Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • μέτρον
    • ουσιαστικό
    • -ου
    • τό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. μέτρο, κανόνας, αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ. 2. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών 3. διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί, μέτρο, μήκος, μέγεθος Β. όριο, σύνορο Γ. ο μέσος όρος, η αποφυγή ακροτήτων, η συμμετρία, η ορθή αναλογία, ο κανόνας, ο νόμος, η νόρμα, το μέτρο |ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο Δ. 1. το ποιητικό μέτρο, το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση 2. έμμετροι στίχοι, στίχοι |στον πληθ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. μέτρο, κανόνας, αυτό διά του οποίου μπορεί να μετρηθεί κτ.
    • ΟΜ Ιλ 12.422 ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον μέτρ΄ ἐν χερσὶν ἔχοντες ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ { μαλώνουν δύο άνθρωποι για το σύνορο, στη γραμμή που χωρίζει τα δυο χωράφια, βαστώντας καθένας κι από ένα μέτρο στα χέρια }
    • 2. μονάδα μέτρησης χωρητικότητας στερεών ή υγρών
    • ΟΜ Οδ 2.355 εἴκοσι...μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς { είκοσι μέτρα από καλό ψιλαλεσμένο αλεύρι }
    • ΗΡ 1.192 ἡ δὲ ἀρτάβη μέτρον ἐὸν Περσικὸν χωρέει μεδίμνου Ἀττικοῦ πλέον χοίνιξι τρισὶ Ἀττικῇσι { η αρτάβη είναι μέτρο περσικό που χωράει έναν αττικό μέδιμνο και τρεις χοίνικες }
    • 3. διάστημα μετρημένο ή που μπορεί να μετρηθεί, μέτρο, μήκος, μέγεθος
    • ΘΟΥΚ 8.95.3 ἀπέχει δὲ μάλιστα ὁ Ὠρωπὸς τῆς τῶν Ἐρετριῶν πόλεως θαλάσσης μέτρον ἑξήκοντα σταδίους { κι απέχει ο Ωρωπός από την πολιτεία της Ερέτριας το πολύ διάστημα εξήντα ναυτικών σταδίων }
    • Β. όριο, σύνορο
    • ΟΜ Οδ 13.100 ἔντοσθεν...μένουσι νῆες ἐΰσσελμοι͵ ὅτ΄ ἂν ὅρμου μέτρον ἵκωνται
    • ΗΣ Εργ 132 ἀλλ΄ ὅτε...ἥβης μέτρον ἵκοιτο { όταν έφταναν στο κατώφλι της νιότης }
    • Γ. ο μέσος όρος, η αποφυγή ακροτήτων, η συμμετρία, η ορθή αναλογία, ο κανόνας, ο νόμος, η νόρμα, το μέτρο
    • ΗΣ Εργ 719 γλώσσης...πλείστη δὲ χάρις κατὰ μέτρον ἰούσης { η γλώσσα έχει μεγάλη χάρη αν είναι μετρημένη }
    • ΠΛ Θεαιτ 183b καὶ οὔπω συγχωροῦμεν αὐτῷ πάντ΄ ἄνδρα πάντων χρημάτων μέτρον εἶναι { και δεν συμφωνούμε ακόμη μαζί του, ότι κάθε άνθρωπος είναι μέτρο όλων των πραγμάτων }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.3.18 μέτρον δὲ αὐτῷ οὐχ ἡ ψυχὴ ἀλλ' ὁ νόμος ἐστίν { τις πράξεις του δεν τις κανονίζει η θέλησή του αλλά ο νόμος }
    • ως επίρρημα μέτρῳ ή τῷ μέτρῳ=μέτρια ή με μέτρο
    • ΕΥΡ Ηρακλ 1251 εἰ μέτρῳ μοχθητέον
    • Δ.
    • 1. το ποιητικό μέτρο, το μέτρο των στίχων ή συλλαβών στην ποίηση
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.21 ὁρῶ γὰρ ὥσπερ τῶν ἐν μέτρῳ πεποιημένων ἐπῶν τοὺς μὴ μελετῶντας ἐπιλανθανομένους
    • ΙΣΟΚΡ 9.10 οἱ μὲν μετὰ μέτρων καὶ ῥυθμῶν ἅπαντα ποιοῦσιν { οι ποιητές γράφουν όλα τα έργα τους με μέτρο και ρυθμό }
    • 2. έμμετροι στίχοι, στίχοι
    • στον πληθ.
    • ΠΛ Λυσ 205a οὔ τι τῶν μέτρων δέομαι ἀκοῦσαι οὐδὲ μέλος εἴ τι πεποίηκας εἰς τὸν νεανίσκον͵ ἀλλὰ τῆς διανοίας
    • ΠΛ Νομ 669d οἱ ποιηταὶ...λόγους ψιλοὺς εἰς μέτρα τιθέντες { οι ποιητές βάζουν λόγια έμμετρα χωρίς μελωδία }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΜΕΤΡΟΝ >
    • Το θέμα της λ. μέτρον (μέ-) ανάγεται σε ιε. ρίζα. Το δεύτερο τμήμα της λ. είναι το επίθημα -τρον (πβ. κάλυπ-τρον, φύλακ-τρον). Η λ. συσχετίζεται με το σανσκρ. mettam (=μέτρο). Τη λ. δανείστηκε η λατ. (πβ. λατ. metrum) και από αυτή οι άλλες ξένες γλώσσες (πβ. γαλλ. mètre, αγγλ. meter και τα σύνθ. diamètre, géomètre).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο8
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: μετριότης, μετρητής, μέτρησις, μέτρημα 'μετρημένη απόσταση, μερίδιο, δόση', μετρονόμος 'δημόσιος λειτουργός που ελέγχει την ακρίβεια των μέτρων και των σταθμών', μετριοπότης, ἀμετρία 'υπερβολή, ασυμμετρία, δυσαναλογία', ἀγεωμέτρητος, ἀσυμμετρία, γεωμετρία, γεωμέτρης, διάμετρος, ἰσομετρία, συμμέτρησις, συμμετρία
      • ρήματα: μετρέω, μετριάζω 'είμαι μέτριος, φέρομαι με μετριότητα', ἀερομετρέω, ἀναμετρέω, ἀπομετρέω, γεωμετρέω, διαμετρέω, ἐκμετρέω, καταμετρέω, παραμετρέω, συμμετρέω
      • επίθετα: μέτριος, μετρικός, μετρητός, μετρητικός, ἄμετρος, ἀμέτρητος, ἀμετροεπής 'φλύαρος', ἀσύμμετρος, γεωμετρικός, δυσμέτρητος, ἔμμετρος, ἑξάμετρος, εὔμετρος, ἰσομέτρητος, περίμετρος, σύμμετρος, ὑπέρμετρος
      • επιρρήματα: μετρίως, ἐμμέτρως, ἀμέτρως, γεωμετρικῶς
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: μετροποιΐα, μετρολογία, μετριοπάθεια, μετριοφροσύνη, μετρίασις, μετριασμός, ἀμετροεπία, ἀναμέτρησις, ἀναμετρητής, ἀντιμέτρησις, ἀπομέτρησις, βουμέτρης, διαμέτρησις, διάμετρον (ουδ.), ἐκμέτρησις, εὐμετρία, ἐπιμέτρησις, ἐπίμετρον, ἑτερομετρία, εὐθυμετρία, κακομετρία, καταμέτρημα, καταμέτρησις, παραμέτρησις, πυρομέτρης, πυρομετρητής, σιτομέτρης, σιτομετρία, σιτομετρικόν, συμμετρότης, ὑπερμετρία, χοινικομέτρης, χωρομέτρης, χωρομετρία
      • ρήματα: μετριεύομαι, μετροποιέω, μετριολογέω 'μιλάω μέτρια', μετριοπαθέω, μετριοφρονέω, ἀντιμετρέω, ἐπιμετρέω, κακομετρέω, περιμετρέω, προσμετρέω, πυρομετρέω, σιτομετρέω, συμμετριάζω, ὑπερμετρέω, χωρομετρέω
      • επίθετα: μετριακός, μετροειδής, μετριολόγος, μετριοπαθής, μετριόφρων, μετριόσιτος, ἀκαταμέτρητος, ἀμέτριος, ἀμετροβαθής, ἀμετρόβιος 'πολύ μακρόβιος', ἀμετρόκακος 'υπερβολικά κακός' , ἀμετροπαθής, ἀμετροπότης, ἀμετρόφωνος, διαμετρητός, διαμετρικός, διάμετρος, δίμετρος, εἰκοσίμετρος, ἐμβαδομετρικός, ἑτερόμετρος, εὐθυμετρικός, ἰσόμετρος, ἰσοπερίμετρος, κακομέτρητος, καταμετρητικός, παραμετρητικός, συμμετρικός
      • επιρρήματα: μετρικῶς, μετρηδόν, μετρήδην, ἀμετρήτως, ἀμετρί, εὐμέτρως, μετριοπαθῶς, συμμετρημένως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %μετρ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • μετριοβαρής, μετριοδάπανος, μετριοκατάστατος, μετριοκρατία, μετριολογία, μετριομαθής, μετριόσχημος, μετριοφαγία, μετριοφοβία, μετρονόμιον, μετροταινίαι, μετροφυλλέω, αμετροέπεια, αμετρολογία, αμετροφαγία, βαρομετρικός, βαρόμετρον, βολτάμετρον, βυθομετρήσεις, βυθομετρητής, γωνιομέτρης, γωνιομετρία, γωνιόμετρον, διαμέτρημα, δοσομετρία, επιπεδομέτρησις, επιπεδομετρία, θερμομετρέω, θερμομετρήσεις, θερμομετρικός, θερμομετρογράφος, θερμόμετρον, καταμετρητής, ογκομετρικός, ογκόμετρον, παράμετρος, πιεσίμετρον, σταγονόμετρον, τριγωνομετρέω, τριγωνομετρία, τριγωνομετρικός, συμμέτρημα, συμμετρικώς, ταχύμετρον, υπερμετρικός, υπερμετρωπία, υψομέτρησις, υψομετρία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %μετρ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %μετρ%