Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • παρίστημι
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. στήνω, τοποθετώ κοντά 2. βάζω στο μυαλό κπ., παρουσιάζω |εμπνέω, προξενώ, διεγείρω |παριστάνω, περιγράφω |κάνω φανερό, αποδεικνύω 3. θέτω κοντά σε άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ |και αόρ. β΄ παρέστην, πρκ. παρέστηκα, υπερσ. παρειστήκειν 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα |βοηθώ, υπερασπίζω 2. έχω έρθει, παρευρίσκομαι, φτάνω |είμαι παρών, πλησιάζω |για γεγονότα και καταστάσεις |παρουσιάζω, εμφανίζω, παρέχω |με ενεργητική διάθεση και Α |παρουσιάζω στο δικαστήριο, εμφανίζω κπ. ως μάρτυρα |δικανικός όρος |με ενεργητική διάθεση και Α |η μτχ. παρεστηκώς, -υῖα, -ός (αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς)=ο παρών, ο τωρινός, αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ. 3. παίρνω το μέρος, συμμερίζομαι τη γνώμη κπ. |ελκύω κπ. προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία |με ενεργητική διάθεση και Α 4. έρχομαι σε συμφωνία, υποτάσσομαι, παραδίδομαι |φέρνω κπ. με το μέρος μου με τη βία, εξαναγκάζω, υποτάσσω |με ενεργητική διάθεση και Α 5. έρχομαι στο νου, παρουσιάζομαι |απρόσ. 6. διαθέτω κπ. για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. στήνω, τοποθετώ κοντά
    • ΔΗΜ 18.175 πλησίον δύναμιν δείξας καὶ παραστήσας τὰ ὅπλα τοὺς μὲν ἑαυτοῦ φίλους ἐπᾶραι καὶ θρασεῖς ποιῆσαι, τοὺς δ᾽ ἐναντιουμένους καταπλῆξαι
    • 2. βάζω στο μυαλό κπ., παρουσιάζω
    • ΔΗΜ 18.1 τοῦτο παραστῆσαι τοὺς θεοὺς ὑμῖν, μὴ τὸν ἀντίδικον σύμβουλον ποιήσασθαι { οι θεοί να βάλουν στο νου σας να μη πάρετε υπόψη σας τις συμβουλές του αντίδικου }
    • ΙΣΟΚΡ 15.18 ψευδῆ δὲ δόξαν παραστήσασα τοῖς ἀκούουσιν ὃν ἄν τύχῃ τῶν πολιτῶν ἀδίκως ἀπόλλυσιν
    • ΔΗΜ 19.333 τοῦ φενακίσαι τὴν πόλιν καὶ παραστήσαντ᾽ ἐλπίδας, ὡς ὅσα βουλόμεθ᾽ ἡμεῖς Φίλιππος πράξει
    • εμπνέω, προξενώ, διεγείρω
    • ΔΗΜ 21.72 οὐ γὰρ ἡ πληγὴ παρέστησε τὴν ὀργήν, ἀλλ᾽ ἡ ἀτιμία
    • ΑΙΣΧΙΝ 2.159 μετακαλεῖ τὴν ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὀργῆς ὁ κίνδυνος ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ τῆς σωτηρίας λόγους, καὶ διαλογισμὸν παρίστησι
    • ΔΗΜ 60.25 αἱ μὲν γὰρ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι δέος μὲν ἐνεργάζονται τοῖς πολίταις, αἰσχύνην δ᾽ οὐ παριστᾶσιν
    • παριστάνω, περιγράφω
    • ΔΗΜ 21.72 οὐδεὶς ἄν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ταῦτ᾽ ἀπαγγέλλων δύναιτο τὸ δεινὸν παραστῆσαι τοῖς ἀκούουσιν οὕτως
    • κάνω φανερό, αποδεικνύω
    • ΔΕΙΝ απ 3 καὶ μέντοι γε καὶ τὴν ἰσχυρὰν ἐρημίαν τῶν Θηβαίων παραστῆσαι βουλόμενος εἶπε
    • ΛΥΣ 12.51 ὡς ἀμφότερα ταῦτα ἐγὼ πολλοῖς τεκμηρίοις παραστήσω
    • 3. θέτω κοντά σε άλλο, παραβάλλω, συγκρίνω
    • ΙΣΟΚΡ 12.40 οὕτω καὶ ταῖς πόλεσι παριστάναι μὴ τὰς μικρὰς ταῖς μεγάλαις...ἀλλὰ τὰς παραπλησίαν καὶ τὴν δύναμιν ἐχούσας
    • Β. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • και αόρ. β΄ παρέστην, πρκ. παρέστηκα, υπερσ. παρειστήκειν
    • 1. στέκομαι κοντά ή δίπλα
    • ΟΜ Ιλ 12.60 δὴ τότε Πουλυδάμας θρασὺν Ἕκτορα εἶπε παραστάς
    • ΗΡ 2.30 οἱ ἐξ ἀριστερῆς χειρὸς παριστάμενοι βασιλέϊ
    • ΣΟΦ Τραχ 748 ποῦ δ᾽ ἐμπελάζεις τἀνδρὶ καὶ παρίστασαι;
    • βοηθώ, υπερασπίζω
    • ΟΜ Ιλ 5.116 εἴ ποτέ μοι καὶ πατρὶ φίλα φρονέουσα παρέστης/ δηΐῳ ἐν πολέμῳ { αν κάποτε, (Αθηνά), βοήθησες με αγάπη τον πατέρα μου στο φονικό τον πόλεμο }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.3.19 πειρασόμεθα μὴ χείρους βοηθοὶ παραστῆναι
    • 2. έχω έρθει, παρευρίσκομαι, φτάνω
    • ΟΜ Ιλ 3.405 τοὔνεκα δὴ νῦν δεῦρο δολοφρονέουσα παρέστης; { για αυτό τώρα ήρθες εδώ να με πιάσεις με δόλο; }
    • ΗΡ 1.191 νῦν δὲ ἐξ ἀπροσδοκήτου σφι παρέστησαν οἱ Πέρσαι
    • ΣΟΦ Αι 91 ὦ χαῖρ᾽, Ἀθάνα, χαῖρε, Διογενὲς τέκνον, ὡς εὖ παρέστης
    • είμαι παρών, πλησιάζω
    • για γεγονότα και καταστάσεις
    • ΟΜ Ιλ 16.853 ἄγχι παρέστηκεν θάνατος καὶ μοῖρα κραταιὴ
    • ΞΕΝ Απομν 3.7.5 αἰδῶ δὲ καὶ φόβον, ἔφη, οὐχ ὁρᾷς ἔμφυτά τε ἀνθρώποις ὄντα καὶ πολλῷ μᾶλλον ἐν τοῖς ὄχλοις ἢ ἐν ταῖς ἰδίαις ὁμιλίαις παριστάμενα;
    • ΕΥΡ Εκ 229 παρέστηχ᾽, ὡς ἔοικ᾽, ἀγὼν μέγας
    • παρουσιάζω, εμφανίζω, παρέχω
    • με ενεργητική διάθεση και Α
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.154 προελθὼν ὁ κῆρυξ καὶ παραστησάμενος τοὺς ὀρφανούς, ὧν οἱ πατέρες ἦσαν ἐν τῷ πολέμῳ τετελευτηκότες, νεανίσκους πανοπλίᾳ κεκοσμημένους
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 6.1.22 καὶ παραστησάμενος δύο ἱερεῖα ἐθύετο τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ
    • ΛΥΣ 18.10 ἡμᾶς δὲ παραστησάμενος ἔλεγε πρὸς ἐκεῖνον καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παρόντας ὅσα εἴημεν πεπονθότες
    • παρουσιάζω στο δικαστήριο, εμφανίζω κπ. ως μάρτυρα
    • δικανικός όρος
    • με ενεργητική διάθεση και Α
    • ΔΕΙΝ 1.109 τοὺς ἐξ ἑαυτῆς γεγενημένους ὑμᾶς ἱκετεύει, παραστησαμένη τὰ ὑμέτερα τέκνα καὶ γυναῖκας, τιμωρήσασθαι τὸν προδότην καὶ σῴζειν ἑαυτήν
    • ΙΣΑΙΟΣ 9.13 ἀλλὰ μὴν οὐδ᾽ αἰσχυνθῆναι οὐδενὶ προσήκει ἐπὶ τοιαύταις διαθήκαις ὡς πλείστους μάρτυρας παρίστασθαι
    • η μτχ. παρεστηκώς, -υῖα, -ός (αττ. παρεστώς, -ῶσα, -ώς)=ο παρών, ο τωρινός, αυτός που ήδη βρίσκεται μπροστά σε κπ.
    • ΙΣΟΚΡ 12.265 οὐ μὴν οὐδ᾽ ἐγὼ παρεστὼς ἐσιώπων, ἀλλ᾽ ἐπῄνεσα τήν τε φύσιν αὐτοῦ καὶ τὴν ἐπιμέλειαν
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.79 ὁ δὲ κῆρυξ οὑτοσὶ ὁ νυνὶ παρεστηκὼς ἐμοὶ ἐπηρώτα ὑμᾶς τὸ ἐκ τοῦ νόμου κήρυγμα
    • ΣΟΦ Φιλ 734 μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;
    • 3. παίρνω το μέρος, συμμερίζομαι τη γνώμη κπ.
    • ΗΡ 6.99 οἱ Καρύστιοι παρέστησαν ἐς τῶν Περσέων τὴν γνώμην
    • ελκύω κπ. προς το μέρος μου με καλοσύνη ή ευφυία
    • με ενεργητική διάθεση και Α
    • ΘΟΥΚ 4.79.2 Περδίκκας δὲ πολέμιος μὲν οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φανεροῦ, φοβούμενος δὲ καὶ αὐτὸς τὰ παλαιὰ διάφορα τῶν Ἀθηναίων καὶ μάλιστα βουλόμενος Ἀρραβαῖον τὸν Λυγκηστῶν βασιλέα παραστήσασθαι
    • 4. έρχομαι σε συμφωνία, υποτάσσομαι, παραδίδομαι
    • ΗΡ 3.13 καὶ Αἰγύπτιοι μὲν μετὰ τοῦτο πολιορκεόμενοι χρόνῳ παρέστησαν
    • ΘΟΥΚ 1.98.4 Ναξίοις δὲ ἀποστᾶσι μετὰ ταῦτα ἐπολέμησαν καὶ πολιορκίᾳ παρεστήσαντο
    • ΔΗΜ 22.15 οὐ πρότερον τῷ πολέμῳ παρέστησαν πρὶν τὸ ναυτικὸν αὐτῶν ἀπώλετο
    • φέρνω κπ. με το μέρος μου με τη βία, εξαναγκάζω, υποτάσσω
    • με ενεργητική διάθεση και Α
    • ΗΡ 3.45 οὐδὲν γὰρ ἔδεέ σφεας Λακεδαιμονίους ἐπικαλέεσθαι, εἴ περ αὐτοὶ ἦσαν ἱκανοὶ Πολυκράτεα παραστήσασθαι
    • ΘΟΥΚ 3.35.1 ὁ δὲ Πάχης ἀφικόμενος ἐς τὴν Μυτιλήνην τήν τε Πύρραν καὶ Ἔρεσον παρεστήσατο
    • ΠΛ Νομ 706a Μίνως γὰρ δή ποτε τοὺς οἰκοῦντας τὴν Ἀττικὴν παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασμοῦ
    • 5. έρχομαι στο νου, παρουσιάζομαι
    • ΘΟΥΚ 8.96.1 τοῖς δὲ Ἀθηναίοις ὡς ἦλθε τὰ περὶ τὴν Εὔβοιαν γεγενημένα, ἔκπληξις μεγίστη δὴ τῶν πρὶν παρέστη
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 911 χώρας ἄνακτες, δόξα μοι παρεστάθη ναοὺς ἱκέσθαι δαιμόνων
    • ΑΝΔΟΚ 1.54 εἰ οὖν τινι ὑμῶν, ὦ ἄνδρες, (ἢ) τῶν ἄλλων πολιτῶν γνώμη τοιαύτη παρειστήκει πρότερον περὶ ἐμοῦ
    • απρόσ.
    • ΗΡ 7.46 τῷ οὐ παραστήσεται πολλάκις καὶ οὐκὶ ἅπαξ τεθνάναι βούλεσθαι μᾶλλον ἢ ζώειν
    • ΛΥΣ 7.17 εἰ τῶν οἰκετῶν παρέστη μοι μηδὲν φροντίζειν
    • 6. διαθέτω κπ. για προσωπικές πεποιθήσεις ή σκοπούς
    • ΗΡ 4.136 τὸν δὲ πρότερον ἐόντα ὑμέων δεσπότην ἡμεῖς παραστησόμεθα οὕτω ὥστε ἐπὶ μηδαμοὺς ἔτι ἀνθρώπους αὐτὸν στρατεύσεσθαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: παρά + ἵστημι.
    • Το ρήμα ανάγεται στην ιε. ρίζα *stᾶ-. Ο αόρ. β΄ ἔστην αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. a- stha-m, ενώ με αναδιπλασιασμό παράγεται ο ενεστώτας ἵ-στη-μι. Πβ. λατ. sisto.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ16
    • παρίστημι, παρίστην, παραστήσω, παρέστησα
    • παρίσταμαι, παριστάμην, παραστήσομαι, παρεστησάμην, αόρ. β΄ παρέστην, παρέστηκα, παρειστήκειν
    • παθ. μέλλ. παρασταθήσομαι, παθ. αόρ. παρεστάθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: στατήρ, στάσις, στασιώτης, στασιωτεία 'κατάσταση κατά την οποία επικρατεί στάση', στασιασμός, σύσταση, στάδιον, σταδίη (θηλ.), σταδιοδρόμος, στάθμη, σταθμός, σταμίν 'τα πλευρά του πλοίου', στάμνος, σταμνίον, στατήρ, στήμων, σταυρός, σταύρωμα, σταύρωσις, ἱστός, ἱστίον, ἱστιορράφος, ἱστοδόκη (θηλ.) 'ξύλο στην πρύμνη του πλοίου στο οποίο στηρίζεται ο ιστός', ἱστοπέδη (θηλ.) 'το μέρος στο οποίο τοποθετείται ο ιστός', ἱστουργία 'η τέχνη του ιστουργού', παραστάς (θηλ.) 'κάτι που στέκεται κοντά, τα ξύλα ή τα μάρμαρα από τη μια και την άλλη πλευρά της πόρτας', παράστασις, παραστάτης, παραστάτις (θηλ.), συμπαραστάτης
      • ρήματα: στατίζω, στασιάζω, σταδιοδρομέω, σταθμάω, σταυρόω, ἱστουργέω, παραστατέω, προπαρίστημι 'αποδεικνύω από πριν', συμπαρίστημι, συμπαραστατέω
      • επίθετα: στατός 'τοποθετημένος', στατικός, στασιωτικός, στασιώδης, στασιαστικός, στάσιμος, σταδαῖος, στάδιος 'αυτός που στέκεται όρθιος', σταθερός, ἱστότονος 'αυτός που είναι τεντωμένος πάνω στον ιστό'
      • επιρρήματα: στασιαστικῶς, παρασταδόν 'από κοντά'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἵσταμι
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: στασιαστής, στασίδιον, σταδιασμός 'μέτρηση κατά στάδια', σταθερότης, στάθμησις, σταμνίσκος, σταυρωτής, ἱστάριον, ἱστιοφόρος, ἱστοθήκη, ἱστοκεραία, ἱστοποιία, ἱστοτέλεια 'υφάντρια', ἱστουργός, παραστάδιον, παρασταθμίς, παραστασία, παράστημα 'άγαλμα στημένο κοντά σε άλλο, το θάρρος ή η ετοιμότητα του πνεύματος', ἀντιπαράστασις
      • ρήματα: σταδιεύω 'τρέχω όπως στο στάδιο', σταθμεύω, σταυρώνω, ἱστιοδρομέω, ἱστοποιέω, ἀντιπαρίστημι
      • επίθετα: σταδιαῖος 'αυτός που έχει το μήκος, το πλάτος ή το ύψος ενός σταδίου', σταυροφόρος, στημονώδης, ἱστοπόνος 'ιστουργός', ἱστοτριβής, ἱστουργικός, παραστάσιμος, παραστατέος, παραστατικός, παριστίδιος 'αυτός που βρίσκεται κοντά στον ιστό', ἀντιπαραστατικός
      • επιρρήματα: στάδην 'όρθια', σταθερῶς, παραστατικῶς, ἀντιπαραστατικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ιστός 'ιατρικός όρος που σημαίνει ομάδα διαφοροποιημένων κυττάρων', ιστολογία, ιστιοδρόμων, ιστιοπλοέω, ιστιοπλοΐα, ιστιοφορία, στασιάρχης 'αυτός που βρίσκεται στις στάσεις των σιδηροδρόμων', σταθμαρχείον, σταθμάρχης, στάθμευσις, σταθμίσκος, στασίασις, στασιμότης, σταυροφορώ, σταυροφορία, παρασταθμεύω, παραστάτης 'αντιπρόσωπος, βουλευτής', παραστάτρια 'υποκρίτρια', παραστατικότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. (α)τ̒αίχου 'στήνω, τοποθετώ', Κρ. ᾽στάμενος (μτχ.) 'γερός, υγιής', Ήπ. ᾽στάμενα (ουδ.) 'τα χρήματα', Πόντ. ιστάριν, ιστάρ᾽, ᾽στάρη (θηλ.) 'ιστός, αργαλειός', Ικαρ. στάδιν 'στάδιο', Πόντ. στάδ᾽ 'χιονοστιβάδα', Σκιάθ. στατήρ᾽, Πόντ. στατέριν, στατέρ᾽, στατάρ᾽, Ήπ. Εύβ. Κύθν. Ζάκ. στατέρι, Πόντ. σταυρίδιν, σταυρίδ᾽ 'είδος ψαριού', Θράκ. παράστασ᾽ 'βοήθεια, επικουρία', Καππ. παραστάδι, παραστάι, Πόντ. παραστάριν, παραστάρ᾽ 'παραστάδα'