Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "ολίγος"

1 εγγραφή
ὀλίγος
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. μικρός, αντ. μέγας |για μέγεθος 2. ο μικρής έκτασης, ο περιορισμένου χώρου |για έκταση 3. βραχύσωμος, κοντός |για ανάστημα |ΟΜ Β. 1. ο μικρής διάρκειας, ο σύντομος |για χρόνο 2. λίγος, σπάνιος, αντ. πολύς |για αριθμό ή ποσότητα |ως ουσ. οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, αντ. τὸ πλῆθος |με απρφ. Γ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, ὀλίγου, ἐς ὀλίγον, παρ' ὀλίγον=λίγο έλειψε, σχεδόν, παρά λίγο |φρ. παρ' ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ. ή κτ. ασήμαντο |φρ. δι' ὀλίγου=σε μικρή απόσταση, στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά |φρ. δι' ὀλίγων=με λίγα λόγια, σύντομα |φρ. ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα, σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα |φρ. ἐν ὀλίγοις, σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους, σφόδρα, σε ύψιστο βαθμό |φρ. ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή, ξαφνικά |φρ. ἐπ' ὀλίγον, ὀλίγου γ' εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα |φρ. κατ' ὀλίγον=λίγο-λίγο |φρ. μετ' ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά |ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο, σε μικρό βαθμό |ως επίρρημα ὀλίγῳ
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες