Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: "μετρό"

1 εγγραφή
μέτρον
Α. 1. μέτρο, κανόνας, αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ. 2. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3. διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί, μέτρο, μήκος, μέγεθος Β. όριο, σύνορο Γ. ο μέσος όρος, η αποφυγή ακροτήτων, η συμμετρία, η ορθή αναλογία, ο κανόνας, ο νόμος, η νόρμα, το μέτρο |ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ. 1. το ποιητικό μέτρο, το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2. έμμετροι στίχοι, στίχοι |στον πληθ.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες