Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "μηχανή"

1 εγγραφή
μηχανή
Α. 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2. πολιορκητική μηχανή 3. μηχανή θεάτρου |φρ. ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β. μέσο, τρόπος |με γεν. αντικ. |επινόημα, τέχνασμα, δόλος (συνήθως στον πληθ.) |ως σύστ. A |με γεν. υποκ. |φρ. μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐκπορίζειν, πορίζεσθαι |φρ. μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε... |φρ. οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ, με οριστ. μέλλ. ή μὴ οὐ με απρφ. |φρ. μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ |φρ. πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες