγεννήτων ἄρα μῦθοι καλῶς πίπτουσιν { και από ταπεινής καταγωγής ανθρώπους διατυπώνονται σοφά λόγια }
    • 5. πέφτω, καταλαγιάζω
    • για τον άνεμο
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 944a διὰ τί αἰρομένου τοῦ ἡλίου καὶ αὐξάνεται καὶ πίπτει τὰ πνεύματα; { γιατί όταν ανατέλλει ο ήλιος ενισχύονται ή και πέφτουν οι άνεμοι; }
    • 6. τέμνω
    • γεωμετρία
    • ΑΡΙΣΤ ΑτοΓρα 970a ἐν ἅπαντι δὲ ἰσοπλεύρῳ ἡ κάθετος ἐπὶ μέσην πίπτει
    • 7. εμπίπτω σε μια κατηγορία, ανήκω κάπου
    • ΑΡΙΣΤ
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1013b ἅπαντα δὲ τὰ νῦν εἰρημένα αἴτια εἰς τέτταρας τρόπους πίπτει τοὺς φανερωτάτους
    • ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 681a ἅς δὲ καλοῦσιν οἱ μὲν κνίδας οἱ δὲ ἀκαλήφας, ἔστι μὲν οὐκ ὀστρακόδερμα, ἀλλ᾽ ἔξω πίπτει τῶν διῃρημένων γενῶν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΠΙΠΤΩ >
    • Το ρήμα ανάγεται στην ιε. ρίζα *petā-/petə- (=πετώ, πέφτω). Η ρίζα του ρήματος είναι ίδια με αυτήν του ρήματος πέτομαι (=πετώ).
    • Σχηματίζει τους χρόνους του και τα παράγωγά του βάσει τεσσάρων διαφοροποιήσεων της αρχικής ρίζας: πετ- (από όπου ο μέσος μέλλ. πεσοῦμαι και ο αόρ. β' ἔπεσον πιθανόν με συριστικοποίηση του -τ- του αμάρτυρου τύπου *πετέομαι)· ποτ- (από όπου το ουσιαστικό πότμος (=αυτό που πέφτει στον καθένα, η μοίρα)· πτω- (από όπου ο παρακείμενος πέπτωκα και τα ουσιαστικά πτῶσις και πτῶμα) και πτ- (από όπου ο ενεστώτας πίπτω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό πι- και ο παρατατικός ἔπιπτον).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • πίπτω, ἔπιπτον, πεσοῦμαι, ἔπεσον, πέπτωκα, ἐπεπτώκειν
    • ιων. μέλλ. πεσέομαι, αιολ. και δωρ. αόρ. β' ἔπετον
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ρίζα πετ- περιπέτεια/ ρίζα ποτ- πότμος 'αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον, μοίρα'/ ρίζα πτω- πτῶμα, σύμπτωμα 'συνάντηση, σύμπτωμα', μετάπτωσις, ἔκπτωμα 'μετάθεση', πτῶσις, περίπτωσις, σύμπτωσις, παράπτωσις 'πτώση από δίπλα'
      • ρήματα: ρίζα πτ- πίπτω, ἀμφιπίπτω 'πέφτω περιβάλλοντας κάποιον, αγκαλιάζω', ἀναπίπτω 'πέφτω προς τα πίσω, ανακλίνω το σώμα', ἀντιπίπτω 'πέφτω αμοιβαία κατά του άλλου, συγκρούομαι', προσπίπτω, συμπίπτω, συνεκπίπτω 'εκβάλλομαι, απορρίπτομαι μαζί', ὑπερπίπτω 'πέφτω από πάνω', ὑποπίπτω
      • επίθετα: ρίζα πετ- γονυπετής 'αυτός που πέφτει στα γόνατα', διοπετής ' αυτός που πέφτει από τον ουρανό', χαμαιπετής 'αυτός που πέφτει καταγής', δοριπετής 'αυτός που χτυπήθηκε από δόρυ', εὐπετής 'αυτός που πέφτει καλά, ευμενής', δυσπετής 'αυτός που πέφτει άσχημα, δύσκολος'/ ρίζα ποτ- εὔποτμος 'καλότυχος', δύσποτμος, κακόποτμος, πανάποτμος, ταχύποτμος/ ρίζα πτω- πτωματικός, πτωτικός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: διάπτωμα 'πτώση, ολίσθημα, παράπτωμα', διάπτωσις 'πτώση, αποπλάνηση, αποτυχία', ἔκπτωσις, κατάπτωσις, παρέκπτωσις 'ολίσθημα, παρεκτροπή'
      • ρήματα: ἀντεμπίπτω 'πέφτω στη θέση κάποιου, αντεπιτίθεμαι', παρεκπίπτω 'πέφτω προς τα κάτω, γλιστρώ, παρεκτρέπομαι', προαναπίπτω 'πέφτω κάτω εκ των προτέρων'
      • επίθετα: ἀδιάπτωτος, ἀμετάπτωτος 'αυτός που δεν υπόκειται σε μεταπτώσεις'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • πτωμαΐνη 'δηλητήριο από τη σήψη βακτηριδίων', πτωματοτομία, πτωματοφαγία, πτωματόφυρτος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κάρπαθ. φτώση 'πτώση'