Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "πά"

4 εγγραφές [1 - 4]
παραγίγνομαι
Α. 1. παρευρίσκομαι |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. βρίσκομαι πλησίον κπ., παρίσταμαι, παρέχω βοήθεια, υποστηρίζω |με δοτ. προσ. 3. προσέρχομαι, έρχομαι σε κτ. ή σε κπ., προστίθεμαι σε κτ. |για πράγματα Β. 1. παρουσιάζομαι, έρχομαι, καταφθάνω, φτάνω στο ίδιο σημείο |απόλ. 2. ωριμάζω, αναπτύσσομαι
παράδοξος
|ΕΠΙΘΕΤΟ αυτός που γίνεται πέρα από κάθε προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ πέρα από κάθε προσδοκία, απροσδόκητα, εκπληκτικά, παράξενα
παρίστημι
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στήνω, τοποθετώ κοντά 2. βάζω στο μυαλό κπ., παρουσιάζω |εμπνέω, προξενώ, διεγείρω |παριστάνω, περιγράφω |κάνω φανερό, αποδεικνύω 3. θέτω κοντά σε άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ |και αόρ. β΄ παρέστην, πρκ. παρέστηκα, υπερσ. παρειστήκειν 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα |βοηθώ, υπερασπίζω 2. έχω έρθει, παρευρίσκομαι, φτάνω |είμαι παρών, πλησιάζω |για γεγονότα και καταστάσεις |παρουσιάζω, εμφανίζω, παρέχω |με ενεργητική διάθεση και Α |παρουσιάζω στο δικαστήριο, εμφανίζω κπ. ως μάρτυρα |δικανικός όρος |με ενεργητική διάθεση και Α |η μτχ. παρεστηκώς, -υῖα, -ός (αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς)=ο παρών, ο τωρινός, αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ. 3. παίρνω το μέρος, συμμερίζομαι τη γνώμη κπ. |ελκύω κπ. προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία |με ενεργητική διάθεση και Α 4. έρχομαι σε συμφωνία, υποτάσσομαι, παραδίδομαι |φέρνω κπ. με το μέρος μου με τη βία, εξαναγκάζω, υποτάσσω |με ενεργητική διάθεση και Α 5. έρχομαι στο νου, παρουσιάζομαι |απρόσ. 6. διαθέτω κπ. για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς
παρρησία
Α. η ελεύθερη έκφραση γνώμης, το να εκφράζει κανείς την άποψή του με θάρρος και ειλικρίνεια, η παρρησία |η δοτ. ως επίρρημα παρρησίᾳ=με θάρρος έκφρασης, απροκάλυπτα, ανοιχτά Β. αθυροστομία, απρόσεκτη και αναιδής έκφραση γνώμης
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες