Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στήνω, τοποθετώ κοντά 2. βάζω στο μυαλό κπ., παρουσιάζω |εμπνέω, προξενώ, διεγείρω |παριστάνω, περιγράφω |κάνω φανερό, αποδεικνύω 3. θέτω κοντά σε άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ |και αόρ. β΄ παρέστην, πρκ. παρέστηκα, υπερσ. παρειστήκειν 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα |βοηθώ, υπερασπίζω 2. έχω έρθει, παρευρίσκομαι, φτάνω |είμαι παρών, πλησιάζω |για γεγονότα και καταστάσεις |παρουσιάζω, εμφανίζω, παρέχω |με ενεργητική διάθεση και Α |παρουσιάζω στο δικαστήριο, εμφανίζω κπ. ως μάρτυρα |δικανικός όρος |με ενεργητική διάθεση και Α |η μτχ. παρεστηκώς, -υῖα, -ός (αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς)=ο παρών, ο τωρινός, αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ. 3. παίρνω το μέρος, συμμερίζομαι τη γνώμη κπ. |ελκύω κπ. προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία |με ενεργητική διάθεση και Α 4. έρχομαι σε συμφωνία, υποτάσσομαι, παραδίδομαι |φέρνω κπ. με το μέρος μου με τη βία, εξαναγκάζω, υποτάσσω |με ενεργητική διάθεση και Α 5. έρχομαι στο νου, παρουσιάζομαι |απρόσ. 6. διαθέτω κπ. για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς |