Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ὀλίγος
    • επίθετο
    • -η, -ον
    • ὀλίγον ή ὀλίγα ή ὀλίγῳ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. μικρός, αντ. μέγας |για μέγεθος 2. ο μικρής έκτασης, ο περιορισμένου χώρου |για έκταση 3. βραχύσωμος, κοντός |για ανάστημα |ΟΜ Β. 1. ο μικρής διάρκειας, ο σύντομος |για χρόνο 2. λίγος, σπάνιος, αντ. πολύς |για αριθμό ή ποσότητα |ως ουσ. οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, αντ. τὸ πλῆθος |με απρφ. Γ. |φρ. ὀλίγου δεῖ, ὀλίγου, ἐς ὀλίγον, παρ' ὀλίγον=λίγο έλειψε, σχεδόν, παρά λίγο |φρ. παρ' ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ. ή κτ. ασήμαντο |φρ. δι' ὀλίγου=σε μικρή απόσταση, στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά |φρ. δι' ὀλίγων=με λίγα λόγια, σύντομα |φρ. ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα, σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα |φρ. ἐν ὀλίγοις, σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους, σφόδρα, σε ύψιστο βαθμό |φρ. ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή, ξαφνικά |φρ. ἐπ' ὀλίγον, ὀλίγου γ' εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα |φρ. κατ' ὀλίγον=λίγο-λίγο |φρ. μετ' ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά |ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο, σε μικρό βαθμό |ως επίρρημα ὀλίγῳ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. μικρός, αντ. μέγας
    • για μέγεθος
    • ΟΜ Ιλ 14.376 ἔχει δ᾽ ὀλίγον σάκος ὤμῳ { φέρει μικρή ασπίδα στον ώμο }
    • ΠΛ Πολ 369b οἶμαι μὲν γὰρ οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι
    • 2. ο μικρής έκτασης, ο περιορισμένου χώρου
    • για έκταση
    • ΟΜ Ιλ 3.115 ὀλίγη δ᾽ ἦν ἀμφὶς ἄρουρα
    • ΗΡ 9.70 οἱ δὲ βάρβαροι…ἀλύκταζόν τε οἷα ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πεφοβημένοι
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.3.9 οὔτε οἱ πεζοὶ τοὺς πεζοὺς…ἐδύναντο καταλαμβάνειν ἐν ὀλίγῳ χωρίῳ
    • 3. βραχύσωμος, κοντός
    • για ανάστημα
    • ΟΜ
    • ΟΜ Ιλ 2.529 ὀλίγος μὲν ἔην λινοθώρηξ { ο Αίαντας ήταν μικρόσωμος και φορούσε λινό θώρακα }
    • Β.
    • 1. ο μικρής διάρκειας, ο σύντομος
    • για χρόνο
    • ΘΟΥΚ 1.18.3 ὀλίγον μὲν χρόνον ξυνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία { λίγο καιρό έμεινε σταθερή η συμμαχία }
    • ΠΙΝΔ Νεμ 7.38 Μολοσσίᾳ δ᾽ ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 420a τὸ μὲν γὰρ ὀξὺ κινεῖ τὴν αἴσθησιν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ ἐπὶ πολύ, τὸ δὲ βαρὺ ἐν πολλῷ ἐπ᾽ ὀλίγον { γιατί το οξύ κινεί την αίσθηση σε λίγο χρόνο, αλλά διαρκεί πολύ, ενώ το βαρύ σε πολύ χρόνο, αλλά διαρκεί λίγο }
    • 2. λίγος, σπάνιος, αντ. πολύς
    • για αριθμό ή ποσότητα
    • ΠΛ Γοργ 521d οἶμαι μετ᾽ ὀλίγων Ἀθηναίων, ἵνα μὴ εἴπω μόνος, ἐπιχειρεῖν τῇ ὡς ἀληθῶς πολιτικῇ τέχνῃ καὶ πράττειν τὰ πολιτικὰ
    • ΘΟΥΚ 1.89.3 οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὶ ἐπεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν { από τα σπίτια, τα περισσότερα ήταν γκρεμισμένα και λίγα μόνο είχαν σωθεί }
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ορν 1416 εἰς θοἰμάτιον τὸ σκόλιον ᾄδειν μοι δοκεῖ, δεῖσθαι δ᾽ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων
    • ως ουσ. οἱ ὀλίγοι=οι ολιγαρχικοί, αντ. τὸ πλῆθος
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 2.2 ἡ δὲ πᾶσα γῆ δι᾽ ὀλίγων ἦν { η γη όλη βρισκόταν στα χέρια των ολιγαρχικών }
    • με απρφ.
    • ΘΟΥΚ 1.50.5 μὴ…αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν
    • Γ.
    • φρ. ὀλίγου δεῖ, ὀλίγου, ἐς ὀλίγον, παρ' ὀλίγον=λίγο έλειψε, σχεδόν, παρά λίγο
    • ΠΛ Απολ 22b ὀλίγου αὐτῶν ἅπαντες οἱ παρόντες ἂν βέλτιον ἔλεγον περὶ ὧν αὐτοὶ ἐπεποιήκεσαν { σχεδόν όλοι οι παρόντες έλεγαν κάτι καλύτερο ως ερμηνεία των ποιημάτων από εκείνους που τα είχαν γράψει }
    • ΘΟΥΚ 7.71.3 αἰεὶ…παρ᾽ ὀλίγον ἢ διέφευγον ἢ ἀπώλλυντο { κάθε στιγμή, λίγο έλειπε για να ξεφύγουν ή να χαθούν }
    • φρ. παρ' ὀλίγον ποιοῦμαί τι=θεωρώ κπ. ή κτ. ασήμαντο
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 6.6.11 ἔνιοι μὲν αὐτῶν παρ᾽ ὀλίγον ἐποιοῦντο τὸν Κλέανδρον
    • φρ. δι' ὀλίγου=σε μικρή απόσταση, στη διάρκεια ή μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, ξαφνικά
    • ΘΟΥΚ 1.77.6 τότε πρὸς τὸν Μῆδον δι᾽ ὀλίγου ἡγησάμενοι { όταν γίνατε αρχηγοί για λίγο διάστημα ενάντια στους Μήδους }
    • φρ. δι' ὀλίγων=με λίγα λόγια, σύντομα
    • ΠΛ Νομ 778c μόνον ὅσον τινὰ τύπον αὐτῶν δι᾽ ὀλίγων ἐπεξέλθωμεν { ας αρκεστούμε να πούμε με λίγα λόγια τις γενικές γραμμές του σχεδίου τους }
    • φρ. ἐν ὀλίγῳ=σε μικρό διάστημα, σε ή για ένα σύντομο χρονικό διάστημα
    • ΘΟΥΚ 1.93.1 τούτῳ τῷ τρόπῳ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν πόλιν ἐτείχισαν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ
    • φρ. ἐν ὀλίγοις, σὺν ὀλίγοις=ένας από τους λίγους, σφόδρα, σε ύψιστο βαθμό
    • ΠΛ Πολ 431c τὰς δέ γε ἁπλᾶς τε καὶ μετρίας…ἐν ὀλίγοις τε ἐπιτεύξῃ { τις απλές και μετρημένες απολαύσεις θα τις συναντήσεις σε λιγοστούς ανθρώπους }
    • φρ. ἐξ ὀλίγου=την τελευταία στιγμή, ξαφνικά
    • ΑΡΙΣΤ ΖΓεν 735b ἡ μολύβδαινα μιγνυμένη ὕδατι καὶ ἐλαίῳ…ἐξ ὀλίγου τε πολὺν ὄγκον ποιεῖ καὶ ἐξ ὑγροῦ στιφρὸν καὶ ἐκ μέλανος λευκόν
    • φρ. ἐπ' ὀλίγον, ὀλίγου γ' εἵνεκα=για λίγο χρονικό διάστημα
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Λυσιστ 74 ἐπαναμείνωμεν ὀλίγου γ᾽ εἵνεκα τάς…γυναῖκας ἐλθεῖν
    • φρ. κατ' ὀλίγον=λίγο-λίγο
    • ΘΟΥΚ 1.61.5 κατ᾽ ὀλίγον δὲ προϊόντες τριταῖοι ἀφίκοντο ἐς Γίγωνον
    • φρ. μετ' ὀλίγον τούτων=λίγο μετά από αυτά
    • ΞΕΝ Ελλ 1.1.2 μετ᾽ ὀλίγον δὲ τούτων Δωριεὺς…εἰς Ἑλλήσποντον εἰσέπλει
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ λίγο, σε μικρό βαθμό
    • ΘΟΥΚ 3.4.2 ἀπαράσκευοι δὲ οἱ Μυτιληναῖοι καὶ ἐξαίφνης ἀναγκασθέντες πολεμεῖν ἔκπλουν μέν τινα ἐποιήσαντο τῶν νεῶν ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν ὀλίγον πρὸ τοῦ λιμένος
    • ΠΛ Πρωτ 339d ὀλίγον δὲ τοῦ ποιήματος εἰς τὸ πρόσθεν προελθὼν ἐπελάθετο { όταν λίγο προχώρησε στο ποίημα ξέχασε ό,τι είχε δηλώσει προηγουμένως }
    • ΘΟΥΚ 3.73.1 τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἠκροβολίσαντό τε ὀλίγα
    • ως επίρρημα ὀλίγῳ
    • ΘΟΥΚ 1.63.3 ἀπέθανον δὲ Ποτειδεατῶν μὲν καὶ τῶν ξυμμάχων ὀλίγῳ ἐλάσσους τριακοσίων
    • ΠΛ Γοργ 460c μέμνησαι οὖν λέγων ὀλίγῳ πρότερον ὅτι οὐ δεῖ τοῖς παιδοτρίβαις ἐγκαλεῖν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΟΛΙΓΟΣ >
    • Αμφίβολη η σύνδεση με τη λ. λοιγός (=όλεθρος, φθορά), καθώς και με το λιθουανικό liga (=ασθένεια).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε1
    • επίθετο συγκρ. μείων-ἥσσων-ἐλάσσων, υπερθ. ὀλίγιστος
    • επίρρημα συγκρ. μεῖον-ἧττον-ἔλαττον, υπερθ. ὀλίγιστα-ἥκιστα-ἐλάχιστα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ὀλιγαιμία, ὀλιγανθρωπία, ὀλιγαρχία, ὀλιγοδρανία 'ασθένεια, αδυναμία', ὀλιγοετία 'νεότητα', ὀλιγοσιτία, ὀλιγοφιλία, ὀλιγοψυχία
      • ρήματα: ὀλιγαρχέω 'είμαι μέλος ολιγαρχίας', ὀλιγοποτέω, ὀλιγοσιτέω, ὀλιγοτοκέω, ὀλιγοτροφέω, ὀλιγοψυχέω, ὀλιγωρέω
      • επίθετα: ὀλίγαιμος, ὀλιγάνθρωπος, ὀλιγαρχικός, ὀλιγήμερος, ὀλιγόβιος, ὀλιγόγονος, ὀλιγοδρανής 'ασθενής, αυτός που έχει λίγη δύναμη', ὀλιγοεργής, ὀλιγόθερμος, ὀλιγόκαιρος 'αυτός που έχει λίγες ευκαιρίες', ὀλιγόμισθος, ὀλιγόπαις, ὀλιγόποτος 'αυτός που πίνει λίγο', ὀλιγόπτερος, ὀλιγόσπερμος, ὀλιγόστιχος, ὀλιγοτόκος, ὀλιγότριχος, ὀλιγοτρόφος 'αυτός που παρέχει λίγη τροφή', ὀλιγοφάγος, ὀλιγόχοος 'αυτός που παράγει λίγο'
      • επιρρήματα: ὀλιγάκις, ὀλιγαρχικῶς, ὀλιγαχόθεν, ὀλιγαχοῦ
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ὀλιγηπελέων, ουσα (μτχ.) 'αυτός που έχει λίγη δύναμη, ασθενής', ιων. ὀλιγηπελίη 'αδυναμία, λιποψυχία', ιων. ὀλιγοδρανέων, ουσα (μτχ.) 'αυτός που μπορεί να πράξει λίγα'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ὀλιγανδρία, ὀλιγαριστία 'η ύπαρξη λίγου αρίστου, ελαφρού προγεύματος', ὀλιγαρκία ή ὀλιγάρκεια, ὀλιγαρτία 'έλλειψη άρτου', ὀλιγάρχης 'αυτός που εξουσιάζει στην ολιγαρχία', ὀλιγεξία 'η κατοχή λίγων πραγμάτων', ὀλιγοαναφορία (λέξη αστρολογική), ὀλιγογραφία, ὀλιγόδεια 'ολιγάρκεια', ὀλιγοζωία, ὀλιγομετρία, ὀλιγομυθία, ὀλιγόνοια, ὀλιγοπιστία, ὀλιγοπονία 'οκνηρία', ὀλιγοποσία, ὀλιγοπότης, ὀλιγοπραγμοσύνη, ὀλιγοσαρκία, ὀλιγοσυλλαβία, ὀλιγοτιμία, ὀλιγοτροφία, ὀλιγοϋπνία, ὀλιγοφρενία, ὀλιγοχορδία, ὀλιγοχρηματία, ὀλιγοχρονιότης, ὀλίγωσις 'ταπείνωση, εξευτελισμός'
      • ρήματα: ὀλιγανδρέω 'έχω λίγους άνδρες', ὀλιγανθρωπέω, ὀλιγαρκέω, ὀλιγεκτέω 'έχω λίγα', ὀλιγοδυναμέω, ὀλιγοθυμέω 'λιγοψυχώ', ὀλιγολαλέω, ὀλιγοποιέω, ὀλιγορρημονέω 'λέω λίγα', ὀλιγοϋπνέω 'κοιμάμαι λίγο'
      • επίθετα: ὀλιγάμπελος, ὀλιγαρκής, ὀλιγαῦλαξ 'αυτός που έχει λίγη μόνο αρόσιμη γη', ὀλιγήριος 'λίγος', ὀλιγόβαθμος 'αυτός που έχει λίγες βαθμίδες', ὀλιγοβαρής, ὀλιγόβουλος, ὀλιγογνώμων, ὀλιγογόνατος, ὀλιγοδάπανος, ὀλιγοδεής 'αυτός που χρειάζεται λίγα', ὀλιγόδενδρος, ὀλιγοδίαιτος, ὀλιγόδουλος, ὀλιγοδύναμος, ὀλιγόδωρος, ὀλιγοέλαιος 'αυτός που παρέχει λίγο μόνο λάδι', ὀλιγοέτης ή ὀλιγοετής 'αυτός που είναι λίγων ετών', ὀλίγοζος 'αυτός που έχει λίγους όζους', ὀλιγόζωος, ὀλιγόθριξ, ὀλιγοκάλαμος, ὀλιγόκαρπος, ὀλιγόκερως, ὀλιγοκίνητος, ὀλιγόκλαδος, ὀλιγόκληρος, ὀλιγοκίνδυνος, ὀλιγοκύμαντος, ὀλιγόλαλος, ὀλιγόλογος, ὀλιγομαθής, ὀλιγόμετρος, ὀλιγομήκης, ὀλιγόμυθος, ὀλιγόνειρος, ὀλιγόνους, ὀλιγόξυλος, ὀλιγοπαθής, ὀλιγόπνους, ὀλιγοπόλιος 'αυτός που έχει αραιά και λευκή κόμη', ὀλιγόπονος, ὀλιγόπους, ὀλιγοπύθμην, ὀλιγόπυρος 'αυτός που έχει λίγους πυρούς, κόκκους σιταριού', ὀλιγόπυρος 'αυτός που έχει λίγη φωτιά', ὀλιγόρριζος, ὀλιγόρρυτος 'αυτός που ρέει λίγο', ὀλιγόσαρκος, ὀλιγοσθενής, ὀλιγόσιτος, ὀλιγοστάδιος, ὀλιγοσύλλαβος, ὀλιγοσύνδεσμος, ὀλιγοσχιδής, ὀλιγοσώματος, ὀλιγότεκνος, ὀλιγόϋδρος 'αυτός που θέλει λίγο νερό', ὀλιγόϋλος 'αυτός που περιέχει λίγη ύλη', ὀλιγόϋπνος, ὀλιγοφραδής 'αυτός που λέει λίγα', ὀλιγόφρων, ὀλιγόφυλλος, ὀλιγόφωνος, ὀλιγόχορδος, ὀλιγόχυλος, ὀλιγόχυμος, ὀλιγοχρήματος, ὀλιγοχρόνιος, ὀλιγωφελής
      • επιρρήματα: ὀλιγαχῶς, ὀλίγινθα 'λίγο', ὀλιγομαθῶς, ὀλιγοφρόνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ολιγαλφάβητος, ολιγαμάρτητος, ολιγανεμία, ολιγανθής, ολιγαρχικότης, ολιγαρχοκρατικός, ολιγάσχολος, ολιγαυγής, ολιγοβαθής, ολιγοβιότης, ολιγοβλαβής, ολιγογαμία, ολιγογνωμία, ολιγόγραμμος, ολιγόγραφοι, ολιγοδιαρκής, ολιγόδραχμος, ολιγοειδής, ολιγοέξοδος, ολιγόηχος, ολιγόκαπνος, ολιγόκαρδος, ολιγοκαρπία, ολιγοκατοίκητος, ολιγόκοπος, ολιγοκρατία, ολιγόλεπτος, ολιγολογία, ολιγομάθεια, ολιγομελής, ολιγομέταλλος, ολιγόμηνος, ολιγόομβρος, ολιγοπαίδευτος, ολιγοπαραγωγός, ολιγοπάτητος, ολιγοπειρία, ολιγοπέταλος, ολιγοπιστέω, ολιγόπροικος, ολιγοπρόσωπος, ολιγοσέλιδος, ολιγοσήμαντος, ολιγόστιγμος, ολιγοτάλαντος, ολιγοτέλεια, ολιγότεχνος, ολιγοτίμητος, ολιγοτυπία (των γλωσσών), ολιγοφαρμακεία, ολιγόωρος, ολιγόχρηστος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ