Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • μηχανή
    • ουσιαστικό
    • -ῆς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών 2. πολιορκητική μηχανή 3. μηχανή θεάτρου |φρ. ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο Β. μέσο, τρόπος |με γεν. αντικ. |επινόημα, τέχνασμα, δόλος (συνήθως στον πληθ.) |ως σύστ. A |με γεν. υποκ. |φρ. μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐκπορίζειν, πορίζεσθαι |φρ. μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε... |φρ. οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ, με οριστ. μέλλ. ή μὴ οὐ με απρφ. |φρ. μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ |φρ. πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. εργαλείο, μηχάνημα για ανύψωση βαρών
    • ΑΙΣΧ Περ 722 μηχαναῖς ἔζευξεν Ἕλλης πορθμόν͵ ὥστ΄ ἔχειν πόρον
    • ΗΡ 2.125 ἤειρον τοὺς ἐπιλοίπους λίθους μηχανῇσι ξύλων βραχέων πεποιημένῃσι { σήκωναν τους άλλους ογκόλιθους με μηχανές κατασκευασμένες με κοντά δοκάρια }
    • 2. πολιορκητική μηχανή
    • ΘΟΥΚ 2.18.2 προσβολὰς παρεσκευάζοντο τῷ τείχει ποιησόμενοι μηχαναῖς τε καὶ ἄλλῳ τρόπῳ
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.2.2 τάς τε μηχανὰς ἀνίστη ὡς προσβαλῶν πρὸς τὸ τεῖχος
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.4.1 μηχανὰς ἐποιεῖτο καὶ κριούς͵ ὡς τῶν μὴ πειθομένων ἐρείψων τὰ τείχη
    • 3. μηχανή θεάτρου
    • Μηχανικό μέσο στο αρχαίο θέατρο με το οποίο οι θεοί εμφανίζονταν μετέωροι πάνω από την σκηνή, δίνοντας τη λύση του δράματος.
    • ΠΛ Κρατ 425d ὥσπερ οἱ τραγῳδοποιοὶ ἐπειδάν τι ἀπορῶσιν ἐπὶ τὰς μηχανὰς καταφεύγουσι θεοὺς αἴροντες
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 307 πρὶν μοχλοῖς καὶ μηχαναῖσιν εἰς τὸ φῶς ἀνελκύσαι τὴν θεῶν πασῶν μεγίστην καὶ φιλαμπελωτάτην
    • φρ. ἀπὸ μηχανῆς=για γεγονός αιφνίδιο και απροσδόκητο
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1454b τὰς λύσεις τῶν μύθων ἐξ αὐτοῦ δεῖ τοῦ μύθου συμβαίνειν͵ καὶ μὴ ὥσπερ ἐν τῇ Μηδείᾳ ἀπὸ μηχανῆς
    • ΔΗΜ 40 59.4 ἄλλος μὲν οὐδεὶς αὐτῷ παραγενέσθαι μεμαρτύρηκε͵ Τιμοκράτης δὲ μόνος͵ ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς
    • Β. μέσο, τρόπος
    • ΗΡ 8.57 εἴ τις ἔστι μηχανή͵ ἴθι καὶ πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα
    • ΠΛ Φιληβ 41d τίς οὖν μηχανὴ ταῦτ΄ ὀρθῶς κρίνεσθαι;
    • με γεν. αντικ.
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.13 μυρίων δ΄ οὐσῶν μηχανῶν ἀπαλλαγῆς τοῦ βίου οὐκ ἀπαλλάττονται
    • ΠΛ Γοργ 459b μηχανὴν δέ τινα πειθοῦς ηὑρηκέναι
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.2.24 θεῶν τις αὐτοῖς μηχανὴν σωτηρίας δίδωσιν
    • επινόημα, τέχνασμα, δόλος (συνήθως στον πληθ.)
    • ΗΣ Θεογ 146 ἰσχὺς δ΄ ἠδὲ βίη καὶ μηχαναὶ ἦσαν ἐπ΄ ἔργοις
    • ΠΛ Συμπ 203d (ὁ Ἔρως) ἀεί τινας πλέκων μηχανάς
    • ως σύστ. A
    • ΠΛ Νομ 679d λόγοις ἔργοις τε μεμηχανημέναι πάσας μηχανὰς εἰς τὸ κακουργεῖν τε ἀλλήλους καὶ ἀδικεῖν
    • με γεν. υποκ.
    • ΑΙΣΧ Αγ 677 μηχαναῖς Διὸς
    • φρ. μηχανὴν ή μηχανὰς προσφέρειν, εὑρίσκειν, ἐξευρίσκειν, ἐκπορίζειν, πορίζεσθαι
    • ΠΛ Νομ 792 b πᾶσαν μηχανὴν προσφέρων
    • ΕΥΡ Ανδρ 85 πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ
    • ΠΛ Συμπ191b ὁ Ζεὺς ἄλλην μηχανὴν πορίζεται
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 365 ἐκπόριζε μηχανὴν
    • φρ. μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ὥστε...
    • ΠΛ Απολ 39a μηχαναὶ πολλαί εἰσιν ἐν ἑκάστοις τοῖς κινδύνοις ὥστε διαφεύγειν θάνατον
    • φρ. οὐδεμία μηχανή ἐστί ὅκως οὐ, με οριστ. μέλλ. ή μὴ οὐ με απρφ.
    • ΗΡ 2.160 οὐδεμίαν γὰρ εἶναι μηχανὴν ὅκως οὐ τῷ ἀστῷ ἀγωνιζομένῳ προσθήσονται
    • ΗΡ 2.181 ἔστι τοι οὐδεμία μηχανὴ μὴ οὐκ ἀπολωλέναι
    • ΠΛ Φαιδ 72d τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ πάντα καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι;
    • φρ. μηχανῇ σε συνδυασμό με το τέχνῃ
    • ΘΟΥΚ 5.47.8 ὁ δὲ ὅρκος ἔστω ὅδε· "ἐμμενῶ τῇ ξυμμαχίᾳ κατὰ τὰ ξυγκείμενα δικαίως καὶ ἀβλαβῶς καὶ ἀδόλως͵ καὶ οὐ παραβήσομαι τέχνῃ οὐδὲ μηχανῇ οὐδεμιᾷ"
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.2.8 κελεύει πάσῃ τέχνῃ καὶ μηχανῇ πλεῦσαι ἐπὶ τὸ στράτευμα ὡς τάχιστα
    • φρ. πάσῃ μηχανῇ=με κάθε τρόπο
    • ΠΛ Νομ 713e μιμεῖσθαι δεῖν ἡμᾶς οἴεται πάσῃ μηχανῇ τὸν ἐπὶ τοῦ Κρόνου λεγόμενον βίον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΜΗΧΟΣ >
    • Από τον αρχαίο τύπο *μᾶχαρ (μῆχαρ), πιθανώς γεν. *μάχανος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • δωρ. μαχανά
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: τό μῆχαρ ή μῆχος 'μέσο, τρόπος θεραπείας', μηχανή, μηχάνευσις, μηχάνημα, μηχάνησις, τά μηχανικά 'επιστήμη της μηχανικής', ἀμηχανία, κακομηχανία, μηχανοδίφης 'αυτός που βρίσκει τεχνάσματα', μηχανοποιός, μηχανιώτης 'αυτός που επινοεί τεχνάσματα'
      • ρήματα: μηχανάω, μηχανάομαι ή μηχανεύομαι, μηχανορραφέω, ἀμηχανέω, ἀμηχανοποιέομαι 'ανεπιτυχώς ασχολούμαι με κάτι', ἀντιμηχανάομαι, διαμηχανάομαι 'εφευρίσκω, επινοώ', ἐπιμηχανάομαι 'επινοώ σχέδια εναντίον κάποιου', περιμηχανάομαι 'μηχανεύομαι με πολλή πανουργία', συμμηχανάομαι 'φροντίζω να βρίσκω, να προμηθεύω'
      • επίθετα: μηχανητικός, μηχανικός 'εφευρετικός, ο σχετικός με τις μηχανές', ἀδικομήχανος, ἀμήχανος, ἀμηχανοεργός, βιομήχανος 'ικανός στο να κερδίζει τα αναγκαία για τη ζωή του', δολομήχανος, δωδεκαμήχανος, ἐπιμήχανος, εὐμήχανος, κακομήχανος, μηχανορράφος, μηχανόεις 'επινοητικός'
      • επιρρήματα: ἀμηχάνως, εὐμηχάνως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. μαχανά 'μηχανή', ιων. ἀμηχανάω, ιων. ἀμηχανίη, δωρ. ἀμάχανος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: μηχανία 'τέχνασμα', μηχανητής 'αυτός που επινοεί τεχνάσματα', μηχάνωμα, ἀντιμηχάνημα, ἐπιμηχάνησις, εὐμηχάνημα, εὐμηχανία, κακομηχανία, μηχανορραφία, μηχανούργημα, μηχανουργία, πολυμηχανία, τειχομηχάνημα, μηχανογράφος 'αυτός που γράφει για μηχανές'
      • ρήματα: μηχανεύω, μηχανοτευχέω 'κατασκευάζω μηχανές', κακομηχανέω, καταμηχανάομαι 'σχεδιάζω, εκτελώ', μηχανοπλοκέω, ξυμμηχανάομαι, προμηχανάομαι, προσμηχανάομαι 'με ευφυία προσάπτομαι σε κάποιον'
      • επίθετα: μηχανητός, μηχανώδης, μηχανουργός, ἀμηχάνητος, ἀπροσμήχανος, δυσμήχανος, δυσμηχάνητος, εὐμηχάνητος, ποικιλομήχανος, πολυμήχανος, θρασυμήχανος, καλομήχανος, παμμήχανος, μηχανοφόρος, μηχανοποιητικός
      • επιρρήματα: δυσμηχάνως, κακομηχάνως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • μηχανεύματα, μηχανευρέται, μηχανευτικώτατος, μηχανηλάτης, μηχανημάτιον, μηχανικότης, μηχανικώς, μηχανισμός, μηχανογραφική, μηχανοδηγός, μηχανοεργοστάσια, μηχανοκίνητος, μηχανοκρατία, μηχανολογία, μηχανολόγος, μηχανόμορφον, μηχανοπηγία, μηχανοπλόκος, μηχανοποιείον, μηχανοποίητος, μηχανοπώλης, μηχανορράφημα, μηχανορραφικός, μηχανοστάσιον, μηχανουργείον, μηχανουργέω, μηχανούργημα, μηχανουργικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. ο μηχανός, η μηχανής (επίθ.) 'επιδέξιος, φιλόπονος'.